Τώρα είναι η ώρα για επενδύσεις – δείτε γιατί
Του Ηλία Γ. Μπέλλου
Ιδιαίτερα ευνοϊκή συγκυρία, που κινδυνεύει όμως να μείνει ανεκμετάλλευτη, διαμορφώνει για την Ελληνική οικονομία η de facto περαιτέρω υποτίμηση του ευρώ την οποία δρομολογεί ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Mario Draghi.
Σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης η επέκταση και διεύρυνση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και την συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων, “δωρίζει” στην Ελλάδα ένα ανταγωνιστικότερο νόμισμα για τις εξαγωγές της, χαμηλότερα μακροπρόθεσμα επιτόκια και ελκυστικότερα αποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία για τους επενδύτες με δολαριακά χαρτοφυλάκια.
Υπό άλλες συνθήκες και ειδικότερα ένα υπήρχε ορατότητα για την πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών και θετικότερο επενδυτικό κλίμα για την χώρα, οι εισροές κεφαλαίων στην Ελλάδα θα ήταν πολύ πιο κοντά, διευκολύνοντας την επάνοδο του δημοσίου στις αγορές, την αναχρηματοδότηση των επιχειρήσεων και τις εξαγωγές.
Η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου εχει υποχωρήσει τις τελευταίες ημέρες κοντά στα χαμηλά του 2015 και συγκεκριμένα στα 1,06 δολάρια με τελευταίο χαμηλό το τρέχοντος κύκλου τα 1,0458 στα μέσα Μαρτίου. Πέρσι τέτοια εποχή το ευρώ βρισκόταν στα 1,25 δολάρια και στις αρχές του 2014 στα 1,39. Αν και τα περιθώρια περαιτέρω υποχώρησης του ευρώ εκτιμάται πως είναι περιορισμένα, δεν αναμένεται ούτε σημαντική ανατίμηση του. Πρόκειται για υποτίμηση της τάξης του 15% κατά το τελευταίο 12μηνο.
Αιτία η αντίστροφη πορεία της νομισματικής πολιτικής σε ΗΠΑ και ευρωζώνη με την πρώτη να πλησιάζει την πρώτη αύξηση επιτοκίων μετά από χρόνια και την δεύτερη να εισέρχεται σε εποχή ακόμα πιο επιθετικής χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Αν και οι αγορές έχουν προεξοφλήσει μεγάλο μέρος του ανοίγματος της ψαλίδας των επιτοκίων ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού οι ροές των αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων προς την ευρωζώνη αναμένεται να συνεχιστούν τόσο προς τα χρηματιστήρια και τις αγορές σταθερού εισοδήματος όσο και στην πραγματική οικονομία
Σύμφωνα με τα οικονομετρικά μοντέλα της Morgan Stanley κάθε 10% διολίσθηση του ευρώ έναντι του δολαρίου ενισχύει την κερδοφορία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων κατά 3 έως 4% μέσω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς τους. Ωστόσο, για τις έχουσες μεγάλη έκθεση στο δολάριο τα οφέλη είναι σημαντικά μεγαλύτερα.
Για την Ελλάδα που καρπώνεται μεγάλες εισροές συναλλάγματος από τον τουρισμό και την ναυτιλία η ενίσχυση του δολαρίου ενδυναμώνει ακόμα περισσότερο τα θετικά αποτελέσματα από τους δύο αυτούς κλάδους, σημειώνουν οικονομολόγοι. Και τούτο διότι ειδικά το τουριστικό προϊόν της χώρας καθίσταται ελκυστικότερο για τους εκτός της ζώνης του ευρώ επισκέπτες, κυρίως από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και την Ασία-Μέση Ανατολή που είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένες με το αμερικανικό νόμισμα.
Την ίδια ώρα, αν και η πτώση του ευρώ έναντι του δολαρίου καθιστά ακριβότερη την ενέργεια και τις πρώτες ύλες, αφού αυτές και το πετρέλαιο διαπραγματεύονται διεθνώς σε δολάρια, η συγκεκριμένη παράμετρος έχει, για την ώρα τουλάχιστον, ουδετεροποιηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα στα οποία έχουν περιέλθει αργό και commodities.
Παράλληλα φθηνότερες γίνονται και οι άμεσες ξένες επενδύσεις αλλά και οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου στην Ελλάδα λόγω φθηνού ευρώ ενώ η προοπτική επανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας και η διαμόρφωση έτσι μακροπρόθεσμα της ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου σε υψηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα δημιουργεί συνθήκες σημαντικών δυνητικά συναλλαγματικών υπεραξιών για funds με επενδυτικό ορίζοντα 2-3 ετών.
Σε πιο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου ελληνικού προγράμματος θα καταστήσει τα ελληνικά ομόλογα επιλέξιμα για αγορές από την ΕΚΤ κάτι που οδηγεί σε ράλι το ελληνικό δημόσιο χρέος και μειώνει το θεωρητικό κόστος δανεισμού για την χώρα. Όπως και για τις επιχειρήσεις της που επιπλέον εμφανίζονται ελκυστικότερα αποτιμημένες (οι εισηγμένες) λόγω του rerating που η πτώση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων πυροδοτεί στα μοντέλα αποτίμησης των αναλυτών.
Το παράθυρο όμως αυτό για την υποβοήθηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας κρατά μισόκλειστο η ευρύτερη αβεβαιότητα που έχει ενσκήψει κατά το τελευταίο έτος, παρατηρούν οικονομικοί αναλυτές συμπληρώνοντας πως υπό διαφορετικές συνθήκες –συνθήκες ανάκαμψης και ενισχυμένης εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας- θα ήταν κατεξοχήν προορισμός για τα μεγάλα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια.
Και έτσι όμως, η πρόσφατη κάλυψη των αυξήσεων κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών -έστω και με μεγάλα discounts ακριβώς λόγω των ρίσκων που εξακολουθεί να ενσωματώνει η Ελλάδα- δείχνει ότι η χώρα παραμένει στο ραντάρ, ορισμένων τουλάχιστον, αμερικανικών ως επί το πλείστον, επενδυτικών κεφαλαίων.
Η δυνατότητα της χώρας να εκμεταλλευτεί το γεγονός αυτό θα κρίνει και την προοπτική αρχικά σταθεροποίησης και κατόπιν ανάπτυξης της οικονομίας.