Περιουσιολόγιο: Κατά της φοροδιαφυγής ή κατά της οικονομίας;
Του Μιχάλη Γκλεζάκου
1. Μια αναγκαία εισαγωγή
Στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, όλα ανεξαιρέτως τα υλικά προϊόντα και οι υπηρεσίες, χρειάζονται τρία βασικά στοιχεία για να παραχθούν: Εργασία, υλικά (από τη φύση) και κεφάλαιο. Επειδή μάλιστα τα υλικά της φύσης τα αποκτούμε με εργασία και κεφάλαιο (π.χ. μέσα παραγωγής, ιδιοκτησίες κλπ), ουσιαστικά, τα πάντα παράγονται από εργασία και κεφάλαιο.
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι “Κεφάλαιο” δεν είναι μόνο τα χρήματα αλλά και κάθε αγαθό το οποίο χρησιμοποιείται για σημαντικό χρονικό διάστημα (“αγαθά διαρκείας”), όπως π.χ. ακίνητα, μηχανήματα, αυτοκίνητα, εγκαταστάσεις, εργαλεία κλπ.
Είναι προφανές ότι η εργασία δεν μας λείπει, δεδομένου ότι έχουμε πάνω από 1 εκατομμύριο ανέργους στους οποίους περιλαμβάνονται από ανειδίκευτοι εργάτες μέχρι στελέχη υψηλής κατάρτισης και εμπειρίας, προπάντων δε ένας πολύ μεγάλος αριθμός νέων με πτυχία και μεταπτυχιακά.
Είναι επίσης προφανές ότι μας λείπει το κεφάλαιο, γι αυτό άλλωστε δίνουμε “γη και ύδωρ” προκειμένου να εξασφαλίσουμε δανεικά από τις χώρες της ΕΕ και να πείσουμε ντόπιους και ξένους κεφαλαιούχους να επενδύσουν στην Ελλάδα.
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αφού αποτελούν μια πραγματικότητα που τη ζούμε εδώ και 7 χρόνια, περιττεύει νομίζω να επισημάνω ότι για να γίνουν παραγωγικές επενδύσεις (που μόνο αυτές μπορούν να φέρουν την ανάπτυξη), χρειάζεται όχι μόνο να διατηρήσουμε αλλά και να προσαυξήσουμε σημαντικά την κεφαλαιακή βάση της οικονομίας μας.
2. Τι σχέση έχει το περιουσιολόγιο με όλα αυτά;
Όπως δείχνουν τα πράγματα, σε λίγο καιρό θα κληθούμε να καταγράψουμε τα οικονομικά μας δεδομένα στο κυοφορούμενο περιουσιολόγιο, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα εργαλείο για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Πολύ απλά, έχοντας καταγράψει τα περιουσιακά σου στοιχεία, δεν θα μπορείς να τα προσαυξήσεις χωρίς να δηλώσεις τα αντίστοιχα εισοδήματα. Βεβαίως, η εφαρμογή του περιουσιολογίου μπορεί να δημιουργήσει άλλα προβλήματα. Αξίζει όμως να ρισκάρουμε, με την προσδοκία ότι θα περιορίσουμε τη φοροδιαφυγή και επομένως θα μπουν μερικά ακόμη δισ. στα κρατικά ταμεία, καθιστώντας εφικτή τη μείωση της σημερινής αφύσικης φορολογικής αφαίμαξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Προσοχή όμως, γιατί το νέο αυτό εργαλείο εμπεριέχει τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί λανθασμένα και να οδηγήσει στην ανάλωση των (ήδη περιορισμένων) κεφαλαιακών αποθεμάτων της Χώρας.
Για να γίνω πιο σαφής, θα αναφέρω ένα εφιαλτικό σενάριο, που ελπίζω να μην πραγματοποιηθεί, γιατί θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ερήμωσης της ελληνικής οικονομίας.
Ας υποθέσουμε ότι μετά από 1 ή 2 χρόνια ούτε το Κράτος θα μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, ούτε τα ασφαλιστικά ταμεία θα μπορούν να καταβάλλουν συντάξεις στο ακέραιο. (Για να αποκλειστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα πρέπει να κλείσουμε τώρα την αξιολόγηση και να σπεύσουμε να εκσυγχρονίσουμε το Κράτος, να αναδιαρθρώσουμε την οικονομία, να μειώσουμε φοροδιαφυγή-λαθρεμπόριο-σπατάληκλπ, σε χρόνο ρεκόρ. Πιστεύετε ότι είναι πιθανό;).
Ας υποθέσουμε επίσης ότι σε μια τέτοια περίπτωση, η κυβέρνηση (όποια είναι τότε) αποφασίζει να πάρει από τους περισσότερο εύπορους (θα μπορεί να τους βρει από τα περιουσιολόγια τους) και να συμπληρώσει όσα λείπουν. Αυτή την αφαίμαξη θα μπορούσε να την “βαφτίσει” π.χ. “έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης”. Ο πειρασμός θα είναι μεγάλος, γιατί εκείνοι που θα ευνοηθούν θα είναι εκατομμύρια, ενώ εκείνοι που θα θιγούν θα είναι λίγοι. Ας μην ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του φόρου εισοδήματος εισπράττεται από 250.000 νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ πάνω από το 50% των Ελλήνων είναι κάτω από το αφορολόγητο όριο. Επομένως, το ισοζύγιο της εκλογικής πελατείας θα είναι άκρως θετικό. Αυτό μπορεί να επαναλαμβάνεται και μάλιστα να προβάλλεται ως πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα, όμως, θα πρόκειται για πράξη απόλυτης καταστροφής ιδίως αυτών που υποτίθεται ότι θα ευνοούνται. Πολύ απλά γιατί, μια τέτοια τακτική θα εξανεμίσει τα ήδη μειωμένα αποθέματα κεφαλαίου, τα οποία π.χ. σε όρους καταθέσεων έγιναν 120 δισ. το 2016 από 250 δισ. το 2009 και συνεχίζουν να μειώνονται λόγω της υπερφορολόγησης και της οικονομικής δυσπραγίας. Αντί λοιπόν, όσα απομείνουν, να χρησιμοποιηθούν είτε με τη μορφή ιδίων κεφαλαίων είτε με τη μορφή δανεικών (μέσω τραπεζών) σε παραγωγικά μέσα (από τα εργαλεία του ελεύθερου επαγγελματία μέχρι τα μηχανήματα και τις εγκαταστάσεις των βιομηχανικών μονάδων), θα καταναλωθούν.
Είναι σαν να έχουμε ένα μπακάλικο και όταν δεν μας αποδίδει όσα χρειαζόμαστε, να αρχίσουμε να καταναλώνουμε τα τρόφιμα από τα ράφια. Σε λίγο δεν θα έχουμε τίποτα να πουλήσουμε και θα κλείσουμε το μπακάλικο.
Η ανάλωση του κεφαλαιακού αποθέματος, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία κεφαλαιακών εισροών από το εξωτερικό, θα περιορίσει ακόμη περισσότερο την ήδη πενιχρή ρευστότητα των επιχειρήσεων, οδηγώντας τες στη συρρίκνωση και την κατάρρευση. Για νέες επενδύσεις ούτε λόγος. Σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον, η ανεργία θα καλπάζει. Ποιοι θα είναι τα μεγάλα θύματα; Όσοι περιμένουν να ζήσουν από δουλειά τους, δηλαδή οι μη έχοντες.
Κι όμως, πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν σήμερα ότι η διανομή της (νόμιμης) περιουσίας των εχόντων αποτελεί προσφορά στους μη έχοντες. Προφανώς γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν τους μηχανισμούς της οικονομίας. Προφανώς γιατί δεν έχουν αντιληφθεί ότι ο μόνος τρόπος να βοηθηθούν οι μη έχοντες είναι η εξάλειψη της ανεργίας μέσω της οικονομικής ανάπτυξης. Αν αυτό επιτευχθεί, θα ακολουθήσει και η διόρθωση των αμοιβών, αρκεί η οικονομία να συνεχίζει τη θετική της πορεία. Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι να υπάρχει το αναγκαίο κεφάλαιο.
Κοιτάξτε τι γίνεται στις ανατολικές χώρες που είχαν κομμουνιστικό καθεστώς παλαιότερα και εντάχθηκαν στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς το 1990. Από τότε, λόγω της έλλειψης κεφαλαιακού αποθέματος και της επιφυλακτικότητας των ξένων κεφαλαιούχων, αγωνίζονται να ορθοποδήσουν και θα αγωνίζονται για πολλά χρόνια ακόμη.
Το κεφάλαιο δημιουργείται πολύ δύσκολα και σε βάθος χρόνου, ενώ ξοδεύεται πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα.
* Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής