Το νομοθετικό πλαίσιο του επανελέγχου των φορολογικών υποθέσεων
Μετά από το θέμα που δημιουργήθηκε με την Γενική Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κα. Σαββαΐδου, σχετικά με τον επανέλεγχο που διέταξε και το δικαίωμα της Διοίκησης για τη διενέργεια φορολογικών επανελέγχων, παραθέτουμε το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, καταλήγοντας στα δικά μας συμπεράσματα, μόνο ως προς το νομικό κομμάτι της υποθέσεως.
Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 5 του Ν. 4174/2013 περί Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ορίζεται σχετικά με το θέμα του επανελέγχου των φορολογικών υποθέσεων πως:
«Η Φορολογική Διοίκηση έχει δικαίωμα επανελέγχου φορολογικής περιόδου ή υπόθεσης για την οποία έχει ήδη διενεργηθεί πλήρης έλεγχος, μόνον εάν προκύψουν νέα στοιχεία, τα οποία επηρεάζουν τον υπολογισμό της φορολογικής οφειλής. Ως «νέο στοιχείο» νοείται κάθε στοιχείο, το οποίο δεν θα μπορούσε να είναι γνωστό στη Φορολογική Διοίκηση κατά τον αρχικό φορολογικό έλεγχο.»
Ο χρόνος του επανελέγχου
Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει στην συγκεκριμένη περίπτωση και με την παραδοχή ότι η θιγόμενη επιχείρηση έχει εξαντλήσει ήδη όλα τα νόμιμα μέσα, έχει δηλαδή προσφύγει και στα Διοικητικά Δικαστήρια, είναι κατά πόσον αφενός μεν μπορεί αυτή να αιτηθεί επανελέγχου, αφετέρου δε κατά πόσον μπορεί να της είναι χρήσιμο το πιθανόν ευνοϊκότερο για αυτήν αποτέλεσμα, αφού πλέον τα φύλλα ελέγχου έχουν καταστεί οριστικά και μόνο αρμόδιο για την ακύρωση ή τροποποίησή τους είναι το Διοικητικό Δικαστήριο. Απάντηση στα ερωτήματα αυτά δίνει εν μέρει η με αριθμό 1128191/4299/πολ. 1320/10.12.1997 εγκύκλιος του Υπουργείου Οικονομικών (ΔΦΝ 1998-54-) αναφορικά με την με αριθμό 612/1997 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. (Ολομέλεια). Ειδικά αναφέρεται ότι: «Η διενέργεια του επανελέγχου μπορεί να γίνει και μετά την έκδοση και κοινοποίηση των σχετικών φύλλων ελέγχου ή των άλλων καταλογιστικών πράξεων». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι η ανωτέρω γνωμοδότηση ανατρέπει την μέχρι τότε υφιστάμενη γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. (Ολομέλειας Διακοπών) με αριθμό 519/1997, σύμφωνα με την οποία «Η διενέργεια του επανελέγχου μπορεί να γίνει μόνο πριν από την έκδοση και κοινοποίηση των σχετικών φύλλων ελέγχου ή των άλλων καταλογιστικών πράξεων». Την ανατροπή αυτού του σκέλους της γνωμοδότησης την προκάλεσε νεότερο ερώτημα επ’ αυτού του Υπ. Οικονομικών, στο οποίο εκθέτονταν ενστάσεις επί του θέματος. (Δ.Φ.Ν. 1998 σελ. 54 και επόμενες)
Ειδικά στην με αριθμό 612/1997 γνωμοδότηση της ολομέλειας του Ν.Σ.Κ. αναφέρεται ότι: «Η θέση της γνωμοδοτήσεως επί του τρίτου σκέλους του ερωτήματος, ως προς το χρονικό όριο μέχρι του οποίου μπορεί να γίνει ο επανέλεγχος, δυσχεραίνει τα πράγματα στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ανακύπτει ανάγκη διενέργειας επανελέγχου μετά την έκδοση των Διοικητικών πράξεων (πράξη προσδιορισμού φόρου, πράξη επιβολής προστίμου κλπ.), κάτι που αποτελεί και την πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Γι’ αυτό και με δεδομένο το αμετάκλητο των εκδοθέντων Διοικητικών πράξεων καθώς και το ανεπίτρεπτο της εκδόσεως συμπληρωματικών φύλλων ελέγχου, παρά μόνο στις ρητά καθοριζόμενες από το νόμο περιπτώσεις (άρθρο 68 παρ. 2 ν. 2238/94), εκφράζεται η άποψη κατά την οποία ο επανέλεγχος θα μπορούσε να γίνει και μετά την έκδοση και κοινοποίηση των φύλλων ελέγχου. Τυχόν δε διαφοροποίηση του πορίσματος του επανελέγχου, σε σχέση με την αρχική κρίση επί της υποθέσεως, να λαμβάνεται υπόψη κατά το στάδιο της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ή στο πλαίσιο του δικαστικού συμβιβασμού (άρθρο 71 Ν. 2238/94 και 1 Ν.Δ. 4600/1966)».
Συμπεράσματα
- Είναι δυνατός ο επανέλεγχος μετά από αίτηση της θιγόμενης επιχείρησης και μετά την έκδοση και κοινοποίηση των Διοικητικών πράξεων. Επειδή η επίμαχη γνωμοδότηση αναφέρεται και σε στάδιο δικαστικού συμβιβασμού, γίνεται κατανοητό ότι καθώς η ύπαρξη του σταδίου αυτού προϋποθέτει προσφυγή από τον φορολογούμενο στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης ή στα Διοικητικά Δικαστήρια, η δυνατότητα επανελέγχου υφίσταται και μεταγενέστερα του χρόνου ενδικοφανούς προσφυγής ή προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια.
- Σε περίπτωση που έχει ήδη γίνει προσφυγή στα αρμόδια Διοικητικά Δικαστήρια, τυχόν διαφορετικά αποτελέσματα του επανελέγχου επ΄ ωφελεία ή μη της επιχείρησης θα πρέπει να αποστέλλονται άμεσα από την Διοίκηση στα Δικαστήρια αυτά, ώστε να συνεκτιμώνται κατά την εκδίκαση της υποθέσεως. Σε καμιά περίπτωση τα όποια αποτελέσματα του επανελέγχου δεν μπορούν να τροποποιήσουν τα εκδοθέντα φύλλα ελέγχου, πράξεις προσδιορισμού ή αποφάσεις επιβολής προστίμου. Η δυνατότητα αυτή βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στην διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη ή όχι τα τυχόν διαφοροποιημένα αποτελέσματα του επανελέγχου.
- Η επανελεγχθείσα επιχείρηση δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το τυχόν ευνοϊκό αποτέλεσμα του επανελέγχου, το οποίο της έχει κοινοποιηθεί, ενώπιον της αρμόδιας κατά περίπτωση Αρχής, για πιθανή άρση των μέτρων του άρθρου 14 του Ν. 2523/97. Θα πρέπει να γίνει αναφορά στην με αριθμό 293/2007 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., σύμφωνα με την οποία «Δεν είναι επιτρεπτή και συνεπώς επανεξεταστέα επί της ουσίας από την Υπηρεσία αίτηση από τον καθού τα μέτρα περί άρσεως αυτών και ακολούθως η έκδοση αποφάσεως επί του αιτήματος από τον αρμόδιο Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ενώ εκκρεμεί η απόφανση των διοικητικών δικαστηρίων επί της προσφυγής κατά των μέτρων».
- Ήδη μετά την εφαρμογή του νέου Κ.Φ.Δ. Ν. 4174/2013, τυχόν επίλυση της διαφοράς στην Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών μετά από ενδικοφανή προσφυγή, δεν εξαιρεί τον υπόχρεο από τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπει ο νομοθέτης (παρ. 3 άρθρου 68 του νόμου), όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 66 του Κ.Φ.Δ., όπως ισχύει μετά την εφαρμογή του Ν. 4337/2015.