Τίτλος κτήσης ή απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης
Τι είναι η Απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης; Σε ποιες περιπτώσεις, υπό ποιες προϋποθέσεις και από ποιόν εκδίδεται; Υπάρχει όριο ποσού αμοιβής στην έκδοσή της; Γίνεται παρακράτηση φόρου και αν ναι με τι ποσοστό; Πρέπει να αποδοθεί χαρτόσημο και αν ναι με τι ποσοστό;
Αυτά είναι μερικά από τα βασικά ερωτήματα που συναντάμε σε καθημερινή βάση.
Για την απάντησή τους, διατυπώσαμε και καταγράψαμε μια ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη άποψη -η οποία παραπέμπει σε νόμους και διατάξεις – συντάσσοντας την παρακάτω μελέτη.
Α.Α. Απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης. Βασικά σημεία – συμπεράσματα.
Όταν ιδιώτης που δεν έχει κάνει έναρξη επαγγέλματος σε Δ.Ο.Υ., ο οποίος δεν χαρακτηρίζεται ότι ασκεί ελευθέριο επάγγελμα, παρέχει υπηρεσίες ευκαιριακά και όχι κατά σύστημα σε επιχείρηση η αμοιβή που αναλογεί, ανεξαρτήτου ύψους – ποσού, θα καταβληθεί με την έκδοση Απόδειξης Επαγγελματικής Δαπάνης.
Με την εφαρμογή των Ε.Λ.Π. από 1/1/2015 και εφεξής τίθεται πλέον το όριο των 10.000,00 ευρώ για το ποσό των αμοιβών που μπορεί να λάβει κάποιος αθροιστικά ανά έτος μέσω Απόδειξης Επαγγελματικής Δαπάνης ή τίτλου κτήσης.
Επίσης να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τον Νόμο 4172/2013, πέρα των άλλων κριτηρίων, μία υπηρεσία για να χαρακτηριστεί μη επαναλαμβανόμενη θα πρέπει ανά εξάμηνο να έχει παραχθεί έως και δύο φορές. Η Απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης, η οποία είναι αθεώρητη εκδίδεται από την επιχείρηση.
Από την καταβαλλόμενη αμοιβή, θα παρακρατηθεί και θα αποδοθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., φόρος 20%. Επίσης θα αποδοθεί χαρτόσημο – Ο.Γ.Α χαρτοσήμου 3,6% επί της αμοιβής.
Από 1/1/2014 και εφεξής η απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης μετονομάστηκε σε “Τίτλος κτήσης”.
ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΩΘΕΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΠΡΟΣΟΧΗ: Το γεγονός ότι ο Κ.Φ.Α.Σ. δεν θέτει όριο –ως προς το ποσό- αμοιβή, δεν σημαίνει ότι με ευκολία για την καταβολή της κάθε αμοιβής θα πρέπει να εκδίδεται Απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης.
Πριν την έκδοση της, θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή και να ελεγχθεί ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία τηρεί τις προϋποθέσεις που θέτει ο Κ.Φ.Α.Σ. , διότι αν αυτές δεν τηρούνται αθροιστικά στο σύνολό τους , σε περίπτωση ελέγχου θα χαρακτηριστεί «ως μη έναρξη», με ότι αυτό συνεπάγεται σε πρόστιμα και κυρώσεις γενικότερα.
Επιπλέον θα θέλαμε να επισημάνουμε, να ελέγχετε αν η υπηρεσία που θα παραχθεί, η αμοιβή της οποίας θα τιμολογηθεί με Απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης, υπάγεται σε ασφαλιστικές εισφορές. Επειδή καμία εργασία δεν μπορεί (και δεν προβλέπεται από πουθενά) να είναι ανασφάλιστη, κατά την άποψή μας κάθε παραγόμενη υπηρεσία η οποία τιμολογείται με Απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης υπάγεται σε ασφαλιστικές εισφορές Ι.Κ.Α. ή σε ασφάλιση στον Ο.Α.Ε.Ε. Όμως αυτό είναι ένα ξεχωριστό θέμα, με το οποίο δεν θα ασχοληθούμε στην παρούσα μελέτη.
Β.Β. Απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης. Ανάλυση, ερμηνεία διατάξεων, σύμφωνα με τις οποίες οδηγηθήκαμε στα παραπάνω συμπεράσματα.
1. Σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (Κ.Φ.Α.Σ.) Νόμος 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222/12.11.2012) Άρθρο 3, παράγραφο 2 ισχύουν τα παρακάτω :
«Δεν είναι υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών τα φυσικά πρόσωπα με εξαίρεση τους ελεύθερους επαγγελματίες, τα οποία, ευκαιριακά και ως παρεπόμενη απασχόληση , πωλούν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες για τις οποίες εκδίδονται στοιχεία από τον αντισυμβαλλόμενο».
2. Σύμφωνα με την ΠΟΛ 1004/4.1.2013, Παράγραφος 2, Μη υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών, ισχύουν τα παρακάτω :
«Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, οι μη υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών είναι φυσικά πρόσωπα (με εξαίρεση αυτούς που ασκούν ελευθέριο επάγγελμα κατονομαζόμενο στην παράγραφο 1 του 48 του ν. 2238/1994, όπως γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, μηχανικού κλπ) και υπό τις ακόλουθες αθροιστικά προϋποθέσεις :
- Η ευκαιριακή άσκηση παρεπόμενης δραστηριότητας, πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών. Ως ευκαιριακή παρεπόμενη δραστηριότητα χαρακτηρίζεται η δραστηριότητα που ασκείται όχι κατά σύστημα και αποδεικνύεται από πραγματικά γεγονότα, τα οποία κρίνονται από τον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. τέτοια πραγματικά γεγονότα αποτελούν ιδίως η συνέχεια ή μη της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, η ύπαρξη ιδιαίτερης επαγγελματικής εγκατάστασης, η ύπαρξη ιδιαίτερου εξοπλισμού και μηχανικών μέσων για την παροχή των υπηρεσιών αυτών και γενικότερα εάν η παροχή των υπηρεσιών αυτών έχει τα χαρακτηριστικά της οργανωμένης επιχείρησης.
- Ο αντισυμβαλλόμενος προς τον οποίο παρέχεται η υπηρεσία ή πωλούνται τα αγαθά πρέπει να είναι πρόσωπο που έχει την υποχρέωση να εκδίδει στοιχείο προβλεπόμενο από τις διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ. για τις πράξεις αυτές, δηλαδή πρόσωπο υπόχρεο του Κ.Φ.Α.Σ ή πρόσωπο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Κώδικα αυτού. Αυτός που έστω και ευκαιριακά παρέχει υπηρεσίες ή πωλεί αγαθά σε ιδιώτες είναι υπόχρεος του Κ.Φ.Α.Σ.
Ο χαρακτηρισμός του πιο πάνω προσώπου ως μη υπόχρεου για τις εν λόγω ευκαιριακές πράξεις δεν συναρτάται από το ύψος της αμοιβής του ή από την αξία των πωλούμενων αγαθών.
Τονίζεται ότι λαμβανομένου υπόψη ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στον χαρακτηρισμό προσώπου ως μη υπόχρεου, δεν καταλαμβάνει το φυσικό πρόσωπο που ήδη είναι υπόχρεο εφαρμογής του Κ.Φ.Α.Σ. και παράλληλα ευκαιριακά παρέχει άλλες υπηρεσίες ή πωλεί άλλα αγαθά.
Άλλα πρόσωπα μη υπόχρεα εφαρμογής των διατάξεων του Κ.Φ.Α.Σ. είναι :
- Ο αγρότης του ειδικού καθεστώτος των διατάξεων των άρθρων 41 και 42 του ΦΠΑ και το εισόδημα του από την άσκηση της δραστηριότητας του αυτής προσδιορίζεται στη Φορολογία Εισοδήματος με αντικειμενικό τρόπο.
Έτσι υπόχρεοι εφαρμογής είναι ο αγρότης :- του κανονικού καθεστώτος συμπεριλαμβανομένων και αυτών που προαιρετικά επέλεξαν το καθεστώς αυτό.
- αυτός που πωλεί τα αγαθά του στη λαϊκή αγορά και μόνο για την πώληση αυτή.
- Ο συγγραφέας και ο εισηγητής δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ή συνταξιούχος, εφόσον βέβαια δεν είναι υπόχρεος εφαρμογής του Κ.Φ.Α.Σ. για άλλη δραστηριότητα.
Νέοι υπόχρεοι εφαρμογής του Κ.Φ.Α.Σ.
Με τις διατάξεις Κ.Φ.Α.Σ. είναι υπόχρεοι εφαρμογής του ορισμένα πρόσωπα που με τις προϊσχύουσες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ. δεν χαρακτηρίζονται ως επιτηδευματίες. Τα πρόσωπα αυτά είναι :
- Το φυσικό πρόσωπο που συστηματικά παρέχει υπηρεσίες σε πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 (Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. κλπ) και σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248Α’) δεν θεωρείται ότι ασκεί δραστηριότητα υπαγόμενη στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.
- Το φυσικό πρόσωπο που συνδέεται με σχέση μίσθωσης έργου με φορέα εκτέλεσης ερευνητικού έργου το οποίο χρηματοδοτείται ή επιχορηγείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον το εισόδημα του φορολογείται στη Ζ1 πηγή.
- Εάν φορολογείται στη Ζ3 πηγή τότε μπορεί να εφαρμόζονται οι διατάξεις της προαναφερόμενης παραγράφου 2, εφόσον καλύπτονται οι προϋποθέσεις που ορίζονται από αυτές.
- Οι παραπάνω αναφερόμενοι αγρότες. Τα παραπάνω πρόσωπα που από 1/1/2013 είναι υπόχρεα, για πρώτη φορά, εφαρμογής των διατάξεων του Κ.Φ.Α.Σ. πρέπει κατ’ αρχήν να υποβάλλουν δήλωση έναρξης εργασιών στο τμήμα μητρώου μπορεί να υποβληθεί εμπρόθεσμα μέχρι τον χρόνο έκδοσης του πρώτου φορολογικού στοιχείου προς τον αντισυμβαλλόμενο και όχι πέραν του χρόνου υποβολής της δήλωσης ΦΠΑ (ΠΟΛ 1004/4.1.2013».
3. Ελευθέρια Επαγγέλματα, σύμφωνα με τον Νόμο 2238/1994 άρθρο 48 παράγραφο 1, είναι τα παρακάτω :
«Εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων είναι οι αμοιβές από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, φυσιοθεραπευτή, βιολόγου, ψυχολόγου, μαίας, δικηγόρου, δικολάβου, συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα, μηχανικού, τοπογράφου, χημικού, γεωπόνου, γεωλόγου, δασολόγου, ωκεανογράφου, σχεδιαστή, δημοσιογράφου, συγγραφέα, διερμηνέα, ξεναγού, μεταφραστή, καθηγητή ή δασκάλου, καλλιτέχνη γλύπτη ή ζωγράφου ή σκιτσογράφου ή χαράκτη, ηθοποιού, εκτελεστή μουσικών έργων ή μουσουργού, καλλιτεχνών των κέντρων διασκέδασης, χορευτή, χορογράφου, σκηνοθέτη, σκηνογράφου, ενδυματολόγου, διακοσμητή, οικονομολόγου, αναλυτή, προγραμματιστή, ερευνητή ή συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη, αναλογιστή, κοινωνιολόγου, κοινωνικού λειτουργού και εμπειρογνώμονα».
4. Σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (Κ.Φ.Α.Σ.) Νόμος 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222/12.11.2012) Άρθρο 8, παράγραφο 13 α) ισχύουν τα παρακάτω :
«Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών που τηρεί βιβλία οποιασδήποτε κατηγορίας και τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 για κάθε δαπάνη που αφορά την άσκηση της επιχείρησης του ή την εκτέλεση του σκοπού τους αντίστοιχα, για την οποία ο δικαιούχος δεν υποχρεούται στην έκδοση στοιχείου του παρόντος νόμου , εκδίδει διπλότυπη απόδειξη δαπάνης.».
Και συνεχίζει το ίδιο άρθρο , στην παράγραφο β) «Στην απόδειξη δαπάνης , η οποία υπογράφεται και από τον δικαιούχο και στα δύο αντίτυπα , αναγράφονται :
- τα πλήρη στοιχεία των συμβαλλομένων όπως περιγράφονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 6,
- η αιτιολογία και το ποσό της δαπάνης αριθμητικός και ολογράφως. Δεν απαιτείται η αναγραφή του ποσού ολογράφως στις αποδείξεις που εκδίδονται με Η/Υ,
- οι τυχόν φόροι και οι λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις.
5. Ως προς την παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τον Κώδικα φορολογίας εισοδήματος, (Κ.Φ.Ε.) άρθρο 58 , παράγραφος 1, ισχύουν τα εξής : «Όταν για την επαγγελματική τους εξυπηρέτηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, εκτός από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του π.δ. 186/1992, προμήθειες, μεσιτείες, αμοιβές ή άλλες κάθε είδους παροχές μη έμμισθης υπηρεσίας, ενοίκια αυτοκινήτων, μηχανημάτων, ή άλλων κινητών πραγμάτων, εφόσον σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ορίζεται από το π.δ. 186/1992 η έκδοση θεωρημένου αποδεικτικού στοιχείου από τον δικαιούχο των αμοιβών αυτών, οφείλουν να παρακρατούν κατά την καταβολή της αμοιβής φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο ακαθάριστο ποσό αυτής».
6. Ως προς το τέλος χαρτοσήμου, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 6 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου (Κ.Ν.Τ.Χ.), οι καταβαλλόμενες αμοιβές, προμήθειες, μεσιτείες , κλπ υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου 3%. Στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφο 1 του Νόμου 4169/1961 , όπως αυτός ισχύει μετά το άρθρο 6 παράγραφος 1 του Νόμου 435/1964, επί του ποσού χαρτοσήμου υπολογίζεται εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. 20%. Δηλαδή το χαρτόσημο αθροιστικά με την εισφορά Ο.Γ.Α ανέρχεται σε ποσοστό 3,6% επί της καταβαλλόμενης αμοιβής.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Όταν φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν χαρακτηρίζεται από τον Ν.4238/1994, άρθρο 48, παράγραφος 1, ότι ασκεί ελευθέριο επάγγελμα παρέχει υπηρεσίες σε υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται ευκαιριακά και όχι κατά σύστημα , η αμοιβή που αναλογεί σε αυτές , ανεξαρτήτου ύψους – ποσού, θα καταβληθεί με την έκδοση Απόδειξης Επαγγελματικής Δαπάνης. Η απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης , η οποία είναι αθεώρητη εκδίδεται από τον υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών.
Από 1/1/2014 και εφεξής η απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης μετονομάστηκε σε “Τίτλος κτήσης”.
Από την καταβαλλόμενη αμοιβή, θα παρακρατηθεί και θα αποδοθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., φόρος 20%. Επίσης θα αποδοθεί χαρτόσημο – Ο.Γ.Α χαρτοσήμου 3,6% επί της αμοιβής.
ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΩΘΕΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΠΡΟΣΟΧΗ: Το γεγονός ότι ο Κ.Φ.Α.Σ. δεν θέτει όριο –ως προς το ποσό- αμοιβή, δεν σημαίνει ότι με ευκολία για την καταβολή της κάθε αμοιβής θα πρέπει να εκδίδεται Απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης.
Πριν την έκδοση της , θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή και να ελεγχθεί ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία τηρεί τις προϋποθέσεις που θέτει ο Κ.Φ.Α.Σ. , διότι αν αυτές δεν τηρούνται αθροιστικά στο σύνολό τους, σε περίπτωση ελέγχου θα χαρακτηριστεί «ως μη έναρξη», με ότι αυτό συνεπάγεται σε πρόστιμα και κυρώσεις γενικότερα.
Επιπλέον θα θέλαμε να επισημάνουμε, να ελέγχετε αν η υπηρεσία που θα παραχθεί, η αμοιβή της οποίας θα τιμολογηθεί με Απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης , υπάγεται σε ασφαλιστικές εισφορές. Επειδή καμία εργασία δεν μπορεί (και δεν προβλέπεται από πουθενά) να είναι ανασφάλιστη, κατά την άποψή μας κάθε παραγόμενη υπηρεσία η οποία τιμολογείται με Απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης υπάγεται σε ασφαλιστικές εισφορές Ι.Κ.Α. ή σε ασφάλιση στον Ο.Α.Ε.Ε. Όμως αυτό είναι ένα ξεχωριστό θέμα, με το οποίο δεν θα ασχοληθούμε στην παρούσα μελέτη.
ΙΙ. Ένα λάθος που δεν πρέπει να κάνετε. Μην συνδέετε το όριο που θέτει ο Κ.Φ.Α.Σ. για την απαλλαγή από την τήρηση βιβλίων και έκδοση Α.Λ.Π., με την έκδοση της Απόδειξης Επαγγελματικής Δαπάνης.
Ο Κ.Φ.Α.Σ., σχετικά με την απαλλαγή από την τήρηση βιβλίων και έκδοση Α.Λ.Π. αναφέρει τα παρακάτω :
Α) Σύμφωνα με τον Κ.Φ.Α.Σ. Ν.4093/2012, άρθρο 3, παράγραφος 3, «Απαλλάσσεται από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης αποδείξεων λιανικής ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών φυσικό πρόσωπο, που πραγματοποίησε κατά την προηγούμενη ετήσια διαχειριστική περίοδο ακαθάριστα έσοδα μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ από την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, αθροιστικά ή διαζευκτικά.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται επί ελευθέρων επαγγελματιών, επί υπόχρεων απεικόνισης συναλλαγών που πραγματοποιούν ακαθάριστα έσοδα από πωλήσεις κατά ποσοστό τουλάχιστον εξήντα τοις εκατό (60%) σε άλλο υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών και σε πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 και αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α. ή εξαγωγές ανεξάρτητα από ποσοστό, επί των υπόχρεων στην τήρηση πληροφοριών του άρθρου 4, καθώς και επί προσώπων που επιλέγουν την ένταξή τους στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α.
Β) Σύμφωνα με την ΠΟΛ 1004/4.1.2013 , παράγραφος 3, «Απαλλάσσονται από την τήρηση βιβλίων και την έκδοση αποδείξεων λιανικής μόνο τα φυσικά πρόσωπα, των οποίων τα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο δεν υπερέβησαν τις δέκα χιλιάδες (10.000,00) ευρώ. Τα πρόσωπα αυτά που είναι υπόχρεα εφαρμογής των διατάξεων του Κ.Φ.Α.Σ. έχουν όλες τις λοιπές υποχρεώσεις που τίθενται από τις διατάξεις του» και συνεχίζει με καταγραφή των εξαιρέσεων της διάταξης αυτής.
Γ) Στην συνέχεια σύμφωνα με την ΠΟΛ 1018/4.2.2013, παράγραφος «Από την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων λιανικής απαλλάσσεται το φυσικό πρόσωπο υπόχρεο εφαρμογής του Κ.Φ.Α.Σ., το οποίο κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησε συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών μέχρι πέντε (5.000,00) χιλιάδες ευρώ.» και συνεχίζει με την καταγραφή των εξαιρέσεων της διάταξης αυτής. Στην ουσία η ΠΟΛ 1018/2013, πέρα των άλλων, μείωσε το όριο απαλλαγής που προϋπήρχε από δέκα χιλιάδων (10.000,00) σε πέντε (5.000,00) χιλιάδες ευρώ και όρισε νέα πρόσωπα μη απαλλασσόμενα.
Οι ως άνω αναφορές Α,Β,Γ αφορούν φυσικά πρόσωπα τα οποία , έχουν κάνει έναρξη επιτηδεύματος , έχουν χαρακτηριστεί δηλαδή «Υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών» (άρθρο 1, Κ.Φ.Α.Σ) και επειδή εμπίπτουν στα κριτήρια των εξαιρέσεων (ένα εκ των οποίων είναι και το όριο ακαθαρίστων εσόδων της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου , των 5.000,00 ευρώ), τους δίνεται η δυνατότητα «απαλλαγής από την τήρηση βιβλίων και έκδοσης αποδείξεων λιανικής … …»
Σε καμία περίπτωση όμως οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν την περίπτωση έκδοσης Απόδειξης Επαγγελματικής Δαπάνης, διότι σε αυτές τις περιπτώσεις, τα πρόσωπα που παρέχουν τις υπηρεσίες «είναι υπόχρεα εφαρμογής των διατάξεων του Κ.Φ.Α.Σ. και έχουν όλες τις λοιπές υποχρεώσεις που τίθενται από τις διατάξεις του», έχουν είδη κάνει έναρξη επιτηδεύματος και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις «απαλλάσσονται από την τήρηση των βιβλίων και την έκδοση αποδείξεων λιανικής».
Ενώ, για την Απόδειξη Επαγγελματικής Δαπάνης , ο Κ.Φ.Α.Σ. αναφέρει ότι εκδίδεται «εφόσον …….. δεν ορίζεται από το π.δ. 186/1992 η έκδοση θεωρημένου αποδεικτικού στοιχείου από τον δικαιούχο των αμοιβών αυτών», δηλαδή για τις περιπτώσεις εκείνες που ο δικαιούχος δεν υπάγεται στους υπόχρεους του Κ.Φ.Α.Σ, δηλαδή δεν έχει ή δεν φέρει την υποχρέωση να κάνει έναρξη επιτηδεύματος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.
(Τα παρακάτω προστέθηκαν στο παρόν άρθρο το 2015, μετά την ισχύ των Ε.Λ.Π.)
7. Σύμφωνα με το άρθρο 21 της παραγράφου 3, του Νόμου 4172/2013, για το κριτήριο της επαναλαμβανόμενης συναλλαγής αναφέρονται τα παρακάτω :
«Ως επιχειρηματική συναλλαγή θεωρείται κάθε μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή ή και συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους. Κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνται συστηματική διενέργεια πράξεων.
Σε περίπτωση συναλλαγών που αφορούν ακίνητα, η περίοδος (του δεύτερου εξαμήνου) είναι δύο (2) έτη».
8. Τέλος, σύμφωνα με τα Ε.Λ.Π. που ισχύουν από 1/1/2015, Νόμος 4308/2014, άρθρο 39, (σε συνάρτηση με την ΠΟΛ 1003/31-12-2014), ισχύουν τα παρακάτω :
«1. Δεν υπόκεινται στις ρυθμίσεις αυτού του νόμου τα παρακάτω φυσικά πρόσωπα που εμπίπτουν στην παράγραφο 2γ του άρθρου 1.
α) Οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α. του ν. 2859/2000, βάσει ύψους ακαθάριστων εσόδων τους από την πώληση αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και την παροχή αγροτικών υπηρεσιών ή του ποσού των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης που λαμβάνουν, ανά φορολογικό έτος. Τα ποσοτικά όρια της παραγράφου αυτής ορίζονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
β) Τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία, ευκαιριακά και ως παρεπόμενη απασχόληση, πωλούν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες, εφόσον οι συναλλαγές αυτές στο σύνολό τους δεν υπερβαίνουν το ποσό των 10.000 ευρώ ετησίως.
γ) Δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι ή συνταξιούχοι που είναι συγγραφείς ή εισηγητές εκπαιδευτικών προγραμμάτων και σεμιναρίων, εφόσον δεν ασκούν άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα.
2. Όπου από τη νομοθεσία απαιτείται η υποβολή λογιστικών ή στατιστικών δεδομένων η οντότητα οφείλει σε κάθε περίπτωση να συγκεντρώνει κατάλληλα από το λογιστικό της σύστημα και να παρέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται.
39.1.1 Με την παράγραφο αυτή ορίζεται ότι ορισμένα από τα πρόσωπα της παραγράφου 2γ του άρθρου 1 δεν υπόκεινται στον παρόντα νόμο, και συνεπώς, δεν υποχρεούνται σε έκδοση των παραστατικών πωλήσεων και στην τήρηση των λογιστικών βιβλίων που προβλέπει ο νόμος αυτός. Στα πρόσωπα αυτά περιλαμβάνονται (διαζευκτικά ή και αθροιστικά) συγκεκριμένες περιπτώσεις που κατονομάζονται στις υποπαραγράφους (α) έως (γ).
39.1.2 Με την υποπαράγραφο (1α) του άρθρου 39 δεν έχουν υποχρέωση εφαρμογής του παρόντος νόμου οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α του Ν. 2859/2000 βάσει του ύψους των ακαθάριστων εσόδων από την πώληση αγροτικών προϊόντων και την παροχή αγροτικών υπηρεσιών ή του ποσού που εισέπραξαν από δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Το ύψος των ποσών αυτών καθορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
39.1.3 Σημειώνεται ότι τα υπό 39.1.2 ανωτέρω πρόσωπα (αγρότες του ειδικού καθεστώτος) κατά τις διατάξεις του Ν. 4172/2013 αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος για τα εισοδήματά τους από αυτή τη δραστηριότητα. Συνεπώς τα πρόσωπα αυτά οφείλουν να τεκμηριώνουν τα εισοδήματά τους με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως έκδοση και τήρηση αποδείξεων είσπραξης για τις πωλήσεις που διενεργούν σε ιδιώτες καταναλωτές, τήρηση κάθε άλλου αρχείου (καταγραφή) με τα δεδομένα (αξία) των πωλήσεών τους, τήρηση αρχείου της παραγωγής τους σε ποσότητα και τιμή πώλησης, κλπ. Σημειώνεται επίσης ότι τα εισοδήματα των αγροτών αυτών από πωλήσεις που διενεργούν σε οντότητες υποκείμενες στον παρόντα νόμο (π.χ. συνεταιρισμοί, επιχειρήσεις εμπορίας ή κατεργασίας αγροτικών προϊόντων, κλπ.), προκύπτουν από τα σχετικά παραστατικά που εκδίδουν οι αγοράστριες ή διαμεσολαβούσες οντότητες.
39.1.4 Με την υποπαράγραφο (1β) του άρθρου 39 δεν έχουν υποχρέωση εφαρμογής του παρόντος νόμου τα φυσικά πρόσωπα τα οποία ευκαιριακά και ως παρεπόμενη απασχόληση πωλούν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες, εφόσον το εισόδημα που αποκτούν από τις συναλλαγές αυτές δεν υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ ετησίως.
39.1.5 Ως ευκαιριακή παρεπόμενη δραστηριότητα χαρακτηρίζεται η δραστηριότητα που δεν ασκείται κατά σύστημα και αποδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά. Τέτοια πραγματικά περιστατικά αποτελούν ιδίως η συνέχεια ή μη της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, η ύπαρξη ιδιαίτερης επαγγελματικής εγκατάστασης, η ύπαρξη ιδιαίτερου εξοπλισμού και μηχανικών μέσων για την παροχή των υπηρεσιών αυτών ή την παραγωγή των αγαθών ή απόκτηση αγαθών με σκοπό τη μεταπώληση, και γενικότερα το εάν η παροχή των υπηρεσιών αυτών ή των αγαθών, έχει τα χαρακτηριστικά της οργανωμένης επιχείρησης.
39.1.6 Ενδεικτικές περιπτώσεις που εμπίπτουν στην περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 39 είναι:
α) Τα φυσικά πρόσωπα όπως φοιτητές, νοικοκυρές, άνεργοι κλπ, που συμβάλλονται με εταιρείες ερευνών με συμβάσεις έργου ή όχι.
β) Τα φυσικά πρόσωπα που διενεργούν πωλήσεις με το σύστημα της κατ’ οίκον επίδειξης, ως αντιπρόσωποι πωλητές (dealers).
γ) Οι ιδιωτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι, φοιτητές, μεταπτυχιακοί φοιτητές, υποψήφιοι διδάκτορες κλπ. οι οποίοι μετέχουν σε ερευνητικά προγράμματα επιχορηγούμενα ή μη, τα οποία εκτελούνται τόσο από πρόσωπα υπόχρεα του νόμου αυτού, όσο και από διάφορους φορείς.
δ) Οι διερμηνείς ή μεταφραστές.
39.1.7 Με την υποπαράγραφο (1γ) του άρθρου 39 δεν έχουν υποχρέωση εφαρμογής του παρόντος νόμου οι δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι ή συνταξιούχοι που είναι συγγραφείς ή εισηγητές εκπαιδευτικών προγραμμάτων (π.χ. μεταπτυχιακά) και σεμιναρίων (π.χ. ημερίδες), εφόσον δεν ασκούν άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα.
39.1.8 Η οντότητα προς την οποία παρέχεται υπηρεσία ή πωλούνται τα αγαθά από τα υπό 39.1.4 και 39.1.7 πρόσωπα [περιπτώσεις (β) και (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 39] οφείλει να εκδίδει το προβλεπόμενο παραστατικό από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ώστε να διασφαλίζεται η υποβολή των εισοδημάτων αυτών σε φορολογία.
39.1.9 Τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες ή πωλούν αγαθά λιανικά αποκτώντας εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι υπόχρεα εφαρμογής των λογιστικών προτύπων, καθότι η διενέργεια αυτών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ευκαιριακή. Διευκρινίζεται ότι η συμπτωματική πώληση προσωπικών περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, αυτοκίνητα, οικοσκευή, κλπ.) σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται υποχρεώσεις σε σχέση με τον παρόντα νόμο.»