Η ιδιοκτησία κατοικιών και η ποιότητα στέγασης στις χώρες της Ε.Ε.
Το παρόν άρθρο προσφέρει μια επισκόπηση των τελευταίων στατιστικών για τη στέγαση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EΕ) και της ΕΖΕΣ, με έμφαση στα είδη κατοικιών, στο καθεστώς ιδιοκτησίας (ιδιοκτήτης ή ενοικιαστής ακινήτου), στην ποιότητα της στέγασης και στην οικονομική προσιτότητα.
Η αξιοπρεπής στέγαση, σε προσιτή τιμή και σε ασφαλές περιβάλλον, αποτελεί θεμελιώδη ανάγκη και δικαίωμα. Η ικανοποίηση αυτής της ανάγκης, που μπορεί να μετριάσει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, παραμένει σημαντική πρόκληση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Στοιχεία εξαχθέντα τον Νοεμβρίου 2015.
Κύρια στατιστικά στοιχεία – Είδος κατοικίας
Το 2014, 4 στα 10 άτομα στις χώρες της ΕΕ (EΕ-28) ζούσαν σε διαμερίσματα, λίγο παραπάνω από το ένα τέταρτο (25,6 %) σε κατοικίες με μεσοτοιχία και λίγο παραπάνω από το ένα τρίτο (33,7 %) σε ανεξάρτητες μονοκατοικίες (βλέπε σχήμα 1).
Σχήμα 1: Κατανομή του πληθυσμού ανά είδος κατοικίας, 2014
(% του πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat
Tο ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε διαμερίσματα στα κράτη μέλη της Ε.Ε. ήταν υψηλότερο στην Ισπανία (66,5 %), τη Λετονία (65,1 %) και την Εσθονία (63,8 %· στοιχεία του 2013), ενώ τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων που ζούσαν σε κατοικίες με μεσοτοιχία εμφανίζοντας στις Κάτω Χώρες (61,2 %), το Ηνωμένο Βασίλειο (60,0 %) και την Ιρλανδία (58,3 %· στοιχεία του 2013).
Το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε ανεξάρτητες μονοκατοικίες ήταν το υψηλότερο στην Κροατία (72,6 %), τη Σλοβενία (65,4 %) και την Ουγγαρία (63,0 %). Η Νορβηγία (62,4 %) και η Σερβία (60,5 %· στοιχεία του 2013) ανέφεραν επίσης ότι υψηλά ποσοστά του πληθυσμού τους ζούσαν σε ανεξάρτητες μονοκατοικίες.
Καθεστώς ιδιοκτησίας
Το 2014 πάνω από το ένα τέταρτο (27,1 %) του πληθυσμού της ΕΕ-28 ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία για την οποία υπήρχε δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα, ενώ περισσότερο από τα δύο πέμπτα (43,0 %) του πληθυσμού ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία χωρίς δάνειο ούτε υποθήκη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, 7 στα 10 (70,1 %) άτομα στην ΕΕ-28 ζούσαν σε ιδιόκτητες κατοικίες, ενώ το 19,1 % ζούσε σε κατοικίες με ενοίκιο στην αγοραία τιμή και το 10,8 % με μειωμένο ενοίκιο ή δωρεάν.
Πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ (βλέπε σχήμα 2) ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία το 2014, ποσοστό το οποίο κυμαίνεται από 52,4 % στη Γερμανία έως 96,1 % στη Ρουμανία.
Σχήμα 2: Κατανομή του πληθυσμού ανά καθεστώς ιδιοκτησίας, 2014
(% του πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat
Ως εκ τούτου, σε κανένα από τα κράτη μέλη της ΕΕ δεν καταγράφηκε ποσοστό ενοικιαστών που ήταν υψηλότερο από το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε ιδιόκτητη κατοικία.
Αντίθετα, στην Ελβετία (στοιχεία του 2013), το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε κατοικίες με ενοίκιο ήταν μεγαλύτερο από το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε ιδιόκτητες κατοικίες, δεδομένου ότι περίπου το 56,0 % του πληθυσμού ήταν ενοικιαστές.
Στη Σουηδία (61,3 %) και στις Κάτω Χώρες (59,2 %), πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία για την οποία υπήρχε δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα. Το ίδιο ίσχυε επίσης στη Νορβηγία (65,6 %) και στην Ισλανδία (62,9 %) στοιχεία του 2013).
Το 2014 το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε κατοικίες με ενοίκιο στην αγοραία τιμή ήταν χαμηλότερο από 10,0 % σε 11 κράτη μέλη της ΕΕ (για την Εσθονία στοιχεία του 2013).
Αντίθετα, σχεδόν τα δύο πέμπτα του πληθυσμού στην Γερμανία (39,6 %) ζούσε σε κατοικίες με ενοίκιο στην αγοραία τιμή όπως και σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού στη Δανία (36,6 %), στις Κάτω Χώρες (32,6 %) και στη Σουηδία (30,4 %).
Στην αγοραία τιμή ζούσε επίσης το ένα τέταρτο των κατοίκων της Αυστρίας (27,2 %), και το ένα πέμπτο ή περισσότερο στο Λουξεμβούργο (22,0 %) και στην Ελλάδα (20,0 %).
Το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε σε κατοικίες με ενοίκιο στην αγοραία τιμή ήταν ακόμη υψηλότερο στην Ελβετία, όπου έφθανε το 51,8 % (στοιχεία του 2013).
Το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε σε κατοικία με μειωμένο ενοίκιο ή δωρεάν ήταν μικρότερο του 20,0 % σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Ποιότητα της στέγασης
Μία από τις θεμελιώδεις παραμέτρους για την αξιολόγηση της ποιότητας της στέγασης είναι η διαθεσιμότητα επαρκούς χώρου στην κατοικία.
Tο ποσοστό υπερπληρότητας περιγράφει την αναλογία των ατόμων που ζουν σε υπερπλήρεις κατοικίες, όπως ορίζεται από τον αριθμό των δωματίων που διαθέτει το νοικοκυριό, το μέγεθος του νοικοκυριού, καθώς και τις ηλικίες των μελών του και την οικογενειακή τους κατάσταση.
Το 2014 το 17,1 % του πληθυσμού των κρατών μελών της ΕΕ (ΕΕ-28) ζούσε σε υπερπλήρεις κατοικίες (βλέπε Σχήμα 3)
Σχήμα 3: Ποσοστό υπερπληρότητας, 2014
(% του συγκεκριμένου πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat
Τα υψηλότερα ποσοστά υπερπληρότητας στα κράτη μέλη της ΕΕ καταγράφηκαν στη Ρουμανία (52,3 %), στην Ουγγαρία (44,6 %), στην Πολωνία (44,2 %), στη Βουλγαρία (43,3 %) και στην Κροατία (42,1 %), ενώ ποσοστά μεγαλύτερα από 50 % καταγράφηκαν επίσης στη Σερβία και στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (και στις δύο χώρες στοιχεία του 2013).
Αντίθετα, στο Βέλγιο (2,0 %), στην Κύπρο (2,2 %), στην Ιρλανδία (2,8 %· στοιχεία του 2013), στις Κάτω Χώρες (3,5 %) και στη Μάλτα (4,0 %) καταγράφηκαν τα χαμηλότερα ποσοστά υπερπληρότητας, ενώ επτά άλλα κράτη μέλη της ΕΕ καθώς και η Νορβηγία, η Ελβετία και η Ισλανδία (στοιχεία του 2013 για τις δύο τελευταίες) ανέφεραν όλες ότι ποσοστά κάτω του 10,0 % του πληθυσμού τους αντίστοιχα ζούσαν σε υπερπλήρεις κατοικίες.
Η μεγαλύτερη αύξηση, μεταξύ 2013 και 2014, στο ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε υπερπλήρεις κατοικίες αναφέρθηκε από τη Λετονία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία και το Λουξεμβούργο, των οποίων τα ποσοστά αυξήθηκαν τουλάχιστον κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.
Αντιθέτως, το ποσοστό υπερπληρότητας μειώθηκε σε 15 από τα 26 κράτη μέλη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία (δεν υπάρχουν στοιχεία για την Εσθονία ή την Ιρλανδία).
Οι μειώσεις, μεταξύ 2013 και 2014, ήταν μεγαλύτερες από 1,0 εκατοστιαία μονάδα στην Πορτογαλία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και τη Δανία.
Ανάμεσα στον πληθυσμό που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο φτώχειας (με άλλα λόγια, άτομα που ζουν σε νοικοκυριά όπου το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ανά άτομο ήταν κάτω από 60 % της εθνικής διάμεσης τιμής), το ποσοστό υπερπληρότητας στην EΕ-28 ήταν 30,3 % το 2014, περίπου 13,2 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το ποσοστό για το σύνολο του πληθυσμού.
Τα υψηλότερα ποσοστά υπερπληρότητας μεταξύ του πληθυσμού που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο φτώχειας καταγράφηκαν στην Ουγγαρία (67,4 %), στη Ρουμανία (66,6 %) και στην Πολωνία (62,4 %), ενώ περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας στη Σλοβακία και στη Βουλγαρία ζούσαν επίσης σε υπερπλήρεις κατοικίες.
Το 2013 η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (63,1 %) και η Σερβία (62,3 %) ανέφεραν επίσης υψηλά ποσοστά υπερπληρότητας ανάμεσα στον πληθυσμό που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας.
Στο άλλο άκρο του φάσματος, τα χαμηλότερα ποσοστά διαβίωσης σε υπερπλήρεις κατοικίες όσον αφορά άτομα που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας καταγράφηκαν στην Κύπρο (4,6 %), στην Ιρλανδία (4,9 %) στοιχεία του 2013), στη Μάλτα (8,7 %) και στο Βέλγιο (8,9 %). Αυτά ήταν τα μόνα κράτη μέλη της ΕΕ που ανέφεραν ότι λιγότερα από 1 στα 10 άτομα σε κίνδυνο φτώχειας ζούσαν σε συνθήκες υπερπληρότητας (βλέπε σχήμα 3), αν και το ίδιο ίσχυε και στην Ελβετία (9,5 %· στοιχεία του 2013).
Εκτός από τις υπερπλήρεις κατοικίες, ορισμένες άλλες πτυχές της στέρησης στέγασης – όπως έλλειψη λουτρού ή τουαλέτας, πρόβλημα στεγανότητας στη στέγη της κατοικίας ή κατοικία που θεωρείται πολύ σκοτεινή – λαμβάνονται υπόψη για τη διαμόρφωση ενός πληρέστερου δείκτη για την ποιότητα της στέγασης.
Tο ποσοστό σοβαρής στέρησης στέγασης ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε κατοικία η οποία θεωρείται υπερπλήρης και ταυτόχρονα έχει τουλάχιστον ένα από τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά της στέρησης στέγασης.
Σε όλη τα κράτη μέλη της ΕΕ (ΕΕ-28), το 5,1 % περίπου του πληθυσμού αντιμετώπιζε σοβαρή στέρηση στέγασης το 2014 (βλέπε σχήμα 4).
Σχήμα 4: Σοβαρή στέρηση στέγασης, 2013 και 2014 (1)
(% του πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat
Υπήρχαν πέντε κράτη μέλη της ΕΕ στα οποία πάνω από ένα στα δέκα άτομα αντιμετώπιζαν σοβαρή στέρηση στέγασης το 2014 και το ποσοστό έφτανε το 16,6 % στην Λετονία, το 18,1 % στην Ουγγαρία και κορυφωνόταν στο 21,4% (λίγο πάνω από ένα στα πέντε άτομα) στη Ρουμανία.
Αντιθέτως, λιγότερο από 1,0 % του πληθυσμού στο Βέλγιο, τη Φινλανδία και τις Κάτω Χώρες αντιμετώπιζε σοβαρή στέρηση στέγασης το 2014. Το συνολικό ποσοστό των ατόμων στην ΕΕ-28 που αντιμετώπιζαν σοβαρή στέρηση στέγασης μειώθηκε κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2013 και 2014.
Η μεγαλύτερη αύξηση στο ποσοστό ατόμων που αντιμετωπίζουν σοβαρή στέρηση στέγασης αναφέρθηκε από τη Λιθουανία, με άνοδο 1,0 ποσοστιαίας μονάδας μεταξύ 2013 και 2014. Οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκαν στη Ρουμανία, την Κροατία, την Πολωνία και την Ελλάδα, όπου το ποσοστό της σοβαρής στέρησης στέγασης μειώθηκε κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα.
Οικονομική προσιτότητα στέγασης
Το 2014 εκτιμάται ότι το 11,4 % του πληθυσμού της ΕΕ-28 ζούσε σε νοικοκυριά που δαπανούσαν το 40 % ή και περισσότερο του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση (βλέπε πίνακα 1).
Το ποσοστό του πληθυσμού του οποίου το κόστος στέγασης υπερέβαινε το 40 % του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος ήταν υψηλότερο για μισθωτές με ενοίκιο στην αγοραία τιμή (27,1 %) και χαμηλότερο για άτομα σε ιδιόκτητες κατοικίες χωρίς δάνειο ούτε υποθήκη (6,8 %).
Ο μέσος όρος της ΕΕ-28 συγκαλύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών: στο ένα άκρο, υπήρχαν ορισμένα κράτη μέλη στα οποία σχετικά μικρό ποσοστό του πληθυσμού ζούσε σε νοικοκυριά των οποίων το κόστος στέγασης υπερέβαινε το 40 % του διαθέσιμου εισοδήματός τους, ιδίως, η Μάλτα (1,6 %), η Κύπρος (4,0 %), η Ιρλανδία (4,9 %) στοιχεία του 2013), η Φινλανδία και η Γαλλία (και οι δύο 5,1 %).
Στο άλλο άκρο, λίγο πάνω από δύο στα τρία άτομα (40,7 %) στην Ελλάδα και μόλις λιγότερο από ένα στα έξι στη Γερμανία (15,9 %), τη Δανία (15,6 %) και τις Κάτω Χώρες (15,4 %) δαπανούσαν πάνω από 40 % του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση.
http://taxheaven.gr