Γιατί μπορεί να πούμε “το ψωμί ψωμάκι”, παρά την αύξηση της καλλιέργειας σιτηρών
Του Δημήτρη Αντωνόπουλου
Είχαμε πολλά χρόνια να δούμε στην Ελλάδα τους κάμπους καταπράσινους χειμωνιάτικα! Και που είναι το κακό, θα μου πείτε; Δυστυχώς είναι προμήνυμα εξαιρετικά δυσμενών εξελίξεων. Εδώ και τριάντα χρόνια, οι λεγόμενες δυναμικές, ή ποτιστικές καλλιέργειες, όπως το βαμβάκι, το καλαμπόκι, τα τεύτλα είχαν καταλάβει το σύνολο των αρδευόμενων εκτάσεων, δηλαδή των περισσότερο αξιοποιημένων εκτάσεων της χώρας. Τα εισοδήματα από αυτές τις καλλιέργειες και κυρίως το βαμβάκι, ήταν αυτά που δημιούργησαν το θαύμα της ανάκαμψης της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Δυστυχώς συνοδεύτηκαν από σωρεία παρενεργειών, οι οποίες συνοψίζονται στο περίφημο “όλα τα κιλά – όλα τα λεφτά”. Ας αφήσουμε όμως αυτό το κεφάλαιο κατά μέρους για σήμερα.
Η εγκατάλειψη των δυναμικών αυτών καλλιεργειών και η στροφή προς τα σιτηρά τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, έγινε για δύο βασικά λόγους: πρώτον η οικονομική τους απόδοση μειώθηκε σημαντικά, υπερτερεί πάντως ακόμη αυτής των σιτηρών και δεύτερον, απαιτούν οι δυναμικές καλλιέργειες σημαντικό κεφάλαιο κίνησης -σπόροι, λιπάσματα ηλεκτρικό, μεροκάματα- το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει πιά στην ελληνική γεωργία. Αναλώθηκε για την κάλυψη βιοτικών αναγκών των αγροτών και της πληρωμής φόρων, στοιχείο σχεδόν άγνωστο στους αγρότες μέχρι πέρυσι. Τα σιτηρά, σπέρνονται ακόμη και με σπόρο των ίδιων των καλλιεργητών που έχουν κρατήσει από την προηγούμενη χρονιά, χρειάζονται λίγα λιπάσματα, λίγο νερό και μάλιστα την άνοιξη όπου η άντληση είναι οικονομική και το σημαντικότερο, φέρνουν εισόδημα 3 ή 4 μήνες νωρίτερα από τις αρδευόμενες. Συχνά, δεν απαιτούν ούτε καν το παραδοσιακό όργωμα. Μικρή αναμόχλευση του χώματος και σπορά. Έτσι λοιπόν, μεγάλο μέρος των αγροτών, ήταν φέτος αναγκασμένοι να καλλιεργήσουν σιτηρά, αφού δεν είχαν χρήματα να καλλιεργήσουν κάτι άλλο, αλλά και χρειάζονται τα χρήματα γρηγορότερα. Η κρίση ρευστότητας κτύπησε και την πόρτα της γεωργίας. Οι προσπάθειες των τραπεζών για συμβολαιακή γεωργία, δηλαδή ουσιαστικά για παροχή κεφαλαίου κίνησης, συναντάει όπως φαίνεται σημαντικά εμπόδια.
Το ερώτημα είναι, πώς θα βγάλουν τη χρονιά οι σιτοκαλλιεργητές, αφού τα εισοδήματά τους θα μειωθούν πολύ -ίσως και 20-25% σε σχέση με αυτά που θα έβγαζαν από το βαμβάκι ή το καλαμπόκι. Απλά δεν θα την βγάλουν! Ακούγεται κυνικό και απόλυτο, αλλά όταν μιλάμε με νούμερα, το συναίσθημα περισσεύει. Θα αναγκαστούν να χρεωθούν όχι μόνο για να βγάλουν την καλλιεργητική χρονιά αλλά και τα έξοδα του σπιτιού τους. Και όσοι έχουν οικογένεια που ζει όλη στο χωριό κάτι θα γίνει. Αυτοί που σπουδάζουν παιδιά σε πόλεις ή έχουν άλλες υποχρεώσεις, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα. Για ορισμένους αξεπέραστα.
Με βάση στοιχεία του ΥΠΑΤΤ μια ΜΑΕ (Μονάδα Ανθρώπινης Εργασίας) δηλαδή η έκταση που μπορεί να καλλιεργήσει ένας αγρότης με την περιστασιακή βοήθεια της οικογένειάς του, είναι 857 στρέμματα σιτηρών έναντι 100 στρεμμάτων βαμβάκι και 130 καλαμπόκι και 5 ή 10 για τα περισσότερα κηπευτικά. Δηλαδή οι αρδευόμενες καλλιέργειες απαιτούν τουλάχιστον οκταπλάσια εργασία σε σχέση με αυτή των σιτηρών. Γεωργοί με τέτοιες εκτάσεις σιτηρών, είναι ελάχιστοι στην Ελλάδα, συγκεντρωμένοι κυρίως στην βόρειο και λιγότεροι στην Κεντρική Ελλάδα. Με δεδομένο λοιπόν ότι οι περισσότεροι αγρότες έχουν μικρές εκμεταλλεύσεις, μέρος των οποίων είναι ιδιόκτητες και μέρος ενοικιαζόμενες, η καλλιέργεια 150 ή 200 στρέμματα σιτηρών -σε μια καλή περίπτωση- σημαίνει υποαπασχόληση για τον ίδιο, τα μηχανήματά του και τις άλλες πάγιες επενδύσεις, για τις οποίες έχει αδρά χρηματοδοτηθεί από διάφορα επενδυτικά προγράμματα (είναι διαφορετικά κονδύλια από αυτά που λέμε “επιδοτήσεις” και αφορούν την ενίσχυση του εισοδήματος). Αν όλα πάνε καλά με τη σοδειά, (που με την φετινή ανομβρία πολύ φοβάμαι ότι όχι απλώς δεν θα πάνε καλά αλλά θα πάνε άσχημα) και τα έσοδα φθάσουν τα 100-120 ευρώ ανά στρέμμα, σημαίνει ότι θα υπάρξει ένα μικτό εισόδημα της τάξης των 20-22.000 ευρώ. Από αυτά θα πρέπει να αφαιρεθούν 7-8.000 ευρώ για τα έξοδα καλλιέργειας πάλι σιτηρών την επόμενη χρονιά (τα διπλά χρήματα απαιτούνται για αρδευόμενη καλλιέργεια) και φυσικά θα πρέπει να αφαιρεθούν και τα όποια ενοίκια. Δεδομένου δε ότι οι εισοδηματικής φύσεως επιδοτήσεις μειώθηκαν φέτος τουλάχιστον 15%, κι έπεται συνέχεια μέχρι το 2020, το συνολικό εισόδημα του μέσου αγρότη θα κυμανθεί σε σημαντικά λιγότερα από 20.000 ευρώ (για τους πιο πολλούς μεταξύ 10.000 και 15.000 ευρώ). Αφαιρέστε και τους φόρους και τις εισφορές, αντιλαμβάνεται κανείς ότι με δυσκολία θα τα φέρει βόλτα. Και φυσικά ούτε λόγος για συντήρηση εξοπλισμού, επεκτάσεις ή βελτιώσεις! Ασε κατά μέρος τα απρόοπτα, που στην γεωργία είναι κανόνας. Ετσι όμως, η μέση αγροτική εκμετάλλευση διολισθαίνει σε συνεχώς κατώτερο επίπεδο, σε μια εποχή όπου οι τεχνολογικές, τεχνικές και επιστημονικές εξελίξεις απαιτούν επενδύσεις, βελτιώσεις και επιμόρφωση, στοιχεία τα οποία θα αυξήσουν την παραγωγικότητα του ίδιου και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων του.
Επειδή για τον μέσο γεωργό του παραδείγματός μας όλα αυτά είναι ήδη από πέρυσι απαγορευτικά, σε λίγα χρόνια θα οδηγηθεί σε εγκατάλειψη του επαγγέλματος, κάτι που γίνεται ήδη σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και τι θα κάνει; Αυτό ακριβώς είναι που τους έβγαλε για 40 ημέρες στο δρόμο: η έλλειψη προοπτικής! Λόγω τρόπου και οργάνωσης της ζωής στην ύπαιθρο, μια αγροτική οικογένεια, μπορεί να αντεπεξέλθει σε μια δύσκολη χρονιά. Αντε και σε μια δεύτερη. Αλλά μετά…
Βέβαια δεν είναι όλοι οι αγρότες στην ίδια μοίρα. Πολλοί έχουν στραφεί έγκαιρα σε πιο αποδοτικές καλλιέργειες όπως η δενδροκαλλιέργεια, ή έχουν κάνει επενδύσεις μείωσης του κόστους παραγωγής τους, γεγονός που θα τους εφοδιάσει με περισσότερα εργαλεία να αντιμετωπίσουν την κρίση. Οι καλλιεργητές βιομηχανικής ντομάτας έχουν δημιουργήσει σύγχρονες εκμηχανισμένες εκμεταλλεύσεις ικανές να τα βγάλουν πέρα, εφόσον οι τιμές του προϊόντος σταθούν σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο. Ποιος όμως θα καλύψει το κενό που θα αφήσουν οι αποχωρούντες; Ποιος θα καλλιεργήσει καλαμπόκι να ταΐσουν τα ζώα τους οι κτηνοτρόφοι; Ποιος θα βάλει τεύτλα για να μην είμαστε κατά 100% εξαρτημένοι από τις εισαγωγές σε ένα προϊόν τόσο σημαντικό; Οι υφιστάμενες υγιείς και ανθηρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις, δεν είναι σε θέση να καλύψουν το κενό και να μετεξελιχθούν γρήγορα σε ευρωπαϊκού μεγέθους και οργάνωσης αγροκτήματα. Θέματα που νομίζαμε ότι είχαμε αντιμετωπίσει, όπως αυτό της διατροφικής ασφάλειας και επάρκειας της αγοράς τροφίμων, επανέρχονται στο προσκήνιο.
Θα μου πείτε υπάρχει και το εισαγόμενο καλαμπόκι. Συμφωνώ, αλλά καμία ανεπτυγμένη χώρα δεν βασίζει τη διατροφή του πληθυσμού της σε εισαγόμενα προϊόντα. Κι ας μη το λένε επίσημα. Όλες φροντίζουν να παράγουν εντός της επικράτειάς τους σημαντικό μέρος των αγαθών που χρειάζονται. Ακόμη και η βιομηχανική Κίνα, η οποία λόγω της επέκτασης των πόλεων και άλλων χρήσεων αλλά και της μόλυνσης των εδαφών της, φροντίζει να αγοράζει ή να ελέγχει με διάφορους τρόπους εκτάσεις σε άλλες χώρες για να στέλνει τα προϊόντα στη Μητρόπολη. ‘Οπως τον παλιό καλό καιρό! Μάλιστα ο απόηχος της πολιτικής αυτής έφτασε πριν δυο χρόνια μέχρι την Κωπαιδά, όπου διάφοροι φιλόδοξοι εξαγωγείς ήθελαν να εξάγουν τριφύλλι για ζωοτροφή στην Κίνα! Υπερβολές, οι οποίες όμως βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα.
Πέραν της διατροφικής ασφάλειας, υπάρχει ένα θέμα απαξίωσης τεραστίων επενδύσεων που έχουν γίνει για την καθετοποίηση προϊόντων, όπως στο βαμβάκι – εκκοκκιστήρια, κλωστήρια συναφή επαγγέλματα- ή στη ζάχαρη, ένα θέμα που όμως αποφασίζεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Παρακολούθησα τις αντιδράσεις, αγροτών και αστών, στις τηλεοράσεις, τα κοινωνικά δίκτυα και τις εφημερίδες, τις ημέρες των αγροτικών κινητοποιήσεων. Πολλοί καταφέρθηκαν με δριμύτητα εναντίον των αγροτών για το κλείσιμο των δρόμων. Προσθέτω ότι ακόμη και αυτοί που ήθελαν να πάνε για σκι στον Παρνασσό, έχουν δίκιο να διαμαρτύρονται. Αφήνω κατά μέρος τους οδικούς μεταφορείς οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν περισσότερο. Δεν έχουμε όμως το χρόνο και την πολυτέλεια για να αναλωθούμε τη στιγμή αυτή σε κατανομή ευθυνών, να ερευνήσουμε τι έγιναν οι επιδοτήσεις, που πήγαν τα λεφτά του πακέτου Χατζηγάκη και άλλα πολλά. Τα γεγονότα τρέχουν και σε λίγο τα περιθώρια αντίδρασής μας θα είναι ανύπαρκτα. Σε περιοχές που χάνεται η τεχνογνωσία καλλιέργειας προϊόντων, απαξιώνεται ο εξοπλισμός και η επαφή με την αγορά, δύσκολα, με πολύ κόπο και πολλά έξοδα επανακτάται.
Ας μη μας διαφεύγει δε ότι η ζωή που φτιάξαμε τα τελευταία χρόνια, δεν κινδυνεύει μόνο από τα μνημόνια αλλά και τις κλιματικές αλλαγές. Η φετινή ανομβρία είναι η χειρότερη εδώ και εκατοντάδες χρόνια! Ποιός μας λέει ότι δεν θα συνεχιστεί και του χρόνου;
Υποχώρηση της διατροφικής μας ασφάλειας σε χαμηλά επίπεδα, θα είναι ένα σημαντικό και δυσμενές γεγονός για όλους μας. Η διακύμανση των τιμών βασικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές είναι συχνά μεγάλη. Σκεφθείτε όμως να πέρναγε στην τιμή του ψωμιού ΑΜΕΣΑ, κάθε αύξηση της διεθνούς τιμής στο σιτάρι, επειδή οι Ρώσοι μπήκαν στην Κριμαία ή διότι η ξηρασία στον Καναδά μειώνει τις προβλέψεις παραγωγής για την επόμενη σοδειά ή επειδή τα επενδυτικά κεφάλαια έστησαν πανηγύρι! Τότε θα πούμε το ψωμί -και όχι μόνο- ψωμάκι, να είστε σίγουροι! Η οικονομική κατάσταση των αστικών στρωμάτων δεν επιτρέπει σήμερα, ούτε πιθανότατα στο προσεχές μέλλον, τέτοιου είδους μεταβολές τιμών σε βασικά διατροφικά αγαθά. Και ως γνωστόν, γρήγορα ανεβαίνουν και δύσκολα κατεβαίνουν. Δραματοποιώντας την κατάσταση, ελπίζω να μην καταλήξουμε σαν την Αίγυπτο, έναν από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς σιτηρών στον κόσμο, όπου έχει Υπουργείο Επισιτισμού, με τον εκάστοτε Υπουργό να είναι από τους ισχυρότερους.
Υ.Γ Ο προβληματισμός μου προέκυψε από την αποκάλυψη των σχεδίων της ΕΕ να στείλει φορτηγά με ανθρωπιστική βοήθεια στη χώρα μας, ήδη από την περίοδο της επιβολής των capital controls, πριν δηλαδή τις ραγδαίες εξελίξεις στο προσφυγικό.
* Δημήτρης Αντωνόπουλος – Αγροτοοικονομολόγος Msc – Παραγωγός Κελυφωτού Φιστικιού