Σύμβαση έργου και εργατικό ατύχημα

Σύμβαση έργου και εργατικό ατύχημα

4 Δεκεμβρίου 2015 Κλείσιμο Από Alexandros

safety-job

Άρειος Πάγος 1133/2015
Σύμβαση έργου και εργατικό ατύχημα
Περίληψη
Ο ενάγων δεν συνδεόταν, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα ο τραυματισμός του, με τους εναγομένους, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά αντίθετα η συνδέουσα αυτούς σχέση είχε τον χαρακτήρα της συμβάσεως έργου.
Και ότι, συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εργατικό ατύχημα, αφού και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν, προεχόντως, στην επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, και όχι στην εργασία που θα παρείχε ο ενάγων για την πραγμάτωση του αποτελέσματος αυτού, με συμμόρφωση σε οδηγίες ή στο πλαίσιο ελέγχου του εργοδότη.

Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (ΕισΝΑΚ 38), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.

Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.

Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία, όμως, δεν καταφάσκεται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που χαρακτηρίζει την εργασία ως εξαρτημένη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο.

Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της συμβάσεως έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σε αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, αντικείμενο δε της συμβάσεως αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια.

Σε κάθε, όμως, περίπτωση τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξαρτήσεως από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτελέσεώς του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου γίνεται από το δικαστήριο και εξαρτάται, σε κάθε περίπτωση, από την εκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών κάτω από τα οποία λειτούργησε η συγκεκριμένη σχέση, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό που έδωσαν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.
ΑΠ 1133/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2′ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χριστόφορο Κοσμίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεώργιου Γιαννούλη), Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Σοφία Καρυστηναίου και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημά του, την 12η Μαϊου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ:S. P. του L., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Βασιλικής Βορίλλα και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1.εταιρείας με την επωνυμία “………………………..”, που εδρεύει στην …, νομίμως εκπροσωπουμένη, 2.Π. Ε. Τ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Αλεξίου, που ανακάλεσε την από 7-5-2015 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις, 3.εταιρείας με την επωνυμία “………………….”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Καραμητσάνη και κατέθεσε προτάσεις, 4. ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “………………………”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ιωάννη Παντελίδη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-4-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1830/2011 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 5349/2013 Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο ήδη αναιρεσείων με την από 23-6-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου, ανέγνωσε την από 1-12-2014 έκθεση, του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, Αρεοπαγίτη Δημητρίου Κόμη, με την οποία εισηγείται να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσίβλητων ζήτησαν την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (ΕισΝΑΚ 38), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.

Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.

Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία, όμως, δεν καταφάσκεται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που χαρακτηρίζει την εργασία ως εξαρτημένη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο.

Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της συμβάσεως έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σε αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, αντικείμενο δε της συμβάσεως αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια.

Σε κάθε, όμως, περίπτωση τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξαρτήσεως από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτελέσεώς του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου γίνεται από το δικαστήριο και εξαρτάται, σε κάθε περίπτωση, από την εκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών κάτω από τα οποία λειτούργησε η συγκεκριμένη σχέση, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό που έδωσαν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.

Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Από το αυτό ως άνω άρθρο 559 αρ.1 εδ. β’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι ιδρύεται λόγος αναιρέσεως στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας παρέβη δίδαγμα της κοινής πείρας, που αφορά την ερμηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε τέτοιο κανόνα, ενώ δεν ιδρύεται τέτοιος λόγος στην περίπτωση που το δίδαγμα της κοινής πείρας αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων.

2.Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι η πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία έχει ως αντικείμενο την εκμετάλλευση και ανάπτυξη ακινήτων.

Ότι για την κάλυψη των διαφόρων τεχνικής, οικοδομικής και κατασκευαστικής φύσεως αναγκών της, κατά πάγια επιχειρηματική τακτική της, συνάπτει συμβάσεις εργολαβίας, με διάφορους ανεξάρτητους εργολάβους.
Ότι στο πλαίσιο αυτό, με προφορική σύμβαση, που καταρτίσθηκε λίγες ημέρες πριν την 26-1-2009, μεταξύ του νόμιμου εκπροσώπου της Π. Τ., δεύτερου εναγομένου και ήδη δεύτερου αναιρεσιβλήτου και του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, ο τελευταίος ανέλαβε τις εργασίες της τοποθέτησης πλακιδίων και της επίστρωσης τσιμεντοκονιάματος -πριν από την τοποθέτηση των πλακιδίων- σε συνολική επιφάνεια 80 τμ (λουτρά και λοιπούς χώρους), στο εμπορικό κέντρο, που κατασκεύαζε η πρώτη εναγομένη στον Ασπρόπυργο Αττικής, επί της οδού … αρ…. Ότι χρόνος έναρξης των εργασιών προσδιορίστηκε η 26-1-2009 και χρόνος λήξης αυτών η 29-1-2009. Ότι, ακολούθως, ο ενάγων προσέλαβε με δική του πρωτοβουλία, ως εργάτες – βοηθούς του, τους Χ. Π., E. P. και L. Q., με τους οποίους συμφώνησε τους όρους εργασίας (ωράριο, αποδοχές) αυτών για την εκτέλεση των προαναφερόμενων εργασιών, αλλά και ανέλαβε την καταβολή των αποδοχών τους. Ότι την 26-1-2009, ο ενάγων, μαζί με τους παραπάνω εργαζόμενους σ’ αυτόν, άρχισε την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών (επίστρωση του τσιμεντοκονιάματος και τοποθέτηση των πλακιδίων).

Ότι η εργασία κάλυψης των δαπέδων με τσιμεντοκονίαμα πραγματοποιείται με τη βοήθεια πρέσας (μηχανής πίεσης), στην οποία εισέρχονται, αφού αναμειχθούν με τη βοήθεια ενός μείκτη, τα κατάλληλα υλικά, που προωθούνται με πίεση, μέσω σωλήνα συνδεδεμένου με την πρέσα, στο σημείο που πραγματοποιείται η επίστρωση του δαπέδου. Ότι το τσιμεντοκονίαμα παρείχε η τρίτη εναγομένη και ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη, εταιρεία “……………….”, μετά από σχετική προηγηθείσα συμφωνία αυτής με την πρώτη εναγομένη.
Ότι το έργο άρχισε να εκτελείται με πρωτοβουλία του ενάγοντος, χωρίς η πρώτη εναγόμενη εταιρεία και ο δεύτερος εναγόμενος, νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, να ελέγχουν τον ενάγοντα και να παρέχουν σ’ αυτόν οδηγίες περί του τρόπου εκτελέσεώς του. Ότι κατά τη διάρκεια εκτελέσεως των παραπάνω εργασιών, την 29-1-2009 και ενώ ο ενάγων κατευθυνόταν προς την πρέσα για να διακόψει τη λειτουργία της, τη στιγμή εκείνη άνοιξε ο ταχυσύνδεσμος και αποσπάσθηκε ο σωλήνας (το λάστιχο) από το σημείο που συνδέεται με την πρέσα, με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί με πίεση ασβεστοπολτός στο πρόσωπο του ενάγοντος και να τραυματιστεί αυτός σοβαρά στους οφθαλμούς.
Ότι αμέσως διακομίστηκε στο Θριάσιο Νοσοκομείο, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες και στη συνέχεια νοσηλεύθηκε στην Οφθαλμολογική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών “Γ. Γεννηματάς”, από 29-1-2009 έως 12-2-2009, όπου διαγνώσθηκε βαρύ (5ου βαθμού) χημικό έγκαυμα δεξιού οφθαλμού και επιθηλιακό έλλειμμα στον αριστερό οφθαλμό από ασβέστη. Μετά τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι ο ενάγων δεν συνδεόταν, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα ο ως άνω τραυματισμός του, με τους δύο πρώτους εναγομένους, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά αντίθετα η συνδέουσα αυτούς σχέση είχε τον χαρακτήρα της συμβάσεως έργου.
Και ότι, συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εργατικό ατύχημα, αφού και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν, προεχόντως, στην επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, δηλαδή στην κάλυψη των δαπέδων με τσιμεντοκονίαμα και την τοποθέτηση, στη συνέχεια, των πλακιδίων και όχι στην εργασία που θα παρείχε ο ενάγων για την πραγμάτωση του αποτελέσματος αυτού, με συμμόρφωση σε οδηγίες ή στο πλαίσιο ελέγχου του εργοδότη. Κατόπιν αυτού, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του ενάγοντος και με τον τρόπο αυτό επικύρωσε την πρωτόδικη, 1830/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών‚ που κρίνοντας ομοίως, είχε απορρίψει ως κατ’ ουσία αβάσιμη την ένδικη αγωγή αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, από εργατικό ατύχημα.
Με την κρίση αυτή, το Εφετείο, δεν παραβίασε τους προαναφερθέντες κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ήτοι τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 και 681 ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, ούτε τα διδάγματα της κοινής πείρας ως προς την υπαγωγή των ως άνω πραγματικών περιστατικών στους κανόνες αυτούς, αφού πράγματι, υπό τα περιστατικά αυτά, η μεταξύ των παραπάνω διαδίκων σχέση είχε το χαρακτήρα της συμβάσεως έργου, ενόψει του συνόλου των συνθηκών, υπό τις οποίες, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, συνήφθη και λειτούργησε η σχέση αυτή. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Οι περαιτέρω αιτιάσεις, που περιέχονται στον ίδιο λόγο αναιρέσεως, είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν συγκαλυμμένα την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας (ΚΠολΔ 561 παρ.1).

3.Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως, για την παρά το νόμο μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας πραγμάτων που προτάθηκαν, προϋποθέτει, για τη στοιχειοθέτησή του, τη μη λήψη υπόψη αυτοτελών πραγματικών ισχυρισμών, που θεμελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν ουσιαστικό ή δικονομικό δικαίωμα, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση και όχι τη μη λήψη υπόψη των προσκομιζομένων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπ’ όψη τα αποδεικτικά έγγραφα, τα οποία αναλυτικά περιγράφει στο αναιρετήριο και ο ίδιος είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας. Και, κατόπιν αυτού, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.8 (δεύτερος λόγος της αιτήσεως) και αρ.11 περ. γ’ ΚΠολΔ (τέταρτος λόγος της αιτήσεως). Παρατηρείται, όμως, ότι ο δεύτερος λόγος είναι προεχόντως απαράδεκτος, διότι, όπως από το περιεχόμενό του προκύπτει, η αποδιδόμενη στο Εφετείο πλημμέλεια δεν αναφέρεται στη μη λήψη υπόψη αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, αλλά αποδεικτικών μέσων. Και ο τέταρτος λόγος είναι αβάσιμος, διότι από την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαβεβαίωση ότι λήφθηκε υπόψη το σύνολο των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τα όσα περιλαμβάνονται σ’ αυτήν για τη στήριξη του αποδεικτικού της πορίσματος (βλ. παραπάνω, σκέψη αρ.2), δεν καταλείπεται καμία απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα έγγραφα αυτά. Με τους ίδιους λόγους, κατά τα λοιπά, πλήττονται απαράδεκτα οι περί πραγμάτων παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (ΚΠολΔ 561 παρ.1).

4.Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.10 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο έκρινε κατ’ ουσίαν αβάσιμο τον ισχυρισμό του ότι αυτός είχε υπογράψει το από τους αντιδίκους του επικαλούμενο από 30-1-2009 έγγραφο, αφού εξαπατήθηκε από τους δύο πρώτους εναγομένους (αναιρεσιβλήτους), ενώ στην πραγματικότητα αγνοούσε το ακριβές περιεχόμενό του. Ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.10 ΚΠολΔ, είναι προεχόντως απαράδεκτος, διότι με αυτόν πλήττεται αληθώς η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1). Σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο εξεταζόμενος λόγος είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η μεταξύ του ενάγοντος και των δύο πρώτων εναγομένων σχέση είχε το χαρακτήρα της συμβάσεως μισθώσεως έργου, ύστερα από εκτίμηση των αναφερομένων στην απόφαση αποδεικτικών μέσων (των καταθέσεων των μαρτύρων, της χωρίς όρκο εξέτασης του ενάγοντος και απάντων των εγγράφων) και, επομένως, ουδόλως δέχθηκε πράγματα ως αληθινά χωρίς απόδειξη.

5.Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, σύμφωνα με το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 23-6-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 5349/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 2α Ιουλίου 2015. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 26η Αυγούστου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

http://www.taxheaven.gr