Τρίζει το οικοδόμημα των φόρο-ελέγχων με άνοιγμα λογαριασμών
Του Σπύρου Δημητρέλη
Ένα νέο χτύπημα έδωσε η δικαιοσύνη στους φορολογικούς ελέγχους που διενεργούνται κατά κόρον τα τελευταία πέντε χρόνια με βασικό εργαλείο το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών και τη “χρέωση” στους φορολογούμενους ως εισόδημα καταθέσεων που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν και προέρχονται από άγνωστη πηγή.
Πρόκειται για την απόφαση 886 του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία ακυρώθηκαν πρόσθετοι φόροι και πρόστιμα που επιβλήθηκαν σε δικηγόρο στους λογαριασμούς του οποίου εντοπίσθηκαν καταθέσεις ποσών που το άθροισμά τους δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τα εισοδήματα που δήλωσε την περίοδο 2001-2009. Η ελεγκτική αρχή κάνοντας χρήση της νομοθεσίας που θεσπίστηκε το 2010 και μετέφερε το βάρος της απόδειξης για την προέλευση των χρημάτων στον ελεγχόμενο, θεώρησε τα ποσά αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας, τα χαρακτήρισε εισόδημα από άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας για τα οποία δεν είχαν εκδοθεί παραστατικά και επέβαλε πρόσθετους φόρους, προσαυξήσεις και πρόστιμα.
Ωστόσο, στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η όλη λογική του ελέγχου ανατρέπεται και τα πρόστιμα ακυρώθηκαν αφού όπως, έκριναν οι δικαστές, η φορολογική αρχή “πρέπει, ιδίως, να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο (ακόμα και με έμμεσες αποδείξεις), ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας”.
Η απόφαση ουσιαστικά θέτει σε αμφισβήτηση νομοθετική πρόβλεψη του 2010 σύμφωνα με την οποία το βάρος της απόδειξης για την προέλευση των ποσών που εντοπίζονται από τις φορολογικές αρχές φέρει ο ελεγχόμενος και στην περίπτωση που δεν τα δικαιολογήσει τότε τα ποσά θεωρούνται αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας και φορολογούνται ως εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα.
Στην πράξη, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις έμπειρων υπηρεσιακών παραγόντων των ελεγκτικών υπηρεσιών, η απόφαση θα αναγκάσει τον ελεγκτικό μηχανισμό να τεκμηριώνει “ακόμη και με έμμεσες αποδείξεις”, όπως ορίζει η απόφαση, ότι τα χρήματα που δεν δικαιολογούνται αποτελούν εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, οι εκθέσεις ελέγχου θα πρέπει να περιλαμβάνουν και ειδική αναφορά σε στοιχεία τα οποία τεκμηριώνουν, ακόμη και εμμέσως, ότι τα αδικαιολόγητα ποσά αποτελούν εισόδημα που δεν φορολογήθηκε.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση βάζει φραγμό σε αυθαιρεσίες των ελεγκτικών υπηρεσιών που θεωρούσαν -με συνοπτικές διαδικασίες- κάθε ποσό που δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ο ελεγχόμενος ως προϊόν απόκρυψης εισοδήματος.
Οι έλεγχοι με το άνοιγμα λογαριασμών ακόμη και για τη χρήση από το 2000 δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα πρόσφατα και από το εφετείο Αθηνών όπου είχε προσφύγει φορολογούμενη από τον πατέρα της ο οποίος όμως βρισκόταν στη λίστα Λαγκάρντ και τα ποσά που εμφανίστηκε να είχε κατατεθειμένα δεν δικαιολογούνταν από τις φορολογικές του δηλώσεις.
Το δικαστήριο ουσιαστικά έκρινε ότι οι χρήσεις για τις οποίες έγινε ο έλεγχος έχουν παραγραφεί. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης οι οπτικοί δίσκοι με στοιχεία καταθετών δεν μπορούν να αποτελέσουν νέο στοιχείο για την παράταση της παραγραφής, ενώ για να παραταθεί η παραγραφή θα έπρεπε η φορολογική αρχή να είχε ζητήσει τα στοιχεία των καταθέσεων εντός της πενταετίας που είναι το πρώτο χρονικό όριο της παραγραφής (εφόσον υπάρχουν πρόσθετα στοιχεία η παραγραφή παρατείνεται στα 10 έτη).
Η απόφαση αυτή, όπως έγραψε το capital.gr, θα προσβληθεί από το υπουργείο Οικονομικών στο Συμβούλιο της Επικρατείας.