Τι δικαιούται ο εργαζόμενος που υπέστη εργατικό ατύχημα
Άρειος Πάγος 309/2015
Εργατικό ατύχημα. Ο εργαζόμενος, που είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και υπέστη εργατικό ατύχημα, δικαιούται στις παραπάνω (εκτός δόλου) περιπτώσεις μόνο τις παροχές που χορηγούνται από το IΚΑ, διατηρεί , όμως, την αξίωση του γα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτών
Περίληψη
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.551/1915. που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρ.38 εδ. α’ Εισ.ΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεόμενου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεώς του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951 “Περί κοινωνικών ασφαλίσεων”, συνδυαζόμενες με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ 1 και 3 του ως άνω Ν. 551/1915, σαφώς, συνάγεται ότι, όταν ο παθών από ατύχημα, που προκλήθηκε εξαιτίας βίαιου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή την εργασία (εργατικό, ατύχημα) υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), δηλαδή έπαθε στον τόπο της εργασίας του, που βρίσκεται μέσα σε ασφαλιστική περιοχή του ΙΚΑ, οπότε ο παθών θεωρείται αυτοδικαίως ασφαλισμένος σ’ αυτό (ήδη η ασφάλιση του ΙΚΑ επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα με το άρθρο 3 του Μ. 1305/1982),. τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του εργαζομένου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη για αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δίκαιου (Αστικού Κώδικα), όσο και από την προβλεπόμενη, κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1915 ειδική αποζημίωση, και μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή προσώπου που έχει προστηθεί από τον εργοδότη, ο τελευταίος έχει υποχρέωση να καταβάλει στον παθόντα εργαζόμενο την από το άρθρο 34 παρ. 2 ΑΝ 1846/1951 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της σύμφωνης με το κοινό δίκαιο οφειλόμενης αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που λόγω του ατυχήματος χορηγεί στον εργαζόμενο το ΙΚΑ.
Από τις ίδιες διατάξεις, εξάλλου, συνάγεται ότι η παραπάνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του εργαζομένου (παθόντος), αλλά και την περίπτωση που προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη προσώπου που είχε προστηθεί από τον εργοδότη, καλύπτει δε η απαλλαγή αυτή και την περίπτωση της “ειδικής αμελείας”, δηλαδή την περίπτωση κατά την οποία το ατύχημα οφείλεται στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών με την ασφάλεια των εργαζομένων (ΑΠ 1085/2008).
Έτσι ο εργαζόμενος, που είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και υπέστη εργατικό ατύχημα, δικαιούται στις παραπάνω (εκτός δόλου) περιπτώσεις μόνο τις παροχές που χορηγούνται από το IΚΑ, διατηρεί , όμως, την αξίωση του γα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτών.
Τέτοιο πταίσμα,, προκειμένου περί οικοδομικών εν γένει εργασιών, θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του Π.Δ.778/1980 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών” από τους κατά νόμο υπεύθυνους του έργου. Έτσι, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται αυτός να αξιώσει από τον εργοδότη και την αυτοτελή αποζημίωση από το άρθρο 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής.
Ο εργοδότης απαλλάσσεται οπό τη υποχρέωση για την αποζημίωση και του άρθρου 931 Α.Κ., η οποία έχει σκοπό την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του παθόντος (Ολ. ΑΠ 18/2008), ο παθών, όμως διατηρεί την αξίωση του για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη, διότι η απαλλαγή του από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση, ήτοι αξίωση περιουσιακού χαρακτήρα, δεν καλύπτει και την αξίωση για χρηματικό ικανοποίηση, εφ’ όσον καμία παροχή, χορηγούμενη από το Ι.Κ.Α, δεν μπορεί να δικαιολόγησε! τον αποκλεισμό της εν λόγω, διαφορετικής φύσεως, αξιώσεως, η επιδίκαση της οποίας εξαρτάται από την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου.
Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 1 του π.δ.778/1980 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών”, ορίζεται ότι, “επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως χρωματισμού οικοδομών ως και των εις αυτάς εκτελουμένων πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, ηλεκτρολογικών εργασιών τηρούνται υπό των κατά νόμον υπευθύνων του έργου και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων”, μεταξύ των οποίων, οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 15, που προβλέπουν στα πλαίσια λήψης μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών τη χρήση ικριωμάτων (σταθερών, κινητών, μεταλλικών, ξύλινων κλπ) και τον τρόπο κατασκευής και τοποθέτησης τους στην ανεγειρόμενη οικοδομή και η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3, κατά την οποία άπαντα τα ικριώματα πρέπει να επιθεωρούνται από τον επιβλέποντα μηχανικό πριν από την εγκατάσταση κάθε συνεργείου και μια φορά την εβδομάδα. Ενώ, τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 102 παρ.6 και 114 παρ. 4-6 του Π.Δ.1073/1981 “Περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση εργασιών σε οικοδομές και έργα” οι εργαζόμενοι οφείλουν να χρησιμοποιούν τα ατομικά μέσα προστασίας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται η χρήση τους, να συμμορφώνονται προς τις οδηγίες ασφάλειας, να εφαρμόζουν ασφαλείς μεθόδους εργασίας, να λαμβάνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις για την προσωπική τους ασφάλεια, να απέχουν από οποιαδήποτε πράξη η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τους ίδιους ή άλλα άτομα και τέλος, να προσέρχονται ή να εγκαταλείπουν τη θέση τους χρησιμοποιώντας τα μέσα ασφαλούς πρόσβασης ή εξόδου, τα οποία έχουν προβλεφθεί.
ΑΠ 309/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Γεώργιο Αναστασάκο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ομόρρυθμης Εταιρίας με την επωνυμία “………………και τον διακριτικό τίτλο “…………………….” νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Πάσχο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Τ. Ι. του Μ. Α. (I. J. M.) κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Μαρκέτο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-4-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:2009/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2290/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30-5-2014 αίτησή της και τους από 25-6-2014 πρόσθετους λόγους της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Αναστασάκος ανέγνωσε την από 23-1-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και του προσθέτου λόγου κατά της απόφασης 2290/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.551/1915. που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρ.38 εδ. α’ Εισ.ΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεόμενου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεώς του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951 “Περί κοινωνικών ασφαλίσεων”, συνδυαζόμενες με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ 1 και 3 του ως άνω Ν. 551/1915, σαφώς, συνάγεται ότι, όταν ο παθών από ατύχημα, που προκλήθηκε εξαιτίας βίαιου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή την εργασία (εργατικό, ατύχημα) υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), δηλαδή έπαθε στον τόπο της εργασίας του, που βρίσκεται μέσα σε ασφαλιστική περιοχή του ΙΚΑ, οπότε ο παθών θεωρείται αυτοδικαίως ασφαλισμένος σ’ αυτό (ήδη η ασφάλιση του ΙΚΑ επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα με το άρθρο 3 του Μ. 1305/1982),. τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του εργαζομένου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη για αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δίκαιου (Αστικού Κώδικα), όσο και από την προβλεπόμενη, κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1915 ειδική αποζημίωση, και μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή προσώπου που έχει προστηθεί από τον εργοδότη, ο τελευταίος έχει υποχρέωση να καταβάλει στον παθόντα εργαζόμενο την από το άρθρο 34 παρ. 2 ΑΝ 1846/1951 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της σύμφωνης με το κοινό δίκαιο οφειλόμενης αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που λόγω του ατυχήματος χορηγεί στον εργαζόμενο το ΙΚΑ. Από τις ίδιες διατάξεις, εξάλλου, συνάγεται ότι η παραπάνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του εργαζομένου (παθόντος), αλλά και την περίπτωση που προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη προσώπου που είχε προστηθεί από τον εργοδότη, καλύπτει δε η απαλλαγή αυτή και την περίπτωση της “ειδικής αμελείας”, δηλαδή την περίπτωση κατά την οποία το ατύχημα οφείλεται στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών με την ασφάλεια των εργαζομένων (ΑΠ 1085/2008).
Έτσι ο εργαζόμενος, που είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και υπέστη εργατικό ατύχημα, δικαιούται στις παραπάνω (εκτός δόλου) περιπτώσεις μόνο τις παροχές που χορηγούνται από το IΚΑ, διατηρεί , όμως, την αξίωση του γα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτών.
Τέτοιο πταίσμα,, προκειμένου περί οικοδομικών εν γένει εργασιών, θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του Π.Δ.778/1980 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών” από τους κατά νόμο υπεύθυνους του έργου. Έτσι, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται αυτός να αξιώσει από τον εργοδότη και την αυτοτελή αποζημίωση από το άρθρο 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής.
Ο εργοδότης απαλλάσσεται οπό τη υποχρέωση για την αποζημίωση και του άρθρου 931 Α.Κ., η οποία έχει σκοπό την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του παθόντος (Ολ. ΑΠ 18/2008), ο παθών, όμως διατηρεί την αξίωση του για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη, διότι η απαλλαγή του από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση, ήτοι αξίωση περιουσιακού χαρακτήρα, δεν καλύπτει και την αξίωση για χρηματικό ικανοποίηση, εφ’ όσον καμία παροχή, χορηγούμενη από το Ι.Κ.Α, δεν μπορεί να δικαιολόγησε! τον αποκλεισμό της εν λόγω, διαφορετικής φύσεως, αξιώσεως, η επιδίκαση της οποίας εξαρτάται από την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου.
Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 1 του π.δ.778/1980 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών”, ορίζεται ότι, “επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως χρωματισμού οικοδομών ως και των εις αυτάς εκτελουμένων πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, ηλεκτρολογικών εργασιών τηρούνται υπό των κατά νόμον υπευθύνων του έργου και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων”, μεταξύ των οποίων, οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 15, που προβλέπουν στα πλαίσια λήψης μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών τη χρήση ικριωμάτων (σταθερών, κινητών, μεταλλικών, ξύλινων κλπ) και τον τρόπο κατασκευής και τοποθέτησης τους στην ανεγειρόμενη οικοδομή και η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3, κατά την οποία άπαντα τα ικριώματα πρέπει να επιθεωρούνται από τον επιβλέποντα μηχανικό πριν από την εγκατάσταση κάθε συνεργείου και μια φορά την εβδομάδα. Ενώ, τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 102 παρ.6 και 114 παρ. 4-6 του Π.Δ.1073/1981 “Περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση εργασιών σε οικοδομές και έργα” οι εργαζόμενοι οφείλουν να χρησιμοποιούν τα ατομικά μέσα προστασίας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται η χρήση τους, να συμμορφώνονται προς τις οδηγίες ασφάλειας, να εφαρμόζουν ασφαλείς μεθόδους εργασίας, να λαμβάνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις για την προσωπική τους ασφάλεια, να απέχουν από οποιαδήποτε πράξη η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τους ίδιους ή άλλα άτομα και τέλος, να προσέρχονται ή να εγκαταλείπουν τη θέση τους χρησιμοποιώντας τα μέσα ασφαλούς πρόσβασης ή εξόδου, τα οποία έχουν προβλεφθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο αναιρεσίβλητος εργαζόταν, από τις 26-4-2010, ως ανειδίκευτος εργάτης, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στην αναιρεσείουσα ομόρρυθμη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο των μεταλλικών κατασκευών και είχε αναλάβει υπεργολαβικά την κατασκευή μεταλλικών κτιρίων σε σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας. Στις 20-10-2010 και ώρα 07.30 περίπου, προσήλθαν στο χώρου του εργοταξίου οι εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσίβλητος, προκειμένου να λάβουν οδηγίες και εντολές από τον Γ. Β., μηχανολόγο – μηχανικό και υιό του νομίμου εκπροσώπου της εργοδότριας εταιρείας (αναιρεσείουσας), που ομοίως είχε προσέλθει στο εργοτάξιο, ο οποίος ήταν και προϊστάμενος των εργαζομένων. Ειδικότερα, στο αναιρεσίβλητο έδωσε την εντολή να αφαιρέσει τους ιμάντες προσωρινής στήριξης της υδρορροής που αφορούσαν τη μεταλλική κατασκευή του αντλιοστασίου, έτσι ώστε τις επόμενες ημέρες να συνεχιστούν οι εργασίες κατασκευής της στέγης. Οι ιμάντες αυτοί είχαν χρησιμοποιηθεί για να συγκρατήσουν την υδρορροή, η οποία είχε ανυψωθεί με χρήση γερανοφόρου οχήματος, προκειμένου να ηλεκτροσυγκολληθεί στη σωστή θέση στο μεταλλικό σκελετό του κτιρίου. Έτσι ο ενάγων απομακρύνθηκε, χωρίς να συνοδεύεται από άλλο εργαζόμενο, προκειμένου να εκτελέσει την εντολή που του δόθηκε. Στη συνέχεια δε ανέβηκε από τη σταθερή κλίμακα του αντλιοστασίου σε ύψος 7 μέτρων περίπου και ακολούθως, περπατώντας επάνω στις σιδηροδοκούς, έφτασε κάτω από το σημείο, στο οποίο είχε περαστεί ο ιμάντας στη μεταλλική κατασκευή και τέντωσε τα χέρια του για να φτάσει και αφαιρέσει τον ιμάντα. Πλήν, όμως, στην προσπάθεια του αυτή έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο δάπεδο με αποτέλεσμα να τραυματισθεί σοβαρά και να εισαχθεί στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Νικαίας Πειραιά, στην οποία και νοσηλεύθηκε για 20 ημέρες. Στο νοσοκομείο αυτό διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κατάγματα πυελικού δακτυλίου τύπου C, κάταγμα ιερού αριστερά, απαρεκτόπιστο κάταγμα κοτύλης αριστερά, κάταγμα δεξιού βραχιονίου, αιμάτωμα όσχεου, οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια, καθώς και νευρολογική βλάβη. Μετά δε την έξοδό του από το νοσοκομείο συνέχισε να παρακολουθείται από γιατρούς του ίδιου νοσοκομείου, οι οποίοι και του συνέστησαν φυσικοθεραπείες και αναρρωτικές άδειες. Περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε ότι στο εργοτάξιο υπήρχαν και χρησιμοποιούνταν από τους εργαζόμενους μέτρα ατομικής προστασίας (κράνος, ζώνη ασφαλείας με αναρτήρα, γάντια, υποδήματα εργοταξίου κ.λπ) και είχαν παρακολουθήσει σεμινάρια για τους κινδύνους που προέκυπταν κατά την εργασία τους, ενώ, παράλληλα υπήρχαν και χρησιμοποιούνταν τα απαραίτητα μέτρα συλλογικής προστασίας για τον κίνδυνο πτώσης των εργαζομένων (διάδρομοι και δάπεδα εργασίας, δίκτυα ανάσχεσης πτώσης, εξώστες εργασίας κ.λπ.). Πλήν, όμως, κατά την ημέρα του ατυχήματος (20-10-10) δεν υπήρχαν στο χώρο του ατυχήματος εγκατεστημένα συλλογικά μέτρα προστασίας και ειδικότερα, το δάπεδο εργασίας από ξύλινα μαδέρια, το οποίο, μετά το πέρας των εργασιών τοποθέτησης υδρορροών, είχε αφαιρεθεί την προηγούμενη ημέρα (19-10-2010). Ούτε μερίμνησε περαιτέρω η αναιρεσείουσα, δια των αρμοδίων οργάνων της και προστηθέντων υπαλλήλων της, ώστε να χρησιμοποιήσει ο αναιρεσίβλητος εργαζόμενος τα ενδεικνυόμενα για την περίπτωση μέσα ατομικής προστασίας που είχε στη διάθεσή του, αν και όφειλε να πράξει κάτι τέτοιο, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι την προηγούμενη ημέρα είχε αφαιρεθεί το προαναφερόμενο μέσο συλλογικής προστασίας (δάπεδο εργασίας από ξύλινα μαδέρια). Ενώ, παράλληλα και ο αναιρεσίβλητος δεν έκανε χρήση των μέτρων ατομικής προστασίας και ειδικότερα της ζώνης ασφαλείας που του είχε χορηγηθεί, μεταξύ άλλων, από την αναιρεσείουσα, η οποία ήταν ικανή να αποτρέψει τον κίνδυνο πτώσης του. Με βάση δε τα πιο πάνω περιστατικά το Εφετείο δέχθηκε ότι το ατύχημα οφείλεται στη συντρέχουσα αμέλεια των διαδίκων ισομερώς (50%), κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως της αναιρεσείουσας (ΑΚ 300) και επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο χρηματική ικανοποίηση 30.000 €, κατόπιν σταθμίσεως των στοιχείων που απαιτούνται κατά νόμο. (ΑΚ 932), δηλαδή, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, της συνυπαιτιότητας των διαδίκων, του σοβαρού τραυματισμού του αναιρεσίβλητου, του νεαρού της ηλικίας του (26 ετών) και των εξ αυτής συνεπειών στη σωματική του υγεία, επαγγελματική και κοινωνική του ζωή και τέλος, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων. Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ’ουσία την έφεση του αναιρεσιβλήτου ως προς την αναιρεσείουσα (πρώτη εναγομένη) και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση 2009/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή, την οποία στη συνέχεια δέχθηκε κατά ένα μέρος και επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό που προαναφέρθηκε. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο: Α)Δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν και αυτές των άρθρων 300, 330 και 652 ΑΚ και συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ (πρώτος, δεύτερος, τέταρτος) είναι αβάσιμοι. Ενώ, καθ’ο μέρος, οι ίδιοι λόγοι προσάπτουν πλημμέλειες που αφορούν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ανελέγκτως η προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίπτονται ως απαράδεκτοι (ΚΠολΔ 561 παρ.1). Β)Διέλαβε στην απόφασή του, ως προς τη συνυπαιτιότητα των διαδίκων, πλήρεις, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων που εφάρμοσε και συνεπώς, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ (τρίτος) είναι αβάσιμος, Γ)έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, έστω και χωρίς να γίνεται σ’αυτή ειδική μνεία και ξεχωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού και ειδικότερα, στην από 18-2-2011 προανακριτική κατάθεση του παθόντος αναιρεσιβλήτου, στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, την οποία προσκόμισε με επίκληση η αναιρεσείουσα στο δικαστήριο ουσίας στην οποία αυτός αναφέρει ότι δεν ευθύνεται κανένας για το ατύχημα. Το αποδεικτικό αυτό μέσο αποτελεί εξώδικη ομολογία του ήδη αναιρεσίβλητου και η προσβαλλόμενη απόφαση το έλαβε υπόψη της συνεκτιμώντας αυτό ελευθέρως σε σχέση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα.
Συνεπώς, ο λόγος αυτός, με τον οποίο, κατ’ορθή εκτίμηση προσάπτεται η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ.11γ’ΚΠολΔ (πέμπτος) είναι αβάσιμος.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά τον νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός αναίρεσης στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη για τους ισχυρισμούς αυτούς ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, στην απόφασή του από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη για τη βασιμότητά τους. Ειδικότερα δεν απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποια από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 273/2011, ΑΠ 700/2009, 259/2007). Περαιτέρω, μετά την κατάργηση με τους ν.2207/1994 και 2479/1997 της προδικαστικής αποφάσεως και της εισαγωγής της διαδικασίας του άρθρου 270 ΚΠολΔ, σε όλες τις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας δεν τίθεται θέμα υποκειμενικού βάρους αποδείξεως, με την έννοια του προσδιορισμού του διαδίκου, στον οποίο πρέπει να επιβάλει με απόφαση του το δικαστήριο την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού. Αντίθετα το αντικειμενικό βάρος αποδείξεως, με την έννοια προσδιορισμού του διαδίκου, ο οποίος φέρει τον κίνδυνο της δημιουργούμενης στο δικαστήριο αμφιβολίας για την απόδειξη των θεμελιωτικών της αγωγής ή της ενστάσεως πραγματικών περιστατικών, εξακολουθεί να λειτουργεί, στο οποίο εντοπίζεται και περιορίζεται ο αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αρ.13 ΚΠολΔ, κατά τους ορισμούς του οποίου ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως (ΑΠ 1374/2013, ΑΠ 671/2010 ΑΠ 888/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, το εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, σε σχέση με τη συνυπαιτιότητα των διαδίκων (50%) στο πιο πάνω ατύχημα, λαμβάνοντας υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τις ένορκες βεβαιώσεις των διαδίκων (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προσκομισθείσες δύο από την αναιρεσείουσα, με αριθμούς … και …/2012 ενώπιον της συμβολαιογράφου Μεγαλουπόλεως Αρκαδίας Π. Πενήτα, που ελήφθησαν από τους εργαζόμενους σ’αυτήν Π. Λ. και Σ.Σ.) και όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.10 ΚΠολΔ (εκτός ως προς την κύρια βάση του). Ενώ, περαιτέρω, από τις διαλαμβανόμενες στην αρχή της παρούσας αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αβίαστα προκύπτει ότι, στην παραδοχή για συνυπαιτιότητα των διαδίκων στο πιο πάνω ατύχημα κατέληξε το Εφετείο, μετά το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που εκτίμησε. Με την έννοια δε αυτή δεν κατέληξε, στην περί πραγμάτων κρίση του, λόγω αδυναμίας της αναιρεσείουσας, ως εναγομένης, να βεβαιώσει αυταποδεικτικά ότι ο αναιρεσίβλητος – ενάγων ήταν αποκλειστικά υπαίτιος του προκληθέντος ατυχήματος, ώστε να τίθεται θέμα αναστροφής και παραβιάσεως του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, όπως υποστηρίζεται με την διατυπούμενη αναιρετική αιτίαση (εκτός λόγος ως προς την επικουρική βάση του) από το άρθρο 559 αριθ.13 ΚΠολΔ, η οποία ελέγχεται ως αβάσιμη.
ΙΙΙ. Περαιτέρω κατά το αρθρ. 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού αναιρετικά ανέλεγκτα δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ως κριτήρια το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών.
Συνεπώς, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας, η σχετική δε κρίση του, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου και μάλιστα αναφορικά με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ ΑΠ 13/2002 ΑΠ 8/2005 ΑΠ 19/2011 ΑΠ 1670/2006 ΑΠ 554/2007 ΑΠ 2037/2007 ΑΠ 804/2008 ΑΠ 787/2009 ΑΠ 1715/2010 ΑΠ 677/2011 ΑΠ 1251/2011 ΑΠ 43/2012 ΑΠ 114/2012), καθόσον ορίζοντας στο αρθρ.932 ΑΚ ο νομοθέτης ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά τη κρίση του χρηματική ικανοποίηση, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, έλαβε υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας και την εξειδίκευσε ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, απαιτώντας αυτή να είναι εύλογη (Ολ ΑΠ 6/2009 ΑΠ 1243/2010 και ΑΠ 1257/2011). Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τον πρόσθετο και τελευταίο λόγο της, ισχυρίζεται ότι το Εφετείο επιδικάζοντας υπέρ του αναιρεσιβλήτου χρηματική ικανοποίηση ύψους 30.000€ υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της αναλογικότητας. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει ν’απορριφθεί και τούτο γιατί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο ουσίας, η δε περί τούτου κρίση του είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο.
IV. Κατόπιν αυτών η αίτηση αναίρεσης πρέπει ν’απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου (ΚΠολΔ 183).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης (αριθ.καταθ.413/2014) κατά της απόφασης 2290/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οχτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Μαρτίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2015.
http://www.taxheaven.gr