Η “αόρατη” ωρολογιακή βόμβα στις ευρωπαϊκές τράπεζες
του Γ. Αγγέλη
Μία έρευνα της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας που βγαίνει στη δημοσιότητα παραμονές πρωτοχρονιάς στο ευρωσύστημα, μοιάζει με ηχηρή προειδοποίηση για την Ευρωζώνη.
Τα “κόκκινα δάνεια” δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, ή τουλάχιστον σύμφωνα με την μελέτη, δεν είναι ο μοναδικός τέτοιου μεγέθους.
Στα χαρτοφυλάκια των ευρωπαϊκών τραπεζών πέρα από τα περίπου 900 δισ. ευρώ κόκκινα δάνεια, “φιλοξενείται” και ένας ανάλογου μεγέθους τεράστιος όγκος “μη ρευστοποιήσιμων” στοιχείων ενεργητικού, τα περιβόητα “illiquid assets”, στοιχεία που αποτυπώνονται στο επίπεδο 2 και 3 των κεφαλαίων των 18 μεγαλύτερων τραπεζών που εξετάζει η Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας.
Για τα στοιχεία αυτά των ισολογισμών εδώ και καιρό δεν “ακούγεται” σχεδόν τίποτα.
Ίσως γιατί το μεγαλύτερο μέρος αυτής της “αόρατης” ωρολογιακής βόμβας βρίσκεται στους ισολογισμούς κυρίως των τραπεζών της Βρετανίας, της Γερμανίας, της Ελβετίας και της Γαλλίας.
Τα κεφάλαια Tier 1 όπως αποκαλούνται είναι τα πρώτης ποιότητας κεφάλαια των τραπεζών. Τα κεφάλαια που αποτυπώνονται στο επίπεδο 2 είναι στοιχεία τα οποία είναι μεν “μη ρευστοποιήσιμα” αλλά μπορεί να τους αποδοθεί μία τιμή συσχετίζοντάς τα άμεσα ή έμμεσα με ανάλογους τίτλους που είναι τιμολογημένοι.
Αντίθετα για τα στοιχεία που καταγράφονται στο επίπεδο 3 δεν υπάρχει καμία τιμολόγηση, άμεση ή έμμεση.
Οι τίτλοι αυτών των δύο επιπέδων είναι κυρίως σύνθετα παράγωγα προϊόντα που έχουν απομείνει ακόμα και σήμερα, δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης και τα οποία όπως παρατηρεί η Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας αποτελούν αντικείμενο μίας όχι ιδιαίτερα διάφανης διαχείρισης από τις τράπεζες, εντός πάντα του κανονιστικού πλαισίου που υφίσταται στην Ευρώπη.
Η αστάθεια των “τιμών” και της αποτίμησης των κεφαλαίων του επιπέδου 2 και 3 είναι εξαιρετικά ευαίσθητη σε κάθε αναταραχή και λόγω του όγκου τους σε ορισμένες τράπεζες θα μπορούσαν επηρεάσουν καθοριστικά την “τύχη” τους.
Και όπως διαπιστώνει η κεντρική τράπεζα της Ιταλίας, τα 3/4 των επισφαλών αυτών στοιχείων βρίσκονται συσσωρευμένα στις τράπεζες της Γερμανίας και της Γαλλίας όσον αφορά το ευρωσύστημα.
Να σημειωθεί εδώ ότι λόγω των εξελίξεων που έχουν μεσολαβήσει, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες είναι από τις πλέον “καθαρές” στην Ευρωζώνη…
Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι τα “κόκκινα δάνεια” για τα οποία υπάρχει τόσο μεγάλη πίεση από πλευράς ΕΚΤ και SSM για την μείωσή τους άμεσα από το 2017 με ειδικούς ελέγχους και προγράμματα εκκαθάρισης, βρίσκονται κυρίως στις τράπεζες του ευρωπαϊκού νότου, ενώ τα “μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία” τα περιβόητα “illiquid assets” βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά στις κεντροευρωπαϊκές τράπεζες…
Μία πρόσφατη μελέτη της Moody’s προσδιορίζει με μεγάλη ακρίβεια το που βρίσκονται οι μεγαλύτερες από αυτές τις “αόρατες” ωρολογιακές βόμβες, σε δύο βρετανικές, δύο ελβετικές και μία γερμανική: Royal Bank of Scotland και Barclays, δύο ελβετικές Credit Suisse και Ubs και η γερμανική Deutsche Bank.
Αυτές οι πέντε από μόνες τους σύμφωνα με την Moody’s κρύβουν μια ωρολογιακή βόμβα μεγέθους 549 δισ. δολ. Ακολουθούν και κάποιες γαλλικές σε λίγο μικρότερο μέγεθος.
Και όμως για τον κίνδυνο αυτό δεν μιλάει κανείς μέχρι τώρα.
Η πρώτη προειδοποίηση έρχεται από την διοίκηση της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας και η επισήμανση από την Moody’s.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι με τις δύο αυτές προειδοποιήσεις έχει ανοίξει “ο ασκός του Αιόλου” πάνω στο γύρισμα του χρόνου.
Ορισμένοι αναλυτές όμως διαβάζουν διαφορετικά αυτή την “κίνηση” της ιταλικής κεντρικής τράπεζας. Την βλέπουν σαν μια προσπάθεια της διοίκησής της να ισορροπήσει το παιχνίδι ισχύος στο εσωτερικό της ΕΚΤ, καθώς με την καμπάνια για την εκκαθάριση των “κόκκινων δανείων”, η πίεση έχει πέσει κυρίως στο τραπεζικό σύστημα των χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Μπορεί να είναι και αυτό, όπως θα μπορούσε να σχετίζεται και με τον “πόλεμο” που έχει αρχίσει για την διαδοχή του Draghi το 2019.
Σε κάθε περίπτωση όμως αυτό που έρχεται στην επιφάνεια είναι ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα που καρκινοβατεί πάνω στην προσπάθεια της ενοποίησής του, κάθεται πάνω σε δύο βουνά “κόκκινου” χρέους, δανείων και “illiquid assets”, που η ΕΚΤ μόνη της είναι μάλλον δύσκολο να αντιμετωπίσει στο άμεσο μέλλον.