Κοινά αποκτήματα κατά τη διάρκεια του γάμου
Της Ευαγγελίας Πολύμερου
Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1400 του Αστικού Κώδικα: “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.
Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια.
Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά, ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες”.
Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 1401 του Αστικού Κώδικα: “Η αξίωση του προηγούμενου άρθρου δεν γεννιέται, σε περίπτωση θανάτου, στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε. Επίσης δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει αναγνωρισθεί συμβατικά ή έχει επιδοθεί αγωγή. Η αξίωση παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου”.
Ως αποκτήματα νοείται η αξίωση συμμετοχής του ενός συζύγου στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί από τον άλλον κατά τη διάρκεια του γάμου.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άνω άρθρου οι προϋποθέσεις για την γέννηση αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου είναι οι εξής:
• Λύση/ Ακύρωση του γάμου ή συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων
• Αύξηση της περιουσίας του συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και η συνεπεία αυτής υποχρέωση προς απόδοση
• Η συμβολή του συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου με οποιονδήποτε τρόπο.
ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ 1/3 ΤΗΣ ΑΥΞΗΣΗΣ
Πρόκειται για μαχητό τεκμήριο, υπό την έννοια ότι, επιδέχεται ανταπόδειξη από τον εναγόμενο σύζυγο. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που το περιεχόμενο της αγωγής αφορά απόδοση ποσοστού επί της επαύξησης περιουσίας που αντιστοιχεί στο 1/3 αυτής, τότε ο ενάγων σύζυγος δεν υποχρεούται να αποδείξει τη δική του συμβολή, αλλά μόνο το γεγονός της επαύξησης της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου που αποτελεί και τη βάση του τεκμαρτού προσδιορισμού της συμβολής. Στην περίπτωση αυτή ο αντίδικος σύζυγος δύναται να ανταποδείξει μικρότερο ποσοστό συμβολής (εξ ου και το 1/3 αποκαλείται μαχητό τεκμήριο, διότι είναι θέμα απόδειξης των διαδίκων κατά πόσο η επαύξηση της περιουσίας σχετιζόταν με την έγγαμη συμβίωση). Στην περίπτωση όμως που το περιεχόμενο της αγωγής αφορά απόδοση ποσοστού μεγαλύτερου του 1/3 της επαύξησης περιουσίας, τότε ο ενάγων σύζυγος οφείλει να αποδείξει το μεγαλύτερο ποσοστό συμβολής του στην επαύξηση, ο δε εναγόμενος σύζυγος δύναται να ανταποδείξει μικρότερο ποσοστό συμβολής.
Για τον υπολογισμό της επαύξησης της περιουσίας, υπολογίζεται η διαφορά ανάμεσα στην τελική και αρχική περιουσία των συζύγων δηλαδή, συγκρίνεται η περιουσία κάθε συζύγου κατά την τέλεση του γάμου με την περιουσία που έχει κατά την λύση του γάμου, την ακύρωσή του, ή την συμπλήρωση της τριετούς διάστασης.
ΔΕΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ στην περιουσιακή αύξηση οτιδήποτε αποκτάται από χαριστική αιτία και συγκεκριμένα:
• δωρεά εν ζωή και αιτία θανάτου
• κληρονομιά (εξ’ αδιαθέτου και εκ διαθήκης)
• κληροδοσίες
• γονική παροχή
• ό,τι αποκτά κανείς από τη διάθεση/ πώληση των ανωτέρω αποκτημάτων, οι καρποί και τα αποκτήματα
• οι δωρεές που έχουν γίνει από τον ένα σύζυγο στον άλλο [κατά μια επικρατούσα στη θεωρία άποψη]
• κέρδη από λαχεία, παίγνια, στοιχήματα
• οτιδήποτε μολονότι αποκτήθηκε, δεν σώζεται κατά τη χρονική στιγμή γενέσεως της αξίωσης συμμετοχής, λόγω του ότι το απόκτημα έχει καταστραφεί (χωρίς υπαιτιότητα του συζύγου) ή εκποιηθεί και το τίμημα διατέθηκε για τις οικογενειακές ανάγκες.
ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΣΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ
Η συμβολή του δικαιούχου στην επαύξηση της περιουσίας, όπως αυτή ορίζεται στην υπόψη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο είτε άμεσα είτε έμμεσα.
ΑΜΕΣΗ ΣΥΜΒΟΛΗ: οποιαδήποτε υλική συμβολή του / της συζύγου. Δηλαδή, οτιδήποτε ο δικαιούχος κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης έχει διαθέσει υπό την μορφή κεφαλαίου, εργασίας κ.λ.π.
ΕΜΜΕΣΗ ΣΥΜΒΟΛΗ: οτιδήποτε παρέχεται στον/ στην σύζυγο με την μορφή της εξοικονόμησης πόρων και της διευκόλυνσης για την ανάπτυξη της επαγγελματικής δραστηριότητας του / της συζύγου. Μιλάμε δηλαδή για όποια ενίσχυση ψυχική και οποιαδήποτε συμβολή στην καθημερινότητα του συζύγου η οποία διευκόλυνε την ζωή του και συνακόλουθα τον οδήγησε μέσω της ανετότερης διεκπεραίωσης των εργασιών του στην επαύξηση της περιουσίας του. Ενδεικτικά αναφέρονται οι κάτωθι περιπτώσεις:
• Ανατροφή των τέκνων και πλήρης ενασχόληση με τις οικιακές εργασίες. Σε αυτήν την περίπτωση η συμβολή της συζύγου θα πρέπει να αποτιμάται σε χρήμα δηλ. σε μηνιαίο εισόδημα που τυχόν θα αποκόμιζε από εξωοικιακή εργασία εάν και εφόσον δεν είχε επιδοθεί στις οικιακές εργασίες για την οικογένειά της.
• Παροχή βοήθειας στο επάγγελμα του συζύγου, υπό την μορφή των ιδεών της ψυχικής τόνωσης κ.α.
• Συμπαράσταση σε δύσκολες περιόδους (ασθένεια)
• Εξοικονόμηση μισθωμάτων στην περίπτωση παροχής στέγης από τους γονείς του/της συζύγου
Τα παραπάνω ισχύουν στην περίπτωση που πριν ή κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι δεν έχουν επιλέξει το συμβατικό σύστημα της κοινοκτημοσύνης για τη ρύθμιση των μεταξύ σας περιουσιακών ζητημάτων, οπότε και η επίλυση των τελευταίων καθίσταται πιο ευχερής (Αρ. 1403-1405 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχεία αποκτηθεί κατά τον γάμο ανήκει και στα δύο μέρη.
Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα ή κατ’ ορθότερη ορολογία “η αξίωση συμμετοχής στην περιουσιακή αύξηση”, βασίζεται στο σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων (αρ. 1397 ΑΚ) η οποία, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Αστικού Κώδικα για την ελεύθερη επιλογή του συστήματος της κοινοκτημοσύνης, δεν μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του γάμου. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων συνεπάγεται ατομική ευθύνη του καθενός συζύγου απέναντι στους δανειστές και ελευθερία συναλλαγής γεγονός που προστατεύει τις συναλλαγές. Οι αδικίες μέσα στο γάμο που μπορεί να προκύψουν από την άνω αρχή αίρονται από το νομοθέτη με τη θέσπιση της αρχής του ποσοστού της συμβολής του καθενός συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου.
ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η αξίωση συζύγου από την περιουσία του έτερου συζύγου, ανήκει στο παθητικό της περιουσίας του τελευταίου, ο δε δικαιούχος σύζυγος θεωρείται δανειστής του υποχρέου. Πλην όμως για να ισχύσει αυτό θα πρέπει η αξίωση να έχει αναγνωρισθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση και προκειμένου να ικανοποιηθεί προνομιακά σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης από άλλους δανειστές (π.χ. Τράπεζες ή Δημόσιο) θα πρέπει να έχει επιπλέον εξοπλισθεί με εμπράγματη ασφάλεια. Διαφορετικά θα θεωρηθεί εγχειρόγραφος/ανέγγυος δανειστής και ο η απαίτηση του συζύγου θα καταταγεί τυχαίως και εφ’ όσον το εκπλειστηρίασμα επαρκεί.
Ζήτημα προκύπτει σε κάθε περίπτωση από τις διατάξεις του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που ψηφίστηκαν στις 22.7.2015 ως “Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4334/2015” που θα τύχει εφαρμογής από 1.1.2016. Αξίζει εδώ να τονίσουμε ότι σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν.4334/2015 η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε τον νόμο αυτό ως ενσωμάτωση της συμφωνίας του EUROSUMMIT (S/N 4070/12.07.2015). Στα πλαίσια της συμφωνίας ήταν και η υιοθέτηση ενός πλήρως αναμορφωμένου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ως προς τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις για το σύστημα πολιτικής δικαιοσύνης ώστε να επιταχυνθεί σημαντικά η δικαστική διαδικασία και η μείωση του σχετικού κόστους.
Οι εν λόγω αλλαγές φαίνονται να ευνοούν τις Τράπεζες ακόμα και έναντι του Δημοσίου, πολλώ δε μάλλον έναντι των συζύγων κατά του οφειλέτη συζύγου για δύο λόγους:
(α) Σύμφωνα με τις διατάξεις 993 και 995 ΚΠολΔ για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου που κατάσχεται, θα λαμβάνεται υπόψη η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης. Επίσης, ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου θα ορίζεται η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης, διάταξη η οποία είναι πιθανό να επιτρέψει στις Τράπεζες, που κατά κανόνα επισπεύδουν τις διαδικασίας αυτές και εν όψει της ρευστής κατάστασης που επικρατεί στην αγορά ακινήτων, να προσδιορίζουν μικρές εμπορικές αξίες, σε βλάβη των συμφερόντων τόσο των οφειλετών, όσο και των λοιπών δανειστών, δοθέντος ότι οι οφειλέτες θα συνεχίσουν αν ενέχονται για το υπόλοιπο της οφειλής τους, η δε λοιπή περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση και των λοιπών δανειστών τους. Επισημαίνεται δε ότι, ακόμη και στην περίπτωση που ο δικαιούχος σύζυγος έχει κατορθώσει να ασφαλίσει εμπράγματα την απαίτησή του, με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας που ισχύει στο εμπράγματο δίκαιο, είναι εξαιρετικά πιθανό η αξίωση της Τράπεζας να προηγείται της δικής του, αφού συνήθως οι εμπράγματες εξασφαλίσεις συστήνονται κατά τη σύναψη των σχετικών δανειακών συμβάσεων.
(β) Επιπλέον, ο επανακαθορισμός της σειράς κατάταξης των δανειστών στον πίνακα γενικών προνομίων και η κατάργηση της ισχύουσας πρόβλεψης για τη διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά μετά την ικανοποίηση της τρίτης τάξης αυτών ευνοεί αποκλειστικά τις Τράπεζες, σε βάρος κάθε άλλου δανειστή, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Οι δε Τράπεζες αποκτούν συμμετοχή στη διανομή του πλειστηριάσματος ακόμα και με την προσημείωση υποθήκης (μη προνομιούχα απαίτηση), χωρίς να είναι αναγκασμένες να την έχουν τρέψει σε υποθήκη.
Ειδικότερα στην τροποποιηθείσα διάταξη του άρθρου 977 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα στην §3 προβλέπεται, μεταξύ των άλλων, συμμετοχή στη διανομή του πλειστηριάσματος και των προσημειούχων δανειστών εις τρόπο ώστε οι απαιτήσεις με ειδικό προνόμιο (υποθήκη) του άρθρου 976 να ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις με γενικό προνόμιο του άρθρου 975 (δικηγορικές αμοιβές, αμοιβές εργαζομένων, απαιτήσεις δημοσίου για ΦΠΑ, απαιτήσεις οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης) έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις (προσημειώσεις) έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Επίσης προβλέπεται, αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 976 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι πρώτες ικανοποιούνται έως το ενενήντα τοις εκατό (90%) και οι δεύτερες έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως, ενώ αν συντρέχουν απαιτήσεις του άρθρου 975 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι απαιτήσεις του άρθρου 975 ικανοποιούνται σε ποσοστό έως το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, ενώ οι μη προνομιούχοι ικανοποιούνται στο υπόλοιπο ποσοστό συμμέτρως.
Πάντα τα ανωτέρω, δημιουργούν προβληματισμό ως προς τη συνταγματικότητα των άνω διατάξεων και δη την ισότιμη έννομη προστασία όλων των δανειστών, εν προκειμένω των συζύγων που αξιώνουν απόδοση της συμμετοχής τους στην επαύξηση της περιουσίας του/της ετέρου συζύγου.
Ταύτα δε τοσούτω μάλλον καθ’ όσον, σύμφωνα με την παρ. 8β του ν. 4336/2015 (Νέο Μνημόνιο) το όριο του ακατασχέτου των τραπεζικών λογαριασμών μειώθηκε στο ποσό των 1.250 € μηνιαίως, ανά φυσικό πρόσωπο και ανά πιστωτικό ίδρυμα, γεγονός που παρέχει στα τραπεζικά ιδρύματα μία ακόμη διέξοδο να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους, προβαίνοντας σε άμεση κατάσχεση του υπολοίπου τραπεζικών λογαριασμών που δε καλύπτονται από τα όρια του ακατασχέτου.
Εν όψει των ανωτέρω, είναι πιθανό οι αντίδικοι σύζυγοι να ακολουθήσουν την πρακτική της σύμβασης συμβιβασμού (άρθρο 871 Α.Κ.), με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους, ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση. Η σύμβαση συμβιβασμού είναι δεσμευτική για τους συμβαλλόμενους. Συνεπώς, δεν μπορεί κανένα από τα μέρη να προβάλει ξανά αξιώσεις από τις οποίες παραιτήθηκε με το συμβιβασμό και αν τις προβάλει, αποκρούεται από το άλλο μέρος με την ανατρεπτική ένσταση της συνάψεως του συμβιβασμού. Μετά τον συμβιβασμό κατανέμεται οριστικά η περιουσία και δεν μπορεί να λυθεί με διαφορετικό τρόπο η έννομη σχέση που ρυθμίσθηκε με το συμβιβασμό. Το δικαστήριο, αν προταθεί, οφείλει να διατυπώσει το διατακτικό της απόφασής του σύμφωνα με το περιεχόμενο της μεταξύ των ενδιαφερομένων σύμβασης συμβιβασμού και να αποφανθεί ότι δεν υπάρχει αντικείμενο για να συνεχισθεί η δίκη. Είναι δε έγκυρος ο συμβιβασμός που γίνεται μετά τη λύση του γάμου και αφορά τις μεταξύ των πρώην συζύγων αξιώσεις για τη συμμετοχή τους στα αποκτήματα του άλλου κατά τη διάρκεια του γάμου (ΑΠ 1872/2009).
Διά του άνω τρόπου, ο ένας σύζυγος δύναται να μεταβιβάσει στον έτερο σύζυγο το τεκμαρτό ποσοστό της συμβολής του στην επαύξηση της περιουσίας του (1/3) και ο/η δικαιούχος σύζυγος να αποφύγει τρόπον τινά την αναγγελία και την κατάταξή του στους λοιπούς δανειστές του υποχρέου συζύγου κατά τη επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του.
Πλην όμως, στην περίπτωση αυτή, επισημαίνεται ο κίνδυνος η εν λόγω δικαιοπραξία να προσβληθεί από τις Τράπεζες ή το Δημόσιο ως καταδολιευτική κατ΄ αρθ. 939 ΑΚ, δοθέντος ότι θα πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, ήτοι (α) η ύπαρξη απαιτήσεως του δανειστή κατά την άσκηση της αγωγής, η οποία (απαίτηση) δεν απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικώς ούτε να έχει εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο, (β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού του στοιχείου, (γ) σκοπός βλάβης των δανειστών που προκαλείται με την ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη λόγω της απαλλοτριώσεως, με αποτέλεσμα η περιουσία που απομένει, δηλαδή η εμφανής περιουσία, να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των αξιώσεων των δανειστών και δ) γνώση του τρίτου, προς τον οποίον γίνεται η απαλλοτρίωση, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει με σκοπό βλάβης των δανειστών. Η γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση (μεταβίβαση), σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό, ή από αγχιστεία έως το δεύτερο.
Πέραν τούτου, στην περίπτωση ύπαρξης οφειλών έναντι του Δημοσίου, ενδέχεται να προκύψει κώλυμα κατά τη διαδικασία της μεταβίβασης του περιουσιακού στοιχείο, δοθέντος ότι είναι πιθανό ο υπόχρεος και μεταβιβάζων σύζυγος να μη δύναται να λάβει φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα για την ολοκλήρωση της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας.
Πάντα τα ανωτέρω, αποτελούν παράγοντες που οι σύζυγοι οφείλουν να λάβουν υπόψη τους, προτού επιχειρήσουν να διανείμουν την περιουσία τους με τη διαδικασία του εξωδικαστικού ή δικαστικού συμβιβασμού, ενώ υπάρχουν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές αξιώσεις ιδιωτών ή του Δημοσίου σε βάρος ενός εξ αυτών ή αμφοτέρων.
* H κα Ευαγγελία Πολύμερου είναι δικηγόρος, συνεργάτης της Artion A.E. ΠΗΓΗ