Δανεισμός εργαζομένου – Υποχρεώσεις αρχικού εργοδότη σε περίπτωση δανεισμού
Άρειος Πάγος 1160/2015
Δανεισμός εργαζομένου – Υποχρεώσεις αρχικού εργοδότη σε περίπτωση δανεισμού – Ο αρχικός αυτός εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης του μισθωτού από παροχή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης στο νέο εργοδότη (προς ον η παραχώρηση)
Περίληψη
Κατά την έννοια του άρθρου 648 παρ.1 ΑΚ, εργοδότης στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφ’ ενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνημένης εργασίας και αφ’ ετέρου υποχρεούται να πληρώσει προς αυτόν το συμφωνημένο μισθό. Συνήθως, εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και που εποπτεύει την τήρηση των όρων, υπό τους οποίους τελεί η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου.
Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε ή ασκούνται από πλείονα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το εάν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή εάν εργοδότης είναι μόνον ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί (ΑΠ 805/2011).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 651 του ΑΚ, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης θα παραχωρήσει με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου τον μισθωτό σε τρίτον, προς τον οποίο αυτός θα παρέχει την εργασία του. Εργοδότης παραμένει, με όλες τις συναφείς υποχρεώσεις, ο αρχικός, ενώ είναι δυνατή συμφωνία ότι ο τρίτος θα καταβάλλει το μισθό ή μέρος του χωρίς όρους ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο θεσμός αυτός του γνήσιου “δανεισμού” δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 651 AK, όπου κατά κανόνα στη σύμβαση εργασίας η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του μισθωτού είναι αμεταβίβαστη, διότι από το συνδυασμό όλων των πιο πάνω αναφερόμενων διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι αυτή η συμφωνία είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός.
Μόνος υπόχρεος δε στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν υπάρξει ειδική συμφωνία. Αντίθετα, ο αρχικός αυτός εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης του μισθωτού από παροχή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης στο νέο εργοδότη (προς ον η παραχώρηση), διότι η παροχή της παράνομης αυτής εργασίας δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις του μισθωτού που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας έναντι του εργοδότη του, αλλά στις ιδιαίτερες σχέσεις του εργαζομένου με το νέο εργοδότη, εκτός αν ειδικώς προβλέφθηκε να επιβαρύνεται ο αρχικός εργοδότης για την περίπτωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης.
Τέλος, η συναίνεση του εργαζομένου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή από τη συμπεριφορά του, π.χ. όταν ο εργαζόμενος προσέρχεται και προσφέρει την εργασία του στον τρίτο.
Η σύμβαση δανεισμού δεν επηρεάζει τη σύμβαση εργασίας. Το διευθυντικό δικαίωμα που ανήκει στον τρίτο δεν επιτρέπεται να προσκρούει στη σύμβαση εργασίας που έχει συναφθεί με τον αρχικό εργοδότη.
Ο αρχικός εργοδότης βαρύνεται κατά βάση με όλες τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας π.χ. καταβολή μισθού, αδείας, επιδόματος, ασφαλιστικές εισφορές κλπ, ενώ οι όροι της σύμβασης εργασίας που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένου και αρχικού εργοδότη δεσμεύουν και τον τρίτο, ο οποίος δεν επιτρέπεται να επιφέρει μονομερή βλαπτική μεταβολή. Επίσης, σε καταγγελία της σύμβασης δικαιούται να προβεί μόνον ο αρχικός εργοδότης και, τέλος, υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση, αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισμού, δεσμεύουν μόνον τον τρίτο και τον εργαζόμενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία.
ΑΠ 1160/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χριστόφορο Κοσμίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Γιαννούλη), Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Γεώργιο Αναστασάκο και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημά του, την 26η Μαϊου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: ΝΠΙΔ με την επωνυμία “……………………………..” νομίμως εκπροσωπούμενου, που εδρεύει στην Πάτρα, ως διαδόχου του πρώην ΝΠΙΔ με την επωνυμία “………………………………….”, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αναστασίας Ασπρίδη και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. Γ. Μ. του Α., 2. Μ. Κ. του Θ., κατοίκων …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Αντωνίου και κατέθεσαν προτάσεις.
02:26 AM 07/12/2015
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-12-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 728/2006 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 283/2014 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης, ζήτησε το ήδη αναιρεσείον με την από 22-8-2014 αίτησή του, την οποία επανέφερε προς συζήτηση μετά από ματαίωση με την από 3-2-2015 κλήση του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου, ανέγνωσε την από 12-5-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγείται να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, για το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως πρέπει, κατά το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, ο ισχυρισμός επί του οποίου αυτός στηρίζεται, έστω και αν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, να έχει προταθεί νομίμως ενώπιον αυτού και να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο της σχετικής προτάσεως, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο Δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Και στις περιπτώσεις αυτές, όμως, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται, να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 15/2000).
Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός, που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως, είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Συνεπώς, αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και ο αναιρεσείων είναι ο εκκαλών, που είχε ηττηθεί πρωτοδίκως, για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης, πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός, στον οποίο στηρίζεται ο λόγος αναίρεσης, είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα στο εφετείο με λόγο της έφεσής του ή ότι συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προαναφερθείσες (ΑΠ 6/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως και κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι το ως εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις που διέπουν την παθητική νομιμοποίηση αυτής, με το να δεχθεί ότι η “Κοινωφελής Δημοτική Επιχείρηση Πατρών (ΚΔΕΠ)”, της οποίας η αναιρεσείουσα είναι, πράγματι, καθολικός διάδοχος λόγω συγχωνεύσεως, υπήρξε [η ΚΔΕΠ] καθολικός διάδοχος της αρχικώς εναγομένης “Αναπτυξιακής Δημοτικής Επιχείρησης Πάτρας (ΑΔΕΠ)”, πράγμα το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, είναι αναληθές. Παρατηρείται, όμως, ότι στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, στον οποίο στηρίζεται, προτάθηκε από αυτήν νομίμως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Και εν προκειμένω, βέβαια, η προβολή δεν θα μπορούσε να έχει γίνει με λόγο της έφεσης, αφού η έφεση είχε ασκηθεί από την ΑΔΕΠ, όταν εκείνη εξακολουθούσε να υφίσταται, πλην, όμως, η αναιρεσείουσα, που παρέστη, πολύ αργότερα, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και θεωρήθηκε ως “νομίμως υπεισελθούσα στη θέση της αρχικώς εκκαλούσας ΑΔΕΠ” (όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης), ουδόλως επικαλείται ότι κατά τη συζήτηση της εφέσεως αμφισβήτησε με νόμιμο και ορισμένο τρόπο την παθητική της νομιμοποίηση ή ότι συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι προεχόντως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του.
2. Επειδή, ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων (π.δ. 410/1995, ΦΕΚ Α’ 231), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του κρισίμου χρόνου (2002-2005), ορίζει στο άρθρο 277 ότι “1. Οι δήμοι […] μπορούν να συνιστούν δικές τους επιχειρήσεις ή να μετέχουν σε επιχειρήσεις που συνιστούν μαζί με άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα ή σε επιχειρήσεις που ήδη υπάρχουν: α) για την εκτέλεση έργων που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού, καθώς και για την οικονομική εκμετάλλευση των έργων αυτών, β) για την παραγωγή αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού, γ) την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που έχουν σκοπό την πραγματοποίηση εσόδων […]. 5. Οι παραπάνω δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από αυτόν το νόμο […]. 7. Η ευθύνη δήμου ή κοινότητας, που συνιστά ή συμμετέχει σε επιχείρηση του άρθρου 285, περιορίζεται στη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο της επιχείρησης”, στο άρθρο 280 παρ.1 ότι “1. Η διαχείριση των επιχειρήσεων γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική ή κοινοτική διαχείριση”, στο άρθρο 281 παρ.1 ότι “Η ταμειακή υπηρεσία των επιχειρήσεων είναι ανεξάρτητη από τη δημοτική ή την κοινοτική”, στο άρθρο 283 παρ.3 ότι “Το προσωπικό των επιχειρήσεων συνδέεται με αυτές με σχέση ιδιωτικού δικαίου” και στο άρθρο 287 ότι “1. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 277 έως 285 […]. 2. Κατά τα λοιπά στις επιχειρήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 277-285 εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της αστικής και εμπορικής νομοθεσίας” (βλ. και διατάξεις των άρθρων 252 επ. του μεταγενέστερου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων ν. 3463/2006).
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι προαναφερόμενες δημοτικές επιχειρήσεις δεν αποτελούν ΝΠΔΔ ούτε, ειδικότερα, Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), αλλά συνιστούν αυτοτελείς έναντι των ΟΤΑ επιχειρήσεις και λειτουργούν υπό τη μορφή ΝΠΙΔ, η δε ευθύνη του αντίστοιχου ΟΤΑ για τη σύσταση ή συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση περιορίζεται στη συμμετοχή του μόνο στο κεφάλαιο της επιχειρήσεως, η οποία μπορεί να αξιώσει την καταβολή της εισφοράς του, χωρίς περαιτέρω ευθύνη τρίτων.
Συνεπώς, εργοδότης των μισθωτών, που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε τέτοιες επιχειρήσεις, είναι η επιχείρηση και κατ’ αυτής γεννάται αξίωση καταβολής των αποδοχών τους και όχι οι ΟΤΑ που τις συνέστησαν ή συμμετέχουν σ’ αυτές (ΑΠ 1009/2001). Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 648 παρ.1 ΑΚ, εργοδότης στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφ’ ενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνημένης εργασίας και αφ’ ετέρου υποχρεούται να πληρώσει προς αυτόν το συμφωνημένο μισθό. Συνήθως, εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και που εποπτεύει την τήρηση των όρων, υπό τους οποίους τελεί η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου.
Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε ή ασκούνται από πλείονα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το εάν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή εάν εργοδότης είναι μόνον ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί (ΑΠ 805/2011).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 651 του ΑΚ, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης θα παραχωρήσει με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου τον μισθωτό σε τρίτον, προς τον οποίο αυτός θα παρέχει την εργασία του. Εργοδότης παραμένει, με όλες τις συναφείς υποχρεώσεις, ο αρχικός, ενώ είναι δυνατή συμφωνία ότι ο τρίτος θα καταβάλλει το μισθό ή μέρος του χωρίς όρους ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο θεσμός αυτός του γνήσιου “δανεισμού” δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 651 AK, όπου κατά κανόνα στη σύμβαση εργασίας η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του μισθωτού είναι αμεταβίβαστη, διότι από το συνδυασμό όλων των πιο πάνω αναφερόμενων διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι αυτή η συμφωνία είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός.
Μόνος υπόχρεος δε στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν υπάρξει ειδική συμφωνία. Αντίθετα, ο αρχικός αυτός εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης του μισθωτού από παροχή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης στο νέο εργοδότη (προς ον η παραχώρηση), διότι η παροχή της παράνομης αυτής εργασίας δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις του μισθωτού που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας έναντι του εργοδότη του, αλλά στις ιδιαίτερες σχέσεις του εργαζομένου με το νέο εργοδότη, εκτός αν ειδικώς προβλέφθηκε να επιβαρύνεται ο αρχικός εργοδότης για την περίπτωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης.
Τέλος, η συναίνεση του εργαζομένου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή από τη συμπεριφορά του, π.χ. όταν ο εργαζόμενος προσέρχεται και προσφέρει την εργασία του στον τρίτο.
Η σύμβαση δανεισμού δεν επηρεάζει τη σύμβαση εργασίας. Το διευθυντικό δικαίωμα που ανήκει στον τρίτο δεν επιτρέπεται να προσκρούει στη σύμβαση εργασίας που έχει συναφθεί με τον αρχικό εργοδότη.
Ο αρχικός εργοδότης βαρύνεται κατά βάση με όλες τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας π.χ. καταβολή μισθού, αδείας, επιδόματος, ασφαλιστικές εισφορές κλπ, ενώ οι όροι της σύμβασης εργασίας που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένου και αρχικού εργοδότη δεσμεύουν και τον τρίτο, ο οποίος δεν επιτρέπεται να επιφέρει μονομερή βλαπτική μεταβολή. Επίσης, σε καταγγελία της σύμβασης δικαιούται να προβεί μόνον ο αρχικός εργοδότης και, τέλος, υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση, αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισμού, δεσμεύουν μόνον τον τρίτο και τον εργαζόμενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία. Περαιτέρω, όπως συνάγεται από το άρθρο 216 παρ.1 περ. α’ ΚΠολΔ, νομιμοποίηση των διαδίκων είναι η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, καθοριζόμενη κατά κανόνα ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της από το ουσιαστικό δίκαιο, με συνέπεια η από το επιλαμβανόμενο αγωγής δικαστήριο εσφαλμένη κρίση ως προς τη νομιμοποίηση ή μη του ενάγοντος ή του εναγομένου να προϋποθέτει την από το ίδιο δικαστήριο παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 18/2005).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πολυμελών Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.
3. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών, που δίκασε ως εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι οι ενάγοντες, εφεσίβλητοι και ήδη αναιρεσίβλητοι προσλήφθηκαν από το αρχικά εναγόμενο ΝΠΙΔ με την επωνυμία “Αναπτυξιακή Δημοτική Επιχείρηση Πάτρας (ΑΔΕΠ)”, που είχε συσταθεί νομίμως με τη μορφή της αμιγούς δημοτικής επιχείρησης, διεπομένης από τις διατάξεις των άρθρων 277 – 284 του π.δ. 410/1995 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, όπως ίσχυε τότε) και λειτούργησε, μέχρι τη λύση του, που έλαβε χώρα μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής, στο πλαίσιο εξυπηρέτησης των σκοπών του Δήμου Πατρέων. Ότι, ειδικότερα, προσλήφθηκαν ο πρώτος την 18-01-2002 και ο δεύτερος την 11-03-2002, με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στην Πάτρα, για να προσφέρουν την εργασία τους ως εργάτες στο ανωτέρω νομικό πρόσωπο, στο πλαίσιο του επιδοτούμενου, για χρονικό διάστημα δύο ετών, προγράμματος για εργασία ανέργων, που είχαν προκύψει από το κλείσιμο του εργοστασίου “Χ. Γ. Κ. ΑΕ” στην … . Ότι το εναγόμενο ΝΠΙΔ, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθαν, διαδοχικά, το ΝΠΙΔ με την επωνυμία “Κοινωφελής Δημοτική Επιχείρηση Πατρών (ΚΔΕΠ)” και το παριστάμενο στην παρούσα δίκη ΝΠΙΔ με την επωνυμία “Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Πατρέων – Καρναβάλι Πάτρας (ΚΕΔΗΠ)”, τους απασχόλησε μέχρι την 31-08-2005 τον πρώτο και μέχρι την 11-02-2005 το δεύτερο, οπότε και συμπλήρωσαν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής τους και έτσι λύθηκε για τον καθένα τους η σύμβαση εργασίας. Ότι οι αποδοχές τους, κατά το διάστημα της απασχόλησης τους, προβλέπονταν από τις εκάστοτε ΣΣΕ ή ΔΑ, που αφορούν τους εργαζομένους στους ΟΤΑ, καθώς ήταν μέλη του σωματείου εργαζομένων στην ΑΔΕΠ (αρχικά εναγόμενο ΝΠΙΔ) και του σωματείου εργαζομένων στο Δήμο Πατρέων, τα οποία ανήκουν στην ΠΟΕ-ΟΤΑ. Ότι οι συσταθείσες από τους ΟΤΑ δημοτικές επιχειρήσεις εντάσσονται στην έννοια των “οργανισμών” που εξαρτώνται από τους Δήμους, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 των ΣΣΕ που αφορούν στους όρους της αμοιβής των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στους ΟΤΑ. Ότι οι ενάγοντες, περί τους τρεις μήνες μετά την πρόσληψή τους στην προρρηθείσα δημοτική επιχείρηση, απασχολήθηκαν, ύστερα από σχετική συμφωνία δανεισμού της εργασίας αυτών, στην υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου Πατρέων, συναινώντας σιωπηρά, με την παροχή της εργασίας τους εκεί, και συγκεκριμένα στην αποκομιδή των απορριμμάτων (συλλογή απορριμμάτων με τη σκούπα και εναπόθεση στους κάδους ή ακολουθούντες τα απορριμματοφόρα αυτοκίνητα – σάρωθρα). Ότι για την εργασία, που αυτοί προσέφεραν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, δεν τους καταβλήθηκαν από την εργοδότριά τους και υπόχρεη προς τούτο, παρά το δανεισμό, οι αποδοχές που αναλογούν: α) στο επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, παρόλο που η εργασία τους έχει χαρακτηριστεί ως ανθυγιεινή από το νόμο (ΣΣΕ και υπουργικές αποφάσεις) και β) σε ορισμένες παροχές σε είδος, που αναφέρονται παρακάτω, οι οποίες χορηγούνται σε εργασία της ως άνω μορφής. Ότι οι ΣΣΕ, που ρυθμίζουν τις πιο πάνω αξιώσεις των εφεσίβλητων κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, από 01-04-2002 μέχρι 31-08-2005 για τον πρώτο και από 01-06-2002 μέχρι 11-02-2005 για το δεύτερο, είναι αυτές που έγιναν για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου των ΟΤΑ (ΠΟΕ-ΟΤΑ) και συγκεκριμένα: α) για το έτος 2002, η από 18-07-2002 ΣΣΕ (πράξη καταθέσεως 82/22-07-2002), η οποία προσδιορίζει ποσό 3,87 ευρώ ημερησίως, β) για το έτος 2003, η από 04-07-2003 ΣΣΕ (πράξη καταθέσεως 46/04-07-2003), η οποία προσδιορίζει ποσό 5,27 ευρώ ημερησίως, γ) για το έτος 2004, η από 23-07-2004 ΣΣΕ (πράξη καταθέσεως 71/26-7-2004), η οποία προσδιορίζει ποσό 5,28 ευρώ ημερησίως, δ) για το έτος 2005, η από 31-8-2005 ΣΣΕ (πράξη καταθέσεως 94/1-9-2005), η οποία προσδιορίζει ποσό 5,28 ευρώ ημερησίως και ε) για το έτος 2006, η από 5-10-2006 ΣΣΕ (πράξη καταθέσεως 126/6-10-2006), η οποία προσδιορίζει ποσό 5,28 ευρώ ημερησίως [υπονοείται, πάντοτε, για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας]. Ότι η καταβολή του ποσού για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας προβλέπεται με βάση τις ως άνω ΣΣΕ (άρθρο 3 κεφ. Δ περ.3 καθεμιάς τούτων) για τους απασχολούμενους στην αποκομιδή απορριμμάτων (συλλογή, φόρτωση, διάθεση), στη συντήρηση αυτοκινήτων απορριμμάτων, στην ταφή ή εκταφή νεκρών, καθώς και στους εργατοτεχνίτες αποχέτευσης. Ότι με βάση αυτές, η αρχική εργοδότρια επιχείρηση των εναγόντων έπρεπε να καταβάλει στον πρώτο εξ αυτών, α) για το έτος 2002, το ποσό των 1.386,50 ευρώ, β) για το έτος 2003, το ποσό των 2.404,13 ευρώ, γ) για το έτος 2004, το ποσό των 2.408,19 ευρώ και δ) για το έτος 2005, το ποσό των 1.239,13 ευρώ. Ότι, αντίστοιχα, έπρεπε να καταβάλει στο δεύτερο εξ αυτών, α) για το έτος 2002, το ποσό των 962 ευρώ, β) για το έτος 2003, το ποσό των 2.426,11 ευρώ, γ) για το έτος 2004, το ποσό των 2.439,66 ευρώ και δ) για το έτος 2005, το ποσό των 281,16 ευρώ. Ότι συνολικά, ο πρώτος ενάγων δικαιούται για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 7.438,00 ευρώ (1.386,50 + 2.404,13 + 2.408,19 + 1.239,13 ευρώ) και ο δεύτερος το ποσό των 6.127,00 ευρώ (962,00 + 2.426,21 + 2.439,66 + 299,15 ευρώ). Ότι σύμφωνα με το άρθρο 10 της κάθε μίας από τις πιο πάνω ΣΣΕ, στους εργαζόμενους χορηγούνται ετήσια σε δύο περιόδους (χειμερινή – θερινή) τα παρακάτω είδη, ενώ, σε περίπτωση που δεν χορηγηθούν τα είδη αυτά, καταβάλλεται η αξία τους σε χρήμα, στην τρέχουσα τιμή και υπολογίζεται στις αποδοχές σύμφωνα με την 19/1983 ΔΔΔΑ Αθηνών. Ότι τα είδη αυτά είναι τα εξής: Χειμερινά: 1) δύο (2) παντελόνια μάλλινα, 2) δύο (2) πουλόβερ μάλλινα βάρους 500 γραμ., 3) δύο (2) ζεύγη γάντια από χοιρινό δέρμα με εσωτερική επένδυση φανέλα, 4) ένα (1) ζευγάρι μποτάκια δερμάτινα αδιάβροχα με σόλα από κρεπ ή λάστιχο, 5) ένα (1) πηλίκιο από ύφασμα ή ψάθα. Θερινά: 1) δύο (2) παντελόνια βαμβακερά ή τζίν, 2) δύο (2) πουκάμισα βαμβακερά 100%, 3) ένα (1) ζευγάρι σκαρπίνια δερμάτινα αδιάβροχα με σόλα ραφτή, 4) ένα (1) πηλίκιο από ύφασμα ή ψάθα, 5) τρία (3) προσόψια το χρόνο διαστάσεων 0,90 Χ 0,55 υδρόφιλο βαμβακερό 100% και επί πλέον ένα (1) σακάκι δερμάτινο από μοσχάρι ή κατσίκι, ανά τριετία αρχής γενομένης στην αρχή της 3ετίας, με αρχή της 1ης τριετίας την ημερομηνία διορισμού, δώδεκα (12) κιλά σαπούνι Α’ ποιότητας ή υγρό σαπούνι το χρόνο και ένα (1) λίτρο γάλα φρέσκο ή μακράς διάρκειας ή τύπου εβαπορέ ίσης ποσότητας την ημέρα. Ότι, κατά το έτος 2002, το αρχικά εναγόμενο χορήγησε στους ενάγοντες τα ως άνω είδη, πλην όμως κατά τα επόμενα έτη δεν τήρησε την υποχρέωση αυτή. Ότι λόγω μη χορήγησης των ως άνω ειδών κατά τα έτη 2003 έως 2005 οι ενάγοντες δικαιούνται την αξία τους σε χρήμα, όπως ορίζει η σχετική κάθε φορά ΣΣΕ και, ειδικότερα (σύμφωνα με τους αναλυτικούς υπολογισμούς που περιλαμβάνονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να αμφισβητούνται ειδικά από την αναιρεσείουσα), για το έτος 2003 ο πρώτος ενάγων δικαιούται το ποσό των 826,20 ευρώ και ο δεύτερος το ποσό των 831,00 ευρώ, για το έτος 2004 ο πρώτος ενάγων δικαιούται το ποσό των 917,50 ευρώ και ο δεύτερος το ποσό των 992,50 ευρώ και για το έτος 2005 ο πρώτος ενάγων, που πραγματοποίησε 171 ημερομίσθια, δικαιούται το ποσό των 213,75 ευρώ και ο δεύτερος, που πραγματοποίησε 53 ημερομίσθια, δικαιούται το ποσό των 66,25 ευρώ. Ότι, ως εκ τούτου, λόγω της μη χορήγησης των ανωτέρω ειδών για τα έτη 2003, 2004 και 2005, οφείλεται συνολικά στον πρώτο εφεσίβλητο ποσό 2.931,45 ευρώ και στο δεύτερο ποσό 2.627,75 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως εφετείο, α) δέχθηκε ότι νομιμοποιείται παθητικά το αρχικά εναγόμενο ΝΠΙΔ, με την επωνυμία “Αναπτυξιακή Δημοτική Επιχείρηση Πάτρας (ΑΔΕΠ)”, για το λόγο ότι εργοδότης των αναιρεσίβλητων υπήρξε κατά το ένδικο χρονικό διάστημα αυτό το ίδιο και όχι ο Δήμος Πατρέων, στον οποίο οι τελευταίοι προσέφεραν την εργασία τους ως εργάτες καθαριότητας υπό καθεστώς δανεισμού εργασίας και απέρριψε το λόγο έφεσης του αναιρεσείοντος για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεώς του, ως κατ’ ουσία αβάσιμο και β) έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι ουσιαστικά βάσιμη και για τους δύο ενάγοντες – εφεσίβλητους και ήδη αναιρεσίβλητους και υποχρέωσε το ΝΠΙΔ με την επωνυμία “Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Πατρέων – Καρναβάλι Πάτρας (ΚΕΔΗΠ)”, που υπεισήλθε (μετά την παρεμβολή της ΚΔΕΠ) στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της εκκαλούσας ΑΔΕΠ να καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 10.370,00 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.755,00 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 651 και 361 ΑΚ, 277, 280, 283, 285 και 287 του π.δ. 410/1995, του ν. 2685/1999, των ΣΣΕ από 18-07-2002, από 04-07-2003, από 23-07-2004 και από 31-08-2005, της 19/1983 ΔΔΔΑ και των υπουργικών αποφάσεων 2/311607/0022/17-6-2002, 2/6771/ 0022/5-2-2004, 2/35576/0022/13-7-2005 και 2/50025/0022/3-10-2006.
Συνεπώς, οι δεύτερος, τρίτος, κατά ένα μέρος, τέταρτος και πέμπτος, κατά το πρώτο μέρος, λόγοι αναιρέσεως, ενιαία κρινόμενοι, από το άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
4. Επειδή, με τον τρίτο, κατά ένα μέρος, λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι οι επίδικες συμβάσεις εργασίας των εναγόντων δεν είναι έγκυρες, γιατί παραβιάσθηκαν οι διατάξεις
α) του άρθρου 41 ν.δ. 496/1974 που ορίζουν κάθε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου καταρτιζόμενη με Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ με εργαζόμενο γίνεται υποχρεωτικά με έγγραφο, σε συνδυασμό με το άρθρο 258 του ν. 3463/2006,
β) των ν. 2190/1994 και 2527/1997, που ορίζουν ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου καταρτιζόμενες με Κοινωφελείς Δημοτικές Επιχειρήσεις γίνονται υποχρεωτικά με έγγραφο και ως εκ τούτου η έλλειψη του εγγράφου τύπου καθιστά άκυρες τις συμβάσεις εργασίας, σύμφωνα με τη διάταξη άρθρου 159 ΑΚ και
γ) του άρθρου 103 παρ.8 εδ. α’ και γ’ του Συντάγματος, οι οποίες αφορούν τους όρους και τη διάρκεια σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο δημόσιο τομέα και απαγορεύουν μονιμοποίηση και μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου κλπ και, επομένως, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη από την προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο εξεταζόμενος λόγος είναι προεχόντως απαράδεκτος, ως αόριστος, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο σχετικός ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, στον οποίο στηρίζεται, είχε προταθεί νομίμως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή με λόγο της έφεσής της ή ότι συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ.
5. Επειδή, με τον πέμπτο, κατά το δεύτερο μέρος, λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι οι ένδικες αξιώσεις των εναγόντων για καταβολή σε χρήμα της αξίας των παροχών σε είδος δεν είναι νόμιμες, διότι έχουν καταργηθεί το 2006 και, επομένως, δεν έπρεπε να γίνουν δεκτές από την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο εξεταζόμενος λόγος είναι προεχόντως απαράδεκτος, ως αόριστος, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο σχετικός ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, στον οποίο στηρίζεται, είχε προταθεί νομίμως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή με λόγο της έφεσής της ή ότι συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ.
6. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, σύμφωνα με το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-8-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 283/ 2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 2α Ιουλίου 2015. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Σεπτεμβρίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.taxheaven.gr