Η επαγγελματική ασθένεια
1. Ορισμός της επαγγελματικής ασθένειας
Η επαγγελματική ασθένεια ορίζεται με δύο διαφορετικούς τρόπους. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η επιστήμη της ιατρικής, επαγγελματική ασθένεια είναι η νόσος που σχετίζεται με το είδος των κινδύνων στους οποίους εκτέθηκε ο πάσχων λόγω της εργασίας του. Με άλλα λόγια, είναι κάθε νόσος που αποδεδειγμένα, στη βάση ιατρικών κριτηρίων, μπορεί να αποδοθεί στο είδος της εργασίας και τους κινδύνους στους οποίους λόγω της εργασίας έχει εκτεθεί ο εργαζόμενος. Ο δεύτερος ορισμός, βασίζεται στην ασφαλιστική πραγματικότητα που ισχύει στην κάθε χώρα. Δηλαδή, επαγγελματική ασθένεια είναι η νόσος που αναγνωρίζεται ως τέτοια από το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα, με τους όρους και τους περιορισμούς που κάθε φορά αυτό θέτει.
Για να γίνουν κατανοητές οι συνέπειες του δεύτερου ορισμού, θα πρέπει να αναφερθούμε στα τρία βασικά πρότυπα αναγνώρισης και αντιμετώπισης των επαγγελματικών ασθενειών. Τα πρότυπα αυτά θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «κλειστά», «ανοιχτά» και «μεικτά». Το «κλειστό» πρότυπο είναι αυτό που έχει δημιουργήσει μια λίστα επαγγελματικών ασθενειών και με βάση αυτή αναγνωρίζεται αν η νόσος συνδέεται με τις συνθήκες εργασίας ή όχι. Το «ανοιχτό» πρότυπο έχει ως χαρακτηριστικό την απουσία τέτοιας λίστας. Σε αυτό το πρότυπο η νόσος αναγνωρίζεται ή όχι ως επαγγελματική ανάλογα με την αντίστοιχη ιατρική γνωμάτευση. Τέλος, το «μεικτό» πρότυπο διαθέτει λίστα επαγγελματικών ασθενειών που όμως δεν είναι κλειστή αλλά επιδέχεται το διαρκή εμπλουτισμό της.
Στην Ελλάδα, ισχύει το «κλειστό» πρότυπο. Είναι προφανές ότι η λίστα δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα, αλλά και το ότι έτσι και αλλιώς το «κλειστό» πρότυπο δεν μπορεί να ακολουθήσει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες και απαιτήσεις της παραγωγικής πραγματικότητας, όπως αυτή εξελίσσεται διεθνώς.
Εργατικό ατύχημα είναι εκείνο που συμβαίνει στον εργαζόμενο κατά την διάρκεια της εργασίας ή με αφορμή την εργασία και το οποίο οφείλεται σε απότομο γεγονός, βίαιο γεγονός, εφ΄ όσον αυτό προκάλεσε στον εργαζόμενο ανικανότητα να εργασθεί πάνω από 4 ημέρες ή ακόμα και απώλεια ζωής. Βίαιο γεγονός, σημαίνει, να υπάρχει έκτακτη και αιφνίδια επίδραση εξωτερικού παράγοντα, που δεν έχει σχέση με την οργανική κατάσταση του εργαζόμενου. Η επίδραση αυτή μπορεί να έχει σαν αιτία την επιβάρυνση των όρων εργασίας κάτω από απρόβλεπτες και έκτακτες συνθήκες. Συνεπώς προϋπάρχουσα ασθένεια, η οποία εκδηλώνεται ή επιδεινώνεται κατά την εκτέλεση της εργασίας κάτω από κανονικές συνθήκες δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα. Αν όμως η ασθένεια προήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας κάτω από εξαιρετικές και ασυνήθιστες συνθήκες χαρακτηρίζεται ως εργατικό ατύχημα.
Από τη νομολογία έχει κριθεί ότι υπέρμετρη προσπάθεια του εργαζόμενου που προκάλεσε θάνατο ή ανικανότητα για εργασία είναι εργατικό ατύχημα.
• Έτσι, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, που προκλήθηκε από ασυνήθιστους όρους εργασίας και δυσμενείς συνθήκες, κρίθηκε από τα Δικαστήρια ότι αποτελεί εργατικό ατύχημα.
• Εργατικό ατύχημα έχει κριθεί επίσης οτιδήποτε αποτελεί επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας, που προκλήθηκε από υπέρμετρη προσπάθεια που κατέβαλε ο εργαζόμενος κατά την εκτέλεση της εργασίας του, κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες.
• Ακόμα, σαν εργατικό ατύχημα έχει χαρακτηριστεί εκείνο που συνέβη εξαιτίας ανάθεσης βαρείας εργασίας σε μη αποθεραπευθέντα εργαζόμενο.
Οι σχετικές με τα εργατικά ατυχήματα διατάξεις καλύπτουν τρεις (3) περιπτώσεις ατυχημάτων:
1) Κατά την εκτέλεση της εργασίας. Εκείνα που συμβαίνουν κατά την εκτέλεση της εργασίας, σαν άμεση συνέπεια αυτής (τραυματισμός του εργαζομένου από μηχάνημα, πτώση κατά την εκτέλεση της εργασίας κ.λπ.).
2) Με αφορμή την εργασία. Εκείνα που συμβαίνουν με αφορμή την εργασία, δηλαδή εκτός του τόπου και του χρόνου εργασίας, με την προϋπόθεση να έχουν έστω και έμμεση σχέση με την εργασία. Έχει κριθεί από τα Δικαστήρια, ότι αποτελούν εργατικά ατυχήματα και εκείνα που συμβαίνουν κατά την μετάβαση στην εργασία ή κατά την ενέργεια μιας πράξης προς το συμφέρον του εργοδότη, ακόμα και χωρίς την εντολή του ή κατά την διάρκεια της μεσημβρινής διακοπής στον τόπο της εργασίας κατά την προσέλευση ή αναχώρηση και για χρονικό διάστημα μιας ώρας αντίστοιχα.
3) Από επαγγελματική ασθένεια. Εκείνα που οφείλονται σε επαγγελματική ασθένεια. Επαγγελματικές ασθένειες είναι αυτές που οφείλονται στις επιδράσεις των συνθηκών εργασίας, όπως αναλυτικά αναφέρονται στον Κανονισμό Ασθένειας του Ι.Κ.Α.. Ευρύτερα όμως και κάθε επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας που συνέβη λόγω εξακολούθησης της αυτής εργασίας αποτελεί επίσης εργατικό ατύχημα.
2. Διαφορά επαγγελματικής ασθενείας και εργατικού ατυχήματος
Επαγγελματική είναι μία ασθένεια η οποία δημιουργείται λόγω παρατεταμένης έκθεσης του εργαζόμενου σε ανθυγιεινές συνθήκες, λόγω της φύσης της ίδιας της εργασίας. Η επαγγελματική ασθένεια αντιμετωπίζεται όπως και το εργατικό ατύχημα.
Εργατικό ατύχημα είναι η βίαιη και απότομη βλαπτική μεταβολή της υγείας του εργαζόμενου (πτώση, χτύπημα κ.λπ). Επίσης, εργατικό ατύχημα υπάρχει και στις περιπτώσεις που ο θάνατος ή η ανικανότητα οφείλονται σε υπέρμετρη προσπάθεια που κατέβαλε ο εργαζόμενος για να ανταποκριθεί σε ασυνήθεις όρους εργασίας ή στο γεγονός ότι υποχρεώθηκε να εργασθεί για ορισμένο χρόνο υπό εξαιρετικώς δυσμενείς συνθήκες ( ΣτΕ 2159/2006 , 911/2001 κ.α.). Σε όλες δε τις περιπτώσεις αυτές υπάρχει εργατικό ατύχημα και όταν ο ασφαλισμένος υπέφερε ήδη από νόσο ή πάθηση, από την οποία υπό τις ανωτέρω συνθήκες, πέθανε ή κατέστη ανάπηρος, η οποία όμως υπό τους συνήθεις όρους εργασίας, δεν τον εμπόδιζε στην εργασία του και η οποία επιδεινώθηκε εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών εργασίας ( ΣτΕ 827/2012 , 2159/2006 κ.α.).
Για τη διαπίστωση αν συνέβη στον ασφαλισμένο βίαιο εξωτερικό συμβάν ή αν συνέτρεξαν στην περίπτωσή του ασυνήθεις συνθήκες εργασίας, εξαιτίας των οποίων υποχρεώθηκε να καταβάλει υπέρμετρη προσπάθεια ή αν αυτός υποχρεώθηκε να εργαστεί επί ορισμένο χρόνο υπό εξαιρετικώς δυσμενείς συνθήκες, αρμόδιες είναι οι διοικητικές υπηρεσίες του ασφαλιστικού φορέα, ενώ οι υγειονομικές επιτροπές πρέπει να γνωματεύουν, αιτιολογημένα και δεσμευτικά για τα ασφαληστικά όργανα, για τη φύση, τα αίτια, την έκταση και τη διάρκεια της σωματικής ή πνευματικής πάθησης του ασφαλισμένου και για τη σχέση της πάθησης αυτής με το ατύχημα (ΣτΕ 1549/2013,827/2012 κ.α.).
3. Διακρίσεις επαγγελματικών ασθενειών
Ως επαγγελματικές ασθένειες ορίζονται οι ακόλουθες: Μολυβδίαση, υδραργυρίαση, δηλητηρίαση από κάδμιο, βηρύλλιο, φθόριο, βενζόλα, θειικό και νιτρικό οξύ, θόρυβος, ακτίνες Χ κ.λπ.. Στην Ελλάδα οι επαγγελματικές ασθένειες καθορίζονται με βάση το άρθρο 40 του Κανονισμού Ασθενείας του Ι.Κ.Α. Με βάση τον κανονισμό αυτό, για να χαρακτηριστεί μια ασθένεια ως επαγγελματική, απαιτείται η προσβολή του εργαζομένου από οξεία ή χρόνια δηλητηρίαση ή νόσο που περιλαμβάνεται στους πίνακες του άρθρου 40 και επιπλέον:
• Να απασχολείται στην εργασία που ενοχοποιείται για την επαγγελματική ασθένεια κατά το ελάχιστο οριζόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα.
• Να διαπιστωθεί η νόσηση μέσα στο ελάχιστο αυτό οριζόμενο διάστημα απασχόλησης ή εάν διακοπεί η εργασία, εντός του οριζόμενου από το νόμο για κάθε επαγγελματική ασθένεια μέγιστο χρονικό διάστημα μετά τη διακοπή.
Με βάση το άρθρο 40 διακρίνονται οι εξής μεγάλες ομάδες επαγγελματικών ασθενειών:
• Δηλητηριάσεις και αλλεργικές εκδηλώσεις: δηλητηριάσεις από διάφορα μέταλλα (π.χ. μόλυβδο, υδράργυρο, κάδμιο, βηρύλιο, φθόριο) και τοξικά αέρια και αλλεργικές εκδηλώσεις από το δέρμα (αλλεργική δερματίτιδα, αλλεργικό-ερεθιστικό έκζεμα, έκζεμα εξ επαφής)
• Λοιμώδη ή παρασιτικά νοσήματα: άνθρακας, ίκτερος, τέτανος, ιογενής ηπατίτιδα, αγκυλοστομίαση, φυματίωση βοείου και ορνίθειου τύπου, μελιταίος πυρετός.
• Νοσήματα οφειλόμενα σε φυσικά αίτια: από μεταβολή της ατμοσφαιρικής πίεσης (π.χ. νόσος των δυτών), οφειλόμενες σε πίεση και τριβή (π.χ. υποδόριος κυτταρίτιδα), σε ήχο και θόρυβο (π.χ. μείωση ακουστικής οξύτητας – επαγγελματική βαρηκοΐα), σε ιονίζουσες ακτινοβολίες και ραδιενεργά σωματίδια (π.χ. λευχαιμία, ακτινοδερματίτιδα).
• Συστηματικές δερματοπάθειες: πρωτοπαθείς και δευτεροπαθείς δερματοπάθειες.
• Συστηματικές παθήσεις πνευμόνων: πνευμονοκονιάσεις πνευμονο-κοκκιάσεις, βρογχοπνευμονικές παθήσεις, άσθμα.
4. Οι παράγοντες των επαγγελματικών ασθενειών
Οι κυριότεροι παράγοντες επαγγελματικών ασθενειών είναι οι ακόλουθοι:
• Οι χημικές ουσίες.
• Οι φυσικοί παράγοντες (κακός φωτισμός, θόρυβος, κραδασμοί, θερμοκρασία).
• Οι βιολογικοί παράγοντες.
• Οι ψυχολογικοί παράγοντες.
Επίσης, οι εργασιακές σχέσεις, η κοινωνική αξιολόγηση και ο ρυθμός της εργασίας, οι υπερωρίες κ.ά. θεωρούνται σημαντικές πηγές προβλημάτων τόσο για τη σωματική όσο και για την ψυχική υγεία των εργαζομένων.
5. Η επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας
Ως εργατικό ατύχημα δύναται να θεωρηθεί η επιδείνωση μιας ήδη υπάρχουσας ασθένειας του εργαζομένου, η οποία προκλήθηκε από την εξακολούθηση της απασχόλησής του, ακόμα και υπό κανονικές συνθήκες. Σε αυτή την περίπτωση, ο εργοδότης δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχόλησης του ασθενούντος εργαζομένου. Εάν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της ασθένειας, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, λαμβάνοντας το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος και στοιχειοθετώντας, κατά συνέπεια, εργατικό ατύχημα. Βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικά δυσμενείς, μετά την εκδήλωση νόσου από τον εργαζόμενο, είναι η παραβίαση της υποχρέωσης προνοίας που έχει ο εργοδότης έναντι του εργαζομένου, ήτοι της υποχρέωσης να διαμορφώνει τους όρους εργασίας με τρόπο που να προστατεύεται η υγεία και η ζωή του εργαζομένου.
6. Ο ρόλος του γιατρού Εργασίας
Ο γιατρός Εργασίας είναι ο γιατρός που καλείται στο χώρο εργασίας των εργαζομένων να διερευνήσει δύο «αρρώστους». Πρώτον, να διερευνήσει το κατά πόσον είναι «άρρωστες» οι συνθήκες εργασίας κάτω από τις οποίες ζει και εργάζεται ο εργαζόμενος. Να διερευνήσει, δηλαδή, σε ποιο βαθμό το περιβάλλον εργασίας είναι έξω από τις ελάχιστες προδιαγραφές που μπορούν να διασφαλίσουν την υγεία του εργαζόμενου καθώς και να μην αποτελεί αυτό απειλή για την υγεία του. Δεύτερον, να εξετάζει τον ίδιο τον εργαζόμενο για να διαπιστώσει πιθανές επιπτώσεις στην υγεία του, από το «άρρωστο» εργασιακό περιβάλλον – όπου αυτό εντοπίζεται – και να διερευνά προβλήματα υγείας του εργαζόμενου που μπορεί να μη σχετίζονται άμεσα με την εργασία του, είναι όμως δυνατόν να επιβαρύνονται από αυτήν, με στόχο να προχωρήσει σε παρεμβάσεις προληπτικού χαρακτήρα.
Τελικός του στόχος είναι να κάνει αυτές τις συστάσεις που θα βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας, ώστε να προστατευτούν οι εργαζόμενοι και να προληφθούν οι επαγγελματικοί κίνδυνοι. Οποιαδήποτε άλλη Ιατρική ειδικότητα μπορεί και πρέπει να συμβάλλει σε συνεργασία με την ιατρική της Εργασίας στην αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτό το έργο που απαιτεί εξειδίκευση. Για αυτό άλλωστε η Ιατρική της Εργασίας, σύμφωνα και με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, αποτελεί ξεχωριστή ειδικότητα που έχει θεσπιστεί και στη χώρα μας.
7. Η σημασία των υγειονομικών επιτροπών
Πρέπει να τονιστεί ότι η σημασία των αποφάσεων των υγειονομικών επιτροπών είναι μεγάλη, καθώς οι αιτιολογημένες γνωματεύσεις των ειδικών αυτών επιτροπών είναι δεσμευτικές για τα ασφαλιστικά όργανα και τα διοικητικά δικαστήρια. Τα τελευταία, βέβαια, διατηρούν αλώβητη την εξουσία να κρίνουν ως αναιτιολόγητη ή πλημμελώς αιτιολογημένη τη γνωμάτευση.
8. Σύνταξη αναπηρίας από επαγγελματική ασθένεια
Ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (νυν Ε.Φ.Κ.Α.), που υπήχθησαν στην ασφάλισή του για πρώτη φορά πριν από την 1/1/1993. Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος κριθεί από τις Υγειονομικές Επιτροπές του Ι.Κ.Α. ανάπηρος με συντάξιμο ποσοστό αναπηρίας από πάθηση που οφείλεται σε επαγγελματική νόσο, δικαιούται σύνταξη λόγω αναπηρίας εφόσον:
1) Έχει ασφαλιστεί στο Ι.Κ.Α. τον ελάχιστο χρόνο ο οποίος, ανάλογα με την επαγγελματική ασθένεια, ορίζεται στον Κανονισμό Ασθένειας του Ι.Κ.Α. (άρθρο 40).
2) Η προσβολή του ασφαλισμένου από την επαγγελματική νόσο θα πρέπει να έχει διαπιστωθεί ιατρικώς κατά τη διάρκεια της απασχόλησης.
3) Στην περίπτωση διακοπής της απασχόλησης του ασφαλισμένου, η ιατρική διαπίστωση της επαγγελματικής ασθένειας θα πρέπει να έχει γίνει, ανάλογα με την επαγγελματική ασθένεια, μέσα στον αντίστοιχο οριζόμενο από το άρθρο 40 του Κ.Α. μέγιστο χρόνο από τη διακοπή της απασχόλησης.
Υπό το καθεστώς του άρθρου 31 του Ν.4387/2016 , οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας (και τα μέλη της οικογένειάς τους σύνταξη λόγω θανάτου), ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης, αν η αναπηρία ή ο θάνατος οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση, ενώ με το εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση εξομοιώνονται και οι επαγγελματικές ασθένειες (χρόνιες παθήσεις που εμφανίζονται ύστερα από συγκεκριμένο χρόνο εργασίας σε ορισμένα επαγγέλματα). Επί ατυχήματος εκτός εργασίας ή απασχόλησης, περί του οποίου κρίνουν τα αρμόδια όργανα του Ε.Φ.Κ.Α., οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας, αν έχουν πραγματοποιήσει το μισό χρόνο ασφάλισης από αυτόν που απαιτείται κατά τις διατάξεις για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο. Προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης είναι η υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης από τον δικαιούχο. Στην περίπτωση αυτή, ο ασφαλιστικός κίνδυνος επέρχεται από το χρονικό σημείο κατά το οποίο τα υγειονομικά όργανα κρίνουν ότι επήλθε η αναπηρία του ασφαλισμένου, ενώ το ισχύον κατά το χρόνο του εργατικού ατυχήματος δίκαιο, διέπει όχι μόνον τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του ασφαλισμένου, αλλά και το ζήτημα του χρόνου έναρξης καταβολής της σύνταξης (ΣτΕ 267/2013, πρβλ. ΣτΕ 432, 2910/2008. Στο άρθρο 31 του Ν. 4387/2016 ορίζεται ότι εφαρμόζεται στα ατυχήματα που θα συμβούν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου).
9. Οι διατάξεις του εργατικού ατυχήματος
Οι σχετικές με τα εργατικά ατυχήματα διατάξεις καλύπτουν τρεις περιπτώσεις ατυχημάτων:
α) Κατά την εκτέλεση της εργασίας: Εκείνα που συμβαίνουν κατά την εκτέλεση της εργασίας σαν άμεση συνέπεια αυτής (τραυματισμός του εργαζομένου από μηχάνημα, πτώση κατά την εκτέλεση της εργασίας κ.λπ.).
β) Με αφορμή την εργασία: Εκείνα που συμβαίνουν με αφορμή την εργασία, δηλαδή εκτός του τόπου και του χρόνου εργασίας, με την προϋπόθεση να έχουν έστω και έμμεση σχέση με την εργασία. Έχει κριθεί από τα Δικαστήρια ότι αποτελούν εργατικά ατυχήματα και εκείνα που συμβαίνουν κατά την μετάβαση στην εργασία ή κατά την ενέργεια μιας πράξης προς το συμφέρον του εργοδότη, ακόμα και χωρίς την εντολή του ή κατά την διάρκεια της μεσημβρινής διακοπής στον τόπο της εργασίας κατά την προσέλευση ή αναχώρηση και για χρονικό διάστημα μιας ώρας αντίστοιχα.
γ) Από επαγγελματική ασθένεια: Εκείνα που οφείλονται σε επαγγελματική ασθένεια. Επαγγελματικές ασθένειες είναι αυτές που οφείλονται στις επιδράσεις των συνθηκών εργασίας, όπως αναλυτικά αναφέρονται στον Κανονισμό Ασθένειας του Ι.Κ.Α.. Ευρύτερα, όμως και κάθε επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας που συνέβη λόγω εξακολούθησης της αυτής εργασίας, αποτελεί επίσης εργατικό ατύχημα.
10. Οι παροχές προς τον εργαζόμενο
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι παροχές του εργαζόμενου σε περίπτωση ατυχήματος διαφέρουν ανάλογα με το εάν είναι ασφαλισμένος στο πρώην Ι.Κ.Α. (νυν Ε.Φ.Κ.Α.) ή όχι. Έτσι ο εργαζόμενος δικαιούται:
α) Ιατροφαρμακευτική και Νοσοκομειακή περίθαλψη: Εάν ο εργαζόμενος δεν είναι ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α. (νυν Ε.Φ.Κ.Α.), τα έξοδα ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης υποχρεώνεται να τα πληρώσει ο εργοδότης. Εάν ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος, ο εργοδότης απαλλάσσεται από τα έξοδα αυτά και ο εργαζόμενος καλύπτεται από τον ασφαλιστικό φορέα για τις παροχές αυτές.
β) Εφάπαξ αποζημίωση όταν δεν είναι ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α. (νυν Ε.Φ.Κ.Α.): Οι μη ασφαλισμένοι δικαιούνται εφάπαξ αποζημίωση από τον εργοδότη, η οποία κυμαίνεται ανάλογα με τον βαθμό ανικανότητας για εργασία (πλήρης διαρκής ανικανότητα, μερική διαρκής, πλήρης πρόσκαιρη, μερική πρόσκαιρη, θάνατος).
γ) Αποδοχές – Επίδομα ασθενείας: Ο εργαζόμενος δικαιούται επίσης κατά το διάστημα της ανικανότητας, επίδομα ασθενείας από τον ασφαλιστικό φορέα και το υπόλοιπο του μισθού του από τον εργοδότη για διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών, εάν έχει υπηρεσία μικρότερη του έτους ή ενός (1) μηνός για υπηρεσία πάνω από έτος.
11. Αναγκαίες αλλαγές του συστήματος
Απαιτείται εκ βάθρων αλλαγή του συστήματος προκειμένου να γίνεται σωστή καταγραφή των επαγγελματικών ασθενειών, τονίζουν οι ειδικοί. Απαιτείται επομένως η δημιουργία πολλών Τμημάτων Ιατρικής της Εργασίας στα νοσοκομεία, αλλά και σε άλλες δομές Υγείας. Οι επιστήμονες προσθέτουν ότι χρειάζεται να αυξηθεί και ο αριθμός των γιατρών εργασίας. Επιπλέον, οι Έλληνες γιατροί αναφέρουν ότι θα πρέπει να γίνεται καταγραφή των ασθενειών από όλα τα Ταμεία και να υπάρχει «συνεργασία των Ταμείων και του Συστήματος Υγείας».
Οι επαγγελματικές ή σχετιζόμενες με την εργασία ασθένειες, π.χ. οι πνευμονικές, αποτελούν παθήσεις που έχουν προκληθεί ή επιδεινωθεί από τα υλικά στα οποία εκτίθεται ένα άτομο στο χώρο εργασίας. Ο αντίκτυπος αυτών των ασθενειών είναι υποτιμημένος λόγω ανεπαρκούς ενημέρωσης. H επαγγελματική ασθένεια μπορεί να εκδηλωθεί άμεσα, μόλις ο ασθενής πάει στη δουλειά ή μπορεί να συμβεί σε ηλικιωμένους, οι οποίοι δεν είναι πλέον στη δουλειά, ωστόσο η ασθένειά τους οφείλεται στην προηγούμενη επαγγελματική τους απασχόληση. Οι ουσίες στις οποίες μπορεί να εκτεθεί κάποιος είναι οργανικές και περιέχονται στα άλευρα, βαμβάκι, σιτάρι, περιττώματα ζώων και πουλιών ή ανόργανες όπως ορυκτά μέταλλα (αμίαντος), βαρέα μέταλλα (κοβάλτιο), συνθετικές χημικές ουσίες, βαφές κ.α. Τα νοσήματα αυτά περιλαμβάνουν το άσθμα, τη χρόνια βρογχίτιδα, τα εγκαύματα από εισπνοή ερεθιστικών ουσιών, τις διάμεσες πνευμονοπάθειες – πνευμονοκονιώσεις, τις κακοήθειες του πνεύμονα και το μεσοθηλίωμα (κακοήθεια υπεζωκότα).
Σύμφωνα δε με το Π.Δ. 399/1994, εργασία κατά την άσκηση της οποίας ο εργαζόμενος εκτίθεται σε παράγοντες που προκαλούν ή μπορούν να προκαλέσουν κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά του δύναται να προκαλέσει επαγγελματική ασθένεια. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα οι επαγγελματικές ασθένειες καθορίζονταν μέχρι πρότινος με βάση το άρθρο 40 του Κανονισμού Ασθενείας του Ι.Κ.Α. (νυν Ε.Φ.Κ.Α.). Με βάση τον κανονισμό αυτό, για τον χαρακτηρισμό μιας ασθένειας ως επαγγελματικής, απαιτείτο η προσβολή του εργαζομένου από οξεία ή χρόνια δηλητηρίαση ή νόσο που περιλαμβανόταν στους πίνακες του άρθρου 40, οι οποίοι όμως πλέον καθώς ο εν λόγω Κανονισμός ισχύει από το 1979, έχουν καταστεί ενδεικτικοί. Ήδη στα πλαίσια αναμόρφωσης του προϋφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου αναγνώρισης επαγγελματικής νόσου, θεσπίστηκε εθνικός κατάλογος επαγγελματικών ασθενειών (Π.Δ. 41/2012, ΦΕΚ Α΄ 91/19-04-2012), ο οποίος και εκδόθηκε σε συμμόρφωση με τη Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2003/670/ΕΚ της 19/03/2003). Σε αυτόν καταγράφονται με μεγαλύτερη πληρότητα και ακρίβεια πολύ περισσότερες νόσοι που μπορούν να αναπτυχθούν λόγω της ασκούμενης εργασίας.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο του κ. Βασιλείου Παπαβασιλείου, με τίτλο «Η επαγγελματική ασθένεια» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουνίου 2019 του περιοδικού Epsilon7
www.e-forologia.gr