Μισθωτός με άδεια ασθενείας μέχρι 3 μέρες ή μεγαλύτερο διάστημα
Γράφει ο συν-Εργατικός του forologikanea.gr
Σχετική εγκύκλιος ΙΚΑ 68/1992
ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΓΙΑ ΑΝΑΡΡΩΤΙΚΉ ΑΔΕΙΑ ΜΙΣΘΩΤΟΥ ΜΕΧΡΙ 3 ΜΕΡΕΣ
Όταν στον μισθωτό χορηγείται από γιατρό άδεια λόγω ασθενείας μέχρι 3 μέρες, ο μισθωτός δεν επιδοτείται από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Δικαιούται ωστόσο αμοιβής από τον εργοδότη που αντιστοιχεί στο 1/2 του καταβαλλόμενου ημερήσιου μισθού για κάθε μέρα ασθενείας. Επί του ποσού αυτού πολογίζονται και οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές.
Ο μισθωτός οφείλει να αναγγείλει στον εργοδότη με κάθε πρόσφορο τρόπο την απουσία του λόγω ασθενείας και κατά την διάρκεια της αναρρωτικής άδειας ή άμέσως μετά την λήξη της να προσκομίσει στην επιχείρηση το σχετικό δικαιολογητικό του θεράποντα γιατρού.
ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΓΙΑ ΑΝΑΡΡΩΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΜΙΣΘΩΤΟΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΤΩΝ 3 ΗΜΕΡΩΝ
Όταν στον μισθωτό χορηγείται αναρρωτική άδεια για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των 3 ημερών τότε:
α) Αν ο μισθωτός έχει συμπληρώσει χρόνο εργασίας στην επιχείρηση από 10 μέρες έως 1 έτος, τότε θα πρέπει να του καταβάλει ο εργοδότης μισθό μέχρι 13 μέρες (αφού αφαιρεθεί η επιδότηση του ΙΚΑ), αν έχει πλήρη απασχόληση (5ήμερο εβδομαδιαίως και 8ωρο ημερησίως ή 6ήμερο εβδομαδιαίως και 6,40 ώρες ημερησίως).
Αν απασχολείται με μειωμένο ωράριο εργασίας (5ήμερο ή 6ήμερο εβδομαδιαίως) ή απασχολείται εκ περιτροπής (μόνο ορισμένες μέρες την εβδομάδα ή τον μήνα), τότε δικαιαούται αντίστοιχη αναλογία μισθού από τον εργοδότη.
Εφόσον ο μισθωτός είχε συμπληρώσει 140 μέρες εργασίας στο προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή στο προηγούμενο ημερολογιακό 15μηνο αφού αφαιρεθούν τουλάχιστον 2 ημερολογιακοί μήνες πριν την έναρξη της ασθένειας, δικαιούται επιδότησης από το ΙΚΑ, για τόση χρονική διάρκεια, όση προβλέπεται με βάση τις μέρες εργασίας που έχει πραγματοποιήσει συνολικά.
Για τις 3 πρώτες μέρες αναρρωτικής άδειας το ΙΚΑ δεν καταβάλλει επιδότηση, επειδή χαρακτηρίζεται ως χρόνος αναμονής.
Ο εργοδότης καταβάλλει το 1/2 του ημερήσιου μισθού για κάθε μέρα και μέχρι 3.
Για το υπόλοιπο διάστημα ο εργοδότης θα καταβάλει το υπόλοιπο των αποδοχών (αφαιρουμένης της επιδότησης του ΙΚΑ) που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος εφόσον απασχολούταν. Ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να ξεπεράσει για τον εργοδότη τις 13 μέρες (3 + 10), εκτός κι αν προβλέπεται από εσωτερική συμφωνία της επιχείρησης με τους εργαζόμενους σ’ αυτήν.
Στην περίπτωση που ο μισθωτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις επιδότησης από το ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης καταβάλλει για τις 3 πρώτες μέρες το 1/2 των αποδοχών και για τις υπόλοιπες – μέχρι 10 – το σύνολο του ημερήσιου μισθού.
β) Αν ο μισθωτός έχει συμπληρώσει στην επιχείρηση τουλάχιστον 1 εργασιακό έτος, τότε οι προαναφερόμενες υποχρεώσεις του εργοδότη αυξάνονται το ανώτερο σε 25 μέρες ( 3+22 ) κατ’ έτος, εκτός κι αν εσωτερική συμφωνία του εργοδότη προβλέπει ευνοϊκότερο καθεστώς άνω των 25 ημερών.
Σε όλες τις περιπτώσεις οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται στο σύνολο του ποσού που έλαβε ο εργαζόμενος, από το ΙΚΑ και τον εργοδότη. Και αυτό γιατί, ο χρόνος αναρρωτικής άδειας θεωρείται πραγματικός χρόνος ασφάλισης, γιατί δεν υφίσταται λύση της σύμβασης εργασίας.
Κατά τον χρόνο αναρρωτικής άδειας, δεν επιτρέπεται καταγγελία της σύμβασης από μέρους του εργοδότη, παρά μόνο οικειοθελής αποχώρηση του μισθωτού.
Η καταχώριση στην Α.Π.Δ. για τις μέρες ασθενείας, γίνεται με τύπο αποδοχών 08 και με συμπληρωμένα τα πεδία 34 και 35. Εάν όμως ο χρόνος ασθενείας ανάγεται σε δύο ή περισσότερες μισθολογικές περιόδους (συμβαίνει σχεδόν πάντοτε στις περιπτώσεις επιδότησης λόγω μητρότητας), τότε δεν συμπληρώνεται το πεδίο 34 με την ημερομηνία έναρξης της άδειας και το πεδίο 35 με την λήξη της.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί πως, στις περιπτώσεις επιδότησης λόγω μητρότητας (κυοφορίας και λοχείας) ισχύουν οι ίδιες υποχρεώσεις του εργοδότη, σαν να πρόκειται για αναρρωτική άδεια.
ΠΗΓΗ