Ενδικοφανής προσφυγή: Παταγώδης αποτυχία ή ουσιαστική δικαστική προστασία;

Ενδικοφανής προσφυγή: Παταγώδης αποτυχία ή ουσιαστική δικαστική προστασία;

8 Δεκεμβρίου 2015 Κλείσιμο Από Alexandros

16f-630

Ενδικοφανής προσφυγή: Παταγώδης αποτυχία ή ουσιαστική δικαστική προστασία;
Νένα Π. Διονυσοπούλου
nenadion@icloud.com

Τις τελευταίες μέρες δόθηκαν στη δημοσιότητα από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων τα στατιστικά στοιχεία εργασιών της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών . Η ανάγνωση των στοιχείων αυτών παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον καθώς από την θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής άσκησης δυνάμει του άρθρου 63 του Ν 4174/2013 ενδικοφανούς προσφυγής προ της πρόσβασης στα Διοικητικά Δικαστήρια έως σήμερα, έχουν εκφραστεί έντονες αρνητικές κριτικές ως προς την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα εισαγωγής διαδικασίας ενώπιον διοικητικού οργάνου, αρμοδίου να προβεί σε πλήρη έλεγχο νομιμότητας και επανεκτίμησης των πραγματικών περιστατικών όπως αυτά αποδεικνύονται από την προσβαλλόμενη πράξη και τις συναφείς με αυτή εκθέσεις ελέγχου και λοιπά έγγραφα που αμφισβητούνται από τον προσφεύγοντα και να εκδώσει προς τούτο εκτελεστή απόφαση.

Μελετώντας τα ως άνω στατιστικά στοιχεία, εύκολα κανείς αντιλαμβάνεται ότι:

Α) η ΔΕΕ εξετάζει κατά μέσο όρο το ήμισυ των προσφυγών που εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον της, ανεξάρτητα από τον όγκο υποθέσεων που καλείται να «διεκπεραιώσει» σε μηνιαία βάση,

Β) οι προσφεύγοντες δεν εξαντλούν το σύνολο των δικονομικών μέσων που τους παρέχει ο ν 4174/2013 καθώς το ποσοστό των ενδικοφανών προσφυγών που συνοδεύονται από αίτηση αναστολής ενώ αρχικά κυμαίνονταν στο 25% περίπου , στη συνέχεια υποχώρησε στο 14% κατά μέσο όρο (πιθανολογούμε πως με την πάροδο του χρόνου έλαβε χώρα η νοηματική αποσύνδεση του περιεχομένου και του σκοπού της αιτήσεως αναστολής από τα ασφυκτικά περιθώρια μέσων αναγκαστικής είσπραξης δημοσίων εσόδων).

Γ) ο αριθμός των προσφυγών ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων μετά την ρητή ή σιωπηρή απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής από τη ΔΕΕ είναι μικρότερος του 50%.

Η πρώτη και επιδερμική εκτίμηση στην οποία θα μπορούσε να καταλήξει κάποιος είναι το γεγονός ότι η διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής απέτυχε παταγωδώς καθώς η ΔΕΕ αδυνατεί να εξετάσει τον όγκο των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται. Ωστόσο αυτό θα ήταν παρακινδυνευμένο και σίγουρα επισφαλές ως συμπέρασμα διότι:

– από τον πίνακα που δόθηκε στη δημοσιότητα απουσιάζει ανάλυση ανά είδος φορολογίας. Δηλαδή δεν γνωρίζουμε πόσες από τις ενδικοφανείς προσφυγές αφορούσαν ΦΠΑ, ΚΒΣ/ΚΦΑΣ, ΕΝΦΙΑ, κεφάλαιο ή εισόδημα (πόθεν έσχες) ή αφορούσαν παράλειψη νόμιμης ενέργειας κατόπιν υποβολής σχετικού έγγραφου αιτήματος. Αντίθετα, γίνεται ειδική μνεία στις περιπτώσεις επιδομάτων (και στη συνολική ρητή απόρριψη των σχετικών ενδικοφανών προσφυγών). Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι πρακτικά αδύνατον να αντλήσουμε ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με την βαρύτητα ή προτεραιότητα που δίνει η ΔΕΕ στις υποθέσεις που τελικά εξετάζει. Στο αυτό συμπέρασμα καταλήγουμε ως προς το μη προσδιοριζόμενο τελικά είδος υποθέσεων που καταλήγουν στα Διοικητικά Δικαστήρια,

– δεν δίνονται στη δημοσιότητα ξεχωριστά στοιχεία σχετικά με τα πεπραγμένα της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης η οποία έχει θεσμοθετηθεί από τον Απρίλιο του 2015,

– τον Ιούλιο του 2015 η προθεσμία των 90 ημερών εντός της οποίας η ΔΕΕ όφειλε να αποφανθεί θετικά ή αρνητικά επί των αιτημάτων των προσφυγών αυξήθηκε σε 120 ημέρες (ν 4331/2015 άρθρο 47 παρ. 3).

Στατιστική ανάλυση ως προς την αποτελεσματικότητα ή μη της ως άνω νομοθετικής τροποποίησης απουσιάζει παντελώς από τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα,

– η αυτή έλλειψη στατιστικών στοιχείων παρατηρείται και ως προς την αναστολή της προθεσμίας έκδοσης αποφάσεων για την περίοδο από 1 έως και 31 Αυγούστου κατά την οποία φαινομενικά η ΔΕΕ συνέχισε να εκδίδει αποφάσεις μέσα στα στατιστικά όρια του υπολοίπου έτους (αριθμός υποθέσεων που έγιναν δεκτές, απορρίφθηκαν ή δεν εξετάσθηκαν) αλλά για μικρότερο όγκο υποθέσεων,

– το γεγονός ότι σπάνια γίνονται δεκτές αιτήσεις αναστολής πρέπει να μείνει αυστηρά ασχολίαστο. Δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο των αιτήσεων, πολλώ δε μάλλον το εάν οι φορολογούμενοι πληρούσαν / απέδειξαν ή όχι τα κριτήρια που θέτει ο 4174/2013. Εξ άλλου, τα στατιστικά των Διοικητικών Δικαστηρίων σε αντίστοιχες – φορολογικές – υποθέσεις εκτιμούμε πως κυμαίνονται σε παρόμοια επίπεδα για τους αυτούς λόγους,

– δεν δημοσιοποιείται το εάν έχουν κληθεί προσφεύγοντες ενώπιον της και πόσοι, αναλογικά με τις υποθέσεις που εξέτασε η ΔΕΕ και στις οποίες κατατέθηκαν πρόσθετα στοιχεία,

– δεν γίνεται ρητή αναφορά στον ακριβή αριθμό των υποθέσεων που έγιναν είτε ολικά , είτε εν μέρει δεκτές , είτε εν τέλει αναπέμφθησαν για επανέλεγχο στα αρμόδια όργανα. Ειδικά η τελευταία (υπο)κατηγορία θα παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για συζήτηση και προβληματισμό σε πρακτικό επίπεδο. Αντίθετα, αναφέρεται συνολικό άθροισμα των ανωτέρω περιπτώσεων, γεγονός που καθιστά την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ουσιαστικά αδύνατη,

– δεν διευκρινίζεται ο αριθμός υποθέσεων που δεν εξετάσθηκαν και κατά συνέπεια δεν προσέφυγαν στη συνέχεια στα Διοικητικά Δικαστήρια επειδή οι προσφεύγοντες παραιτήθηκαν του σχετικού δικογράφου προκειμένου να κάνουν χρήση των ευεργετικών διατάξεων του Ν.4321/2015 προκειμένου ν’ απαλλαχθούν από το σύνολο των προσαυξήσεων και συναφών προστίμων . Εκτιμούμε δηλαδή πως η χρήση των αριθμητικών δεδομένων που αφορούν την σιωπηρή απόρριψη των ενδικοφανών προσφυγών την αντίστοιχη χρονική περίοδο ενδέχεται να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα,

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, σε όσους διατείνονται χωρίς δεύτερη σκέψη πως η ενδικοφανής προσφυγή ως διαδικασία είναι αναποτελεσματική καθώς δεν έχει πετύχει στον επιθυμητό βαθμό τους επιδιωκόμενους με την εισαγωγή της σκοπούς δηλαδή

α) τον αυτοέλεγχο της Διοίκησης και τη διόρθωση των πλημμελειών των πράξεων της από την ίδια,

β) την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης μέσω της πληρέστερης, οικονομικότερης και απλούστερης έννομης προστασίας του διοικουμένου,

γ) την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας και

δ) την αποσυμφόρηση από δυσβάσταχτο όγκο υποθέσεων των Διοικητικών Δικαστηρίων με τη λογική αφενός της εξωδικαστικής επίλυσης κι αφετέρου της δημιουργίας εδραίας πεποίθησης στον διοικούμενο αναφορικά είτε με την ορθότητα της εκδοθείσας απόφασής είτε με την έλλειψη πιθανοτήτων ευδοκίμησης τυχόν ενδίκου βοηθήματος ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, θα απαντούσαμε πως:

1) η παρεμπόδιση πρόσβασης του φορολογούμενου στα Διοικητικά Δικαστήρια δεν είναι υπέρμετρη. Το τελευταίο είναι συνάρτηση άλλων παραγόντων που αφορούν κυρίως το ύψος των δικαστικών παραβόλων.

Αντίθετα, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης κατά τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ στις περιπτώσεις που οι ενδικοφανείς προσφυγές απορρίφθηκαν σιωπηρά από την ΔΕΕ, οι δε προσφυγές ενώπιον των αρμοδίων Διοικητικών Δικαστηρίων θα προσδιορισθούν σε πρώτο βαθμό μετά από 4-6 έτη θα μπορούσε δυνητικά να εγείρει ζητήματα αστικής ευθύνης του Δημοσίου εστιάζοντας στην τοκογονία των ταμειακώς βεβαιωμένων κονδυλίων και δη υπό το δυσβάσταχτο καθεστώς που ορίζει πλέον ο Ν 4174/2013. Οφείλουμε να επισημάνουμε πως η Χώρα μας ήδη έχει καταδικασθεί για τέτοια πρακτική — βλ.λ. Υπόθεση Αθανασίου κατά Ελλάδας (αίτηση υπ’ αριθ. 50973/2008)

2) Στα θετικά του θεσμού θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την ταχεία εξέταση σε σχέση με τα Διοικητικά Δικαστήρια των υποθέσεων και την επισήμανση των παθογενειών του ελέγχου που οδηγεί δυνητικά στην αναθεώρηση ερμηνειών του Νόμου.

3) Αντίστοιχες στατιστικές έρευνες στη Γερμανία που πραγματοποιήθηκαν μετά την κατάργηση της ενδικοφανούς προσφυγής (ακόμα και για λόγους εξοικονόμησης δαπανών της Διοίκησης) κατέδειξαν σημαντική αύξηση της ροής υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια με αποτέλεσμα την εκ νέου επιβάρυνση των σχετικών πινακίων και ουσιαστική εκ νέου καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα, η όποια εξοικονόμηση δαπανών έλαβε χώρα εκμηδενίστηκε από την αύξηση των αντίστοιχων δαπανών για τη δικαιοσύνη.

Δε χρειάζεται φυσικά να αναφέρουμε πως στη χώρα μας το αίτημα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών για περεταίρω στελέχωση των Διοικητικών Δικαστηρίων είναι πάγιο και διαρκές.

Κατόπιν των ανωτέρω, πιστεύουμε ακράδαντα πως ενδείκνυται:
– η προσήκουσα συγκρότηση των αρμοδίων οργάνων,
– η αποτελεσματικότερη τήρηση γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου που αφορούν την εκατέρωθεν ακρόαση και την αρχή της προφορικής διαδικασίας σύμφωνα με τα όσα ορίζει ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας
– και κυριότερα η ουσιαστική επανεξέταση του συνόλου των υποθέσεων που φέρονται προς συζήτηση ενώπιόν της ΔΕΕ.

Κριτήριο για την θωράκιση της διαδικασίας θα πρέπει να παραμείνει αυστηρά η ευέλικτη και αποτελεσματική (εξωδικαστική) επίλυση της διαφοράς που αποσκοπεί στην ενίσχυση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη Διοίκηση γενικότερα και ειδικότερα.

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο θεσμός της ενδικοφανούς προσφυγής για τις διαφορές που αναφύονται από τις διατάξεις του Ν 4174/2013 είναι νέος και εξελίσσεται. Τα ασφυκτικά αρχικά χρονικά περιθώρια εξέτασης των εξήντα ημερών διευρύνθηκαν, είναι πλέον 120 ημέρες. Η συζήτηση σε θεωρητικό επίπεδο θεωρείται ήδη πεπερασμένη, το δε Συμβούλιο της Επικρατείας έχει προ πολλού σαφώς προσδιορίσει το ελάχιστο νομικό περίβλημα στα πλαίσια της διαδικασίας της ενδικοφανούς προσφυγής (εν γένει) αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τόσο της Διοίκησης και όσο και των προσφευγόντων .

Η συζήτηση που ευελπιστούμε να ξεκινήσει σύντομα θα πρέπει να εστιάσει σε πρακτικά θέματα βελτίωσης αν όχι μεγιστοποίησης του θετικού αποτελέσματος και αφορούν κυρίως στην ανεύρεση τρόπων ουσιαστικής εξέτασης μεγαλύτερου αριθμού υποθέσεων (ενδικοφανών προσφυγών και αιτήσεων αναστολής) καθώς η ΔΕΕ οφείλει ν’ αποτελεί ανάχωμα στην άσκηση επιπόλαιων, καταχρηστικών και οικονομικά δυσβάσταχτων για το μέσο Έλληνα φορολογούμενο προσφυγών στα Διοικητικά Δικαστήρια προσφέροντας ταυτόχρονα ουσιαστική δικαστική προστασία.

http://www.taxheaven.gr