Επιχειρησιακή συνήθεια

Επιχειρησιακή συνήθεια

1 Δεκεμβρίου 2015 Κλείσιμο Από Alexandros

359634BF5978A8B04A2FF73425FF6561

Άρειος Πάγος 868/2015 Επιχειρησιακή συνήθεια (Επιχειρησιακή συνήθεια) Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση Περίληψη H επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο και ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων, που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού, μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, μπορεί, όμως, να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας.
Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητά, με ανακοίνωσή του, υπόσχεται στους εργαζόμενους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση χορηγεί συνεχώς τέτοιες στους εργαζόμενους, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους τελευταίους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής θέλησης. Για την ύπαρξη, όμως, επιχειρησιακής συνήθειας απαιτείται η συμπεριφορά του εργοδότη να είναι γενική και απρόσωπη, να αντιμετωπίζεται, δηλαδή, το ίδιο θέμα κατά τρόπο γενικό, μακροχρόνιο και ομοιόμορφο.
Η συνήθεια δε αυτή μπορεί να αναφέρεται και στο ύψος της καταβαλλόμενης κατά την αποχώρηση του μισθωτού αποζημιώσεως (ΑΠ 226/2014, ΑΠ 258/2012, ΑΠ 1277/2010, ΑΠ 1801/2008). ΑΠ 868/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B2’ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, και Δήμητρα Κοκοτίνη Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημά του, την 24η Μαρτίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: ………………………….., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αριστείδη Καζάκου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………..” ήδη “……………………..” που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Βασιλικής Γκισάκη και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-1-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 11145/2010 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 1081/2012 Εφετείου Θεσσαλονίκης όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ 224/2013 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο ήδη αναιρεσείων με την από 9-5-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Κοκοτίνη ανέγνωσε την από 11-3-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγείται να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της από 9-5-2013 αίτησης αναίρεσης του Τ. Α. και να απορριφθούν οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της ίδιας αναίρεσης, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ 1081/2012 απόφασης Εφετείου Θεσσαλονίκης όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 224/2013 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ H επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο και ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων, που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού, μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, μπορεί, όμως, να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητά, με ανακοίνωσή του, υπόσχεται στους εργαζόμενους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση χορηγεί συνεχώς τέτοιες στους εργαζόμενους, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους τελευταίους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής θέλησης. Για την ύπαρξη, όμως, επιχειρησιακής συνήθειας απαιτείται η συμπεριφορά του εργοδότη να είναι γενική και απρόσωπη, να αντιμετωπίζεται, δηλαδή, το ίδιο θέμα κατά τρόπο γενικό, μακροχρόνιο και ομοιόμορφο. Η συνήθεια δε αυτή μπορεί να αναφέρεται και στο ύψος της καταβαλλόμενης κατά την αποχώρηση του μισθωτού αποζημιώσεως (ΑΠ 226/2014, ΑΠ 258/2012, ΑΠ 1277/2010, ΑΠ 1801/2008).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ`αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ.19 λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης με την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσματος αναφορικά με τη συνδρομή ή μη γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους, να μην μπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς (Ολ.ΑΠ 13/1995).
Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΟλΑΠ.3/1997, 13/1995).Περαιτέρω, το έγγραφο της αναίρεσης, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 4, 566 παρ. 1, 577 παρ.3 και 578 ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει: α) τον κανόνα ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, β) τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, γ) τον ουσιώδη αυτοτελή ισχυρισμό ( αγωγικό, ένσταση κλπ) και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται η προβαλλόμενη έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και τη σύνδεση αυτού με το διατακτικό της απόφασης, αν αυτή δεν είναι αυτονόητη, καθώς και ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή ή τη μνεία ότι σ’ αυτή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλειπής αιτιολογία, τα επιπλέον περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση ή, αν προβάλλονται αντιφατικές αιτιολογίες, να καθορίζεται σε τι συνίστανται η αντίφαση και από ποια αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών αυτή προκύπτει (Διοικ. Ολ ΑΠ 14/2010, Ολ ΑΠ 20/2005, 32/1996).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων: Ότι με την από 1-7-1973 έγγραφη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου η εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα ως τεχνικό υπάλληλο γραφείου, ανέλαβε δε αυτός το έτος 2000 τη θέση του διευθυντή παραγωγής του εργοστασίου της εναγομένης στη Θεσσαλονίκη και το Νοέμβριο του έτους 2006 ορίστηκε διευθύνων σύμβουλός της στον τομέα των πωλήσεων, υπηρεσιών παραγωγής και ανάπτυξης. Ότι κατά μήνα Απρίλιο του 2008 μεταξύ των διαδίκων ανέκυψε διαφωνία ως προς το ύψος των μηνιαίων αποδοχών που ελάμβανε ο ενάγων, καθόσον αυτός μεν ισχυριζόταν ότι ο μισθός του νομίμως αυξήθηκε σε 11.000 ευρώ για τα έτη 2007-2008, η δε εναγομένη ότι η αύξηση στο ποσό αυτό έγινε από τον ίδιο τον ενάγοντα, ως διευθύνοντα σύμβουλο, αυθαίρετα, χωρίς, δηλαδή, απόφαση των αρμοδίων οργάνων της. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να συμφωνηθεί μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και του ενάγοντος η απομάκρυνση του τελευταίου από την εργασία του, η οποία, ούτως ή άλλως, θα επερχόταν σε λίγους μήνες λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για τη συνταξιοδότησή του. Έτσι, μετά από σχετικές συμφωνίες, ο μεν ενάγων στις 30-6-2008 υπέβαλε στην εναγομένη υπεύθυνη δήλωση με την οποία παραιτήθηκε οικειοθελώς από την εργασία του, η δε εναγομένη κατήγγειλε λόγω συνταξιοδότησης του ενάγοντος τη σύμβαση εργασίας του με το από 29-8-2008 έγγραφο, το οποίο του επέδωσε στις 10-9-2008.
Ότι κατά το χρόνο αυτό ο μισθός του ενάγοντος ήταν 9.850 ευρώ, εδικαιούτο δε αυτός και τακτική αμοιβή για το ετήσιο κλείσιμο κάθε έτους (JAZ) το ποσό των 10.620 ευρώ ή 885 ευρώ το μήνα. Δηλαδή, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και άδειας, ανέρχονταν στο ποσό των 12.525 ευρώ (9850 + 885+ 1/6 των ποσών αυτών). Έτσι, ο ενάγων σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, με βάση το χρόνο υπηρεσίας του στην εναγομένη, εδικαιούτο ως αποζημίωση για την απόλυσή του το ποσό των 300.580 ευρώ, που αντιστοιχεί στις τακτικές αποδοχές του εικοσιτεσσάρων μηνών (12.525 Χ 24). Ενόψει, όμως, του ότι ο ενάγων αποχώρησε από την εργασία του λόγω συνταξιοδότησης, δικαιούται αυτός το μισό της παραπάνω αποζημίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3198/1955, δηλαδή δικαιούται το ποσό των 150.290 ευρώ (300.600 Χ1/2). Ο ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι εδικαιούτο το 100% της κατά το ν.2112/1920 αποζημίωσης απόλυσης, γιατί αυτό έπραττε η εναγομένη στο παρελθόν σε όλες τις άλλες όμοιες με αυτόν περιπτώσεις συνταξιοδότησης υπαλλήλων της, δεν αποδεικνύεται βάσιμος. Ότι, καθόσον αφορά στον εν λόγω ισχυρισμό, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Κατά το παρελθόν, όταν υπάλληλοι του ίδιου βαθμού με τον ενάγοντα αποχωρούσαν λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, η εναγομένη δεν ακολουθούσε συγκεκριμένη και ομοιόμορφη προς όλους τακτική ως προς τη χορήγηση σ’ αυτούς της αποζημίωσής τους. Αντίθετα, σε μερικούς από αυτούς χορηγούσε όχι το 100% της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το ν. 2112/1920, αλλά τη μειωμένη αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3198/1955 (ποσοστό 40% ή 50%) και χωρίς για τον υπολογισμό της να λαμβάνει υπόψη την αμοιβή για το ετήσιο κλείσιμο κάθε έτους (JAZ). Σε άλλες δε περιπτώσεις αποχωρούντων υπαλλήλων της η εναγομένη κατέβαλε, πράγματι, όπως σχετικώς ισχυρίζεται ο ενάγων, το 100% της αποζημίωσης που προβλέπεται από το ν. 2112/1920. Επιπρόσθετα, ανάλογα με την αξιολόγηση του κάθε υπαλλήλου και τις ειδικότερες συνθήκες της αποχώρησής του, η εναγομένη, τις περισσότερες φορές, τους χορηγούσε ένα επιπλέον ποσό ως δώρο για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην εταιρεία της.
Δέχεται ακολούθως το Εφετείο, ότι η συμπεριφορά αυτή της εναγομένης προκύπτει από τις πιο κάτω περιπτώσεις υπαλλήλων της, του ίδιου βαθμού με τον ενάγοντα, που αποχώρησαν λόγω συνταξιοδότησης, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες υπεύθυνες δηλώσεις τους, οι οποίες συντάχθηκαν κατά το χρόνο της αποχώρησής τους: Ο Θ. Σ., που αποχώρησε στις 2-10-1995, έλαβε τη μειωμένη αποζημίωση του ν.3198/1955 (40% του ν. 2112/1920) και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 2.940.445 δραχμών. Ο Ι. Λ., που αποχώρησε στις 21-12–1994, έλαβε το 40% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 7.418.583 δραχμών. Ο Γ. Μ., που αποχώρησε στις 29-3-1996, έλαβε το 40% της προβλεπόμενης αποζημίωσης του ν. 2112/1920 και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 1.686.000 δραχμών. Ο Θ. Ζ., που αποχώρησε στις 20-12-1994, έλαβε το 40% της προβλεπόμενης από το ν.2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 7.418.583 δραχμών. Ο Ι. Α., που αποχώρησε στις 31-3-1995, έλαβε το 40% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 1.253.650 δραχμών. Ο Γ. Τ., που αποχώρησε στις 30-9-1999, έλαβε το 100% της προβλεπόμενης από το ν.2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 16.456.421 δραχμών. Ο Β. Τ., που αποχώρησε στις 31-1-2003, έλαβε το 100% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 92.547,50 ευρώ. Ο Κ. Τ., που αποχώρησε στις 14-3-2003, έλαβε το 100 % της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 98.940 ευρώ. Ο Ι. Α., που αποχώρησε στις 29-9-2000, έλαβε το 100% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 17.796.666 δραχμών. Ο Ι. Π., που αποχώρησε στις 30-9-1999, έλαβε το 100% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 12.479.860 δραχμών. Η Ζ. Κ., που αποχώρησε στις 30-9-1999, έλαβε το 100% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 6.204.871 δραχμών. Ο Α. Κ., που αποχώρησε στις 29-3-2002, έλαβε το 100% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 10.266,22 ευρώ. Ο Α. Σ., που αποχώρησε στις 28-2-2003, έλαβε το 100% της προβλεπόμενης από το ν.2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 66.705,08 ευρώ. Ο Ν. Χ., που αποχώρησε στις 30-9-1999, έλαβε το 75%της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης, χωρίς άλλη παροχή. Ο Σ. Α., που αποχώρησε στις 28-6-2002, έλαβε το 100 % της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 12.669,67 ευρώ. Η Ε. Φ., που αποχώρησε στις 29-4-2002, έλαβε το 100% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 10.115, 63 ευρώ. Ο Α. Δ., που αποχώρησε στις 29-3-2002, έλαβε το 100% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 16.037,96 ευρώ. Ο Β. Α., που αποχώρησε στις 15-7-1997, έλαβε το 100% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης και επιπλέον ως δώρο το ποσό των 1.783.491 δραχμών. Ο Χ. Β., που αποχώρησε στις 14-11-2001, έλαβε το 100% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης, χωρίς άλλη παροχή.
Δέχεται εν όψει αυτών το Εφετείο ότι, από τις πιο πάνω περιπτώσεις αποχωρούντων λόγω συνταξιοδότησης υπαλλήλων, προκύπτει ότι η εναγομένη κατέβαλε σ’ αυτούς άλλοτε τη μειωμένη αποζημίωση του ν.3198/1955, άλλοτε ολόκληρη την αποζημίωση του ν. 2112/1920, ενώ επιπλέον τους κατέβαλε, αλλά όχι πάντοτε, και ένα χρηματικό ποσό, ως δώρο, το ύψος του οποίου ήταν διαφορετικό σε κάθε περίπτωση, προδήλως ανάλογα με το βαθμό ικανοποίησης της εναγομένης από την προσφορά του κάθε υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν αποδεικνύεται, κατά το Εφετείο, ότι στην επιχείρηση της εναγομένης διαμορφώθηκε, ως προς το ύψος της επίμαχης αποζημίωσης, ως επιχειρησιακή συνήθεια, η επικαλούμενη από τον ενάγοντα καταβολή στους αποχωρούντες λόγω συνταξιοδότησης υπαλλήλους της του 100% της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δικαιούται το ποσοστό αυτό είναι αβάσιμος, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που τον δέχθηκε ως βάσιμο, έσφαλε, κατά το βάσιμο περί αυτού σχετικό λόγο της έφεσης της εναγομένης. Συνεχίζει το Εφετείο ότι, λίγους μήνες πριν συμπληρώσει ο ενάγων τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής του, η εναγομένη, δυσανασχέτησε με την ενέργειά του να αυξήσει μονομερώς τις μηνιαίες αποδοχές του, καθόσον αυτός, κατά μήνα Δεκέμβριο του έτους 2007, εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης, καθώς και την εμπιστοσύνη που η τελευταία του επιδείκνυε, προέβη σε αύξηση των εν γένει αποδοχών του (μισθό και ετήσιο JAZ) και έλαβε, μάλιστα, αναδρομικά την αύξηση αυτή από την 1-1-2007, χωρίς, όμως, προηγουμένως να ενημερώσει ή να λάβει γι’ αυτό την έγκριση των αρμοδίων οργάνων της. Ότι το γεγονός αυτό, το οποίο η εναγομένη ανακάλυψε καθυστερημένα δια μέσου του διευθυντή προσωπικού της, κατέληξε σε συμβιβαστική συμφωνία για παραίτηση του ενάγοντος, όταν θα συμπλήρωνε τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής του, αφού, όμως, προηγουμένως επήλθε σύγκρουση μεταξύ των διαδίκων, ώστε η εναγομένη δικαιολογημένα δεν χορήγησε στον ενάγοντα το 100 % της προβλεπόμενης από το ν.2112/1920 αποζημίωσης που, κατά το παρελθόν, κατέβαλε σε αρκετές άλλες περιπτώσεις. Ότι το ποσό που, κατά τα έτη 2007 και 2008, έλαβε ο ενάγων ως διαφορά αποδοχών μεταξύ αυτών που εδικαιούτο και εκείνων που έλαβε αυθαίρετα, κατά τα πιο πάνω αποδειχθέντα, ανέρχεται στο ποσό των 61.000 ευρώ, το οποίο αφαίρεσε η εναγομένη από τη συνολική οφειλή της και, δικαιολογημένα, δεν το κατέβαλε στον ενάγοντα κατά το χρόνο της αποχώρησής του.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων για το πρώτο εξάμηνο της απασχόλησής του κατά το οικονομικό έτος 2007-2008, κατά το οποίο εργάστηκε, εδικαιούτο ως αναλογία το μισό της ετήσιας έκτακτης αμοιβής (incentives), που ανερχόταν στο 45% των ετήσιων αποδοχών του για το 100 % των στόχων του, δηλαδή ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 23.391 ευρώ, δεδομένου ότι πέτυχε αυτός το 70 % των στόχων του (9.850 ευρώ ο μηνιαίος μισθός Χ 14 μήνες + 10.620 ευρώ JAZ 2008 =148.520 ευρώ οι ετήσιες αποδοχές Χ 45 %Χ 70% Χ 1/2). Συνεπώς, συνεχίζει το Εφετείο, η εναγομένη για αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης και ετήσια έκτακτη αμοιβή όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 173.681 ευρώ (150.290+ 23.391), του κατέβαλε όμως, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, το ποσό των 94.400 ευρώ, μετά το συνυπολογισμό (αφαίρεση) και του προαναφερόμενου ποσού των 61.000 ευρώ, ώστε υπολείπεται ποσό οφειλής 79.281 ευρώ (173.681 μείον 94.400)…..”. Mετά ταύτα το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κατά το κεφάλαιο με το οποίο εζητείτο από τον ενάγοντα η συμπλήρωση της αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης που του καταβλήθηκε βάσει της επικαλούμενης επιχειρησιακής συνήθειας, απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσία το σχετικό κεφάλαιο. Η προσβαλλόμενη απόφαση διορθώθηκε ως προς το ύψος του οφειλόμενου από την εναγομένη ποσού με την υπ’ αριθμ. 224/2013 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, οπότε το οφειλόμενο από την τελευταία ποσό ανέρχεται σε 18.281 ευρώ.
Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσής του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενος ότι, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση κατονομάζει όλα ανεξαιρέτως τα στελέχη της εναγομένης που αποχώρησαν από το έτος 1999 και μετά λόγω συνταξιοδότησης και έλαβαν όλοι το 100% της αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης και ένα επί πλέον ποσό ως δώρο, παρά ταύτα δεν περιέχει πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, οι οποίες να εξηγούν επαρκώς γιατί η αδιάλειπτη καταβολή της ένδικης παροχής από την εναγομένη από το έτος 1999 και έπειτα έως τη συνταξιοδότηση αυτού σε όλα ανεξαιρέτως τα στελέχη της που αποχώρησαν λόγω συνταξιοδότησης, δεν τεκμηριώνει την ύπαρξη της κύριας βάσης της αγωγής του, περί δημιουργίας επιχειρησιακής συνήθειας στην εναγομένη ως προς τη δικαιούμενη, κατά ποσοστό 100%, αποζημίωση σε αυτόν, ο οποίος ήταν διευθυντικό στέλεχος αυτής.
Ο λόγος αυτός αναίρεσης, κατά το μέρος που προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ανεπάρκεια αιτιολογίας ως προς το ανωτέρω ουσιώδες ζήτημα, είναι πλήρως ορισμένος, καθόσον το αναιρετήριο περιέχει τον κανόνα ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε (άρθρα 648 και 361 ΑΚ), τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, τα πραγματικά περιστατικά που στήριξαν την κύρια βάση της αγωγής του για την ύπαρξη επιχειρησιακής συνήθειας και την μη ύπαρξη επαρκούς αιτιολογίας για τον ανωτέρω ουσιώδη αγωγικό ισχυρισμό, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθενται στο αναιρετήριο άλλα στοιχεία για την εξειδίκευση της ανωτέρω πλημμέλειας, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Ο ίδιος λόγος, όμως, κατά το μέρος που αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αντιφατικότητα αιτιολογίας είναι αόριστος, διότι δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ποιες είναι οι αντιφατικές αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, σε τι συνίσταται η αντιφατικότητά τους και από ποια αντικρουόμενα μέρη των αιτιολογιών αυτή προκύπτει. Περαιτέρω, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένος ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, και με βάση τις παραπάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι αυτή έχει νόμιμη βάση και πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 361 και 648 του ΑΚ, τους οποίους η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες , σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά το κρίσιμο ζήτημα της συνδρομής επιχειρησιακής συνήθειας στην καταβολή ολόκληρης της αποζημίωσης εκ του ν. 2112/1920 στους αποχωρούντες λόγω συνταξιοδότησης υπαλλήλους της εναγομένης, οι οποίοι είχαν βαθμό άνω του S1, λόγω της, κατά τον ενάγοντα, αδιάλειπτης από το έτος 1999 καταβολής της στα στελέχη που αποχωρούσαν.
Ειδικότερα, στο από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια ποιοι συνάδελφοι του ενάγοντος αποχώρησαν από το έτος 1994 έως το έτος 2003, πόσο ποσοστό της αποζημίωσης του ν.2112/1920 έλαβε ο καθένας από αυτούς, δηλαδή ότι αυτοί που αποχώρησαν κατά τα έτη 1994,1995 και 1996 έλαβαν το 40% της αποζημίωσης, ένας που αποχώρησε το έτος 1997 το 100% της ως άνω αποζημίωσης, από τους τέσσερις που αποχώρησαν το έτος 1999 ο ένας έλαβε το 75% της αποζημίωσης του ν.2112/1920, ενώ οι υπόλοιποι τρεις το 100 % αυτής, ένας που αποχώρησε το έτος 2000 και άλλος ένας που αποχώρησε το έτος 2001 έλαβαν το 100% και, τέλος, επτά που αποχώρησαν κατά τα έτη 2002 και 2003 έλαβαν το 100 % της επίδικης αποζημίωσης. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων στον πρώτο λόγο της αναίρεσής του, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατά το άρθρο 559 αριθμός 11 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Για το ορισμένο λόγου αναίρεσης από το εδάφιο α’ του αριθμού 11 του ως άνω άρθρου, πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο: α) Ποιο αποδεκτικό μέσα έλαβε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο ο νόμος δεν επιτρέπει, β) Ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου έχει ληφθεί υπόψη το αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπει ο νόμος και γ) Ο λόγος για τον οποίο ήταν ανεπίδεκτο αποδεικτικό μέσο, καθώς και ότι το απαράδεκτο αυτό είχε νόμιμα προβληθεί από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά την έννοια του εδαφίου γ’ του πιο πάνω άρθρου, για την ίδρυση του λόγου αυτού αναιρέσεως αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335,338,339,341 και 346 του ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 2/2008). Ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται ως κατ’ ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, το οποία προσκομίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως του καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα. Εξάλλου, για την πληρότητα του άνω λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται: α) Το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο, β) Ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, γ) Ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου αυτό προσκομίστηκε, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί αν αυτός είναι ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του κρίσιμου αυτού ισχυρισμού και δ) Το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε και τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, που είναι κρίσιμα όσον αφορά τους δύο τελευταίους λόγους της αναίρεσης του ενάγοντος, και συγκεκριμένα ότι: “Από τα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προκύπτει ότι καθομολογία του μάρτυρα Χ. Π. του Π., κατά το χρόνο της εξέτασής του στο ακροατήριο, ήταν αυτός διευθύνων σύμβουλος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, τις ίδιες δε ιδιότητες είχε και ο Γ. Φ. του Σ., όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης από την εναγομένη …2009 ένορκης βεβαίωσής του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγελίας Διονυσίου. Τούτο, άλλωστε, προκύπτει και από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. 3502/18-5-2009 ΦΕΚ – τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δίκασε κατά την προαναφερόμενη ειδική διαδικασία και έλαβε υπόψη για τη μόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος και την ενώπιόν του ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης Χ. Π. και την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση του Γ. Φ., έλαβε υπόψη ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα , όπως βάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών της β’ έφεσης, ο σχετικός λόγος της οποίας πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτός και ως ουσία βάσιμος και κατόπιν αυτού η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, καθώς και η …2009 ένορκη βεβαίωση, δε θα ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού”. Στη συνέχεια το Εφετείο δέχθηκε ότι: “Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα: α) …30-11-2009 ένορκη βεβαίωση του Ι. Π. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευσταθίας Μπολτσή, β) …2-12-2009 όμοιες βεβαιώσεις των Ζ. Κ., Α. Κ. και Σ. Α. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης και …4-12-2009, που έγιναν ύστερα από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης( βλ. την …27-11-2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθήνας Ν. Φ.) και γ)…4-12-2009 όμοια βεβαίωση της Ε. Φ. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Πολυξένης Παρατήρα, που έγινε νομότυπα με τη γνωστοποίηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της εξέτασης της μάρτυρος αυτής( βλ. πρακτικά) και την εξέτασή της μέσα στην τριήμερη προθεσμία που δόθηκε για την προσθήκη και αντίκρουση των εκατέρωθεν ισχυρισμών και όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά…”.
Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης του ενάγοντος αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθμούς 11 εδ. α’ και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες και ειδικότερα ότι το Εφετείο, αν και έκανε δεκτό κατ’ ουσία τον πρώτο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο έπληττε για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου την πρωτόδικη απόφαση, η οποία έλαβε υπόψη ως αποδεικτικά μέσα τόσο την ένορκη ενώπιον αυτού δοθείσα κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης Χ. Π., όσο και την υπ’ αριθμ. …2009 ένορκη βεβαίωση του Γ. Φ. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγελίας Διονυσίου, οι οποίοι κατά το χρόνο που κατέθεσαν είχαν την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης και για το λόγο αυτό οι ανωτέρω αποδείξεις ήταν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, έλαβε τελικά υπόψη του και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις την ένορκη κατάθεση του Χ. Π. και την ένορκη βεβαίωση του Γ. Φ., στις οποίες, κατά κύριο λόγο, στήριξε το δυσμενές για τον ενάγοντα πόρισμά του, ότι, δηλαδή, αύξησε μονομερώς τις μηνιαίες αποδοχές του, εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως διευθύνοντος συμβούλου και την εμπιστοσύνη που επιδείκνυε προς αυτόν η εναγομένη, εξαιτίας δε των ανωτέρω αντιφατικών αιτιολογιών δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τα ανωτέρω ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα.
Με τον τρίτο λόγο της ίδιας αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα – ενάγοντα η αιτίαση ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στο προαναφερόμενο αποδεικτικό πόρισμα, διότι δεν έλαβε υπόψη τα μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντα απ’ αυτόν πρωτοδίκως αλλά και ενώπιόν του έγγραφα και συγκεκριμένα: 1) Την αναλογιστική μελέτη του μηνός Δεκεμβρίου 2007 του διεθνούς οίκου συμβούλων H. για προβλέψεις παροχών αποζημιώσεων προς το προσωπικό της εναγομένης, από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία καταβάλλει παγίως σε περίπτωση λύσης της σύμβασης λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος στα στελέχη της με βαθμό S3 και πάνω πλήρες ποσοστό της αποζημίωσης απόλυσης, δηλαδή το 100% αυτής, 2)Την αναλογιστική μελέτη του Οκτωβρίου 2006 του ίδιου πιο πάνω διεθνούς οίκου συμβούλων επιχειρήσεων, για προβλέψεις παροχών αποζημιώσεων προς το προσωπικό όλων των εταιρειών του ομίλου Σ. στην Ελλάδα, από την οποία αποδεικνύεται η πρακτική όλων των εταιρειών του ομίλου, μεταξύ των οποίων και η εναγομένη, σχετικά με την παροχή αποζημιώσεων σε περίπτωση συνταξιοδότησης και μάλιστα ποσοστού 100% για μάνατζερ και 80% για το μισθοδοτούμενο προσωπικό, 3) Αντίγραφο αποσπάσματος του με αριθμό …14-12-2007 πρακτικού συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης και το πλήρες πρακτικό της ίδιας πιο πάνω συνεδρίασης, από το οποίο (πρακτικό) αποδεικνύεται ότι μετά τη συνεδρίαση της ειδικής επιτροπής αμοιβών, που συνεδρίασε στις 14-12-2007, την ίδια ημέρα, ακολούθησε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, στο οποίο παρέστησαν τα αναφερόμενα πρόσωπα, και ένα από τα θέματα της ημερήσιας διάταξης (το 6ο) ήταν και η αναφορά της επιτροπής αμοιβών. Για το θέμα αυτό το εν λόγω πρακτικό αναφέρει κατά λέξη: “Επί του έκτου θέματος, ενημερώνουν τα μετέχοντα εις την επιτροπή αμοιβών μέλη του διοικητικού συμβουλίου περί του ότι απεφάσισαν επί των θεμάτων αμοιβών των υψηλόβαθμων διευθυντών της εταιρείας και καθόρισαν τα πλάνα δια το έτος 2008” και 4) τη με αριθμό …15-10-2009 ένορκη βεβαίωση του Ι. Π. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευσταθίας Μπολτσή, από την οποία προκύπτει ότι το ανωτέρω πρόσωπο, μέλος της επιτροπής αμοιβών, αλλά και του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, κατέθεσε ενόρκως ότι η επιτροπή αμοιβών συνεδρίασε στις 14-12-2007 και έλαβε απόφαση για τις αυξήσεις των αμοιβών του ενάγοντος και του Δ. Μ..
Σημειώνεται στο σημείο αυτό, ότι οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης από τον αριθμό 11 εδ. α’ και γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι πλήρως ορισμένοι, καθόσον περιέχονται στο αναιρετήριο όλα τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος για το ορισμένο των λόγων αυτών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η αναιρεσίβλητη κρίνονται αβάσιμα. Όμως, καθόσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης (από τον αριθμό 19), αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι υπό την επίφαση της έλλειψης νόμιμης βάσης ο αναιρεσείων πλήττει την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του Εφετείου. Ο δεύτερος λόγος, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτός, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι από τη σαφή και ρητή διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν λαμβάνει υπόψη την ένορκη κατάθεση του Χ. Π. ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και την ένορκη βεβαίωση του Γ. Φ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγελίας Διονυσίου, διότι αυτές αποτελούν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, αλλά και από το όλο περιεχόμενο της απόφασης αυτής, συνάγεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα.
Περαιτέρω, από την επισκόπηση των ανωτέρω έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων, που αναφέρονται στον τρίτο λόγο αναίρεσης, τα οποία παραδεκτά επικαλέσθηκε ενώπιον του Εφετείου ο ενάγων, καθώς και από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία βεβαιώνεται ότι το Εφετείο για τη θεμελίωση του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τις αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθμ. …30-11-2009 ένορκη βεβαίωση του Ι. Π. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευσταθίας Μπολτσή, η οποία είναι ταυτόσημου περιχομένου με την υπ’ αριθμ. …15-10-2009 ένορκη βεβαίωση του ίδιου προσώπου ενώπιον της ίδιας συμβολαιογράφου, η οποία είχε δοθεί στα πλαίσια όμοιας δίκης που ανοίχθηκε με αγωγή του Δ. Μ. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά της αναιρεσίβλητης, και η οποία προσκομίστηκε προκειμένου να χρησιμεύσει ως δικαστικό τεκμήριο, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι παραδεκτά είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί ενώπιον του Εφετείου, δεν δημιουργείται αμφιβολία ότι πράγματι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, τις προαναφερόμενες αναλογιστικές- οικονομικές μελέτες του οίκου οικονομικών συμβούλων Η. και το υπ’ αριθμ …14-12-2007 πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, από τα οποία, άλλωστε, ουδόλως προκύπτει ότι το τελευταίο αποφάσισε ως αρμόδιο όργανο, την αύξηση των αποδοχών του αναιρεσείοντος από την 1-1-2007 και εντεύθεν.
Το γεγονός δε ότι το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, κατέληξε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, από αυτό που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό ως προς το κρίσιμο ζήτημα της μονομερούς ή μη αύξησης των αποδοχών του τελευταίου, δεν σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά αυτά μέσα ή δεν προσέδωσε σε αυτά τη δέουσα αποδεικτική δύναμη. Επομένως, και ο τρίτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, που ηττάται, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-5-2013 αίτηση αναίρεσης του Τ. Α. κατά της υπ’ αριθμ. 1081/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ.224/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 16 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

© Taxheaven