Πλειστηριασμούς σπιτιών για δανειολήπτες των 300 ευρώ ζητούν οι θεσμοί
Του Βασίλη Γεώργα
Στις απευθείας διαπραγματεύσεις με τους επικεφαλής των θεσμών που ξεκινούν επίσημα σήμερα στις 11 το πρωί, έχει εναποθέσει τις προσδοκίες της η κυβέρνηση προκειμένου να βρεθεί μια “κοινωνικά δίκαιη” και “πολιτικά αποδεκτή” λύσης στο μέτωπο της προστασίας των δανειοληπτών από το νέο μοντέλο διαχείρισης των κόκκινων δανείων.
Ειδικά στο θέμα του καθορισμού των κριτηρίων του Νόμου Κατσέλη για την προστασία από πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, το χάσμα με τα τεχνικά κλιμάκια αποδείχθηκε αγεφύρωτο κατά τις συζητήσεις των προηγούμενων εβδομάδων, και πλέον ο αρμόδιος υπουργός Ανάπτυξης Γιώργος Σταθάκης αναζητά συμβιβαστική φόρμουλα στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, αναγνωρίζοντας ότι επείγει να κλείσει άμεσα το θέμα, αλλά χωρίς παράλληλα να αποκλείει “σύγκρουση” και “εμπλοκή” στις διαπραγματεύσεις.
Οι εκπρόσωποι των δανειστών εμφανίζονται μέχρι σήμερα να ερμηνεύουν αυστηρά το γράμμα του τρίτου μνημονίου, το οποίο προβλέπει ότι προστασία της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς θα πρέπει να δικαιούνται μόνο οι πραγματικά “οικονομικά ευάλωτοι” δανειολήπτες. Τα τεχνικά κλιμάκια έχουν ζητήσει να μειωθεί το όριο της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων που προστατεύονται από πλειστηριασμούς στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, στα 120.000 ευρώ, από 300.000 που είναι σήμερα για έναν άγαμο (αφορολόγητο απόκτησης πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά 50%), ή τις 450.000 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια. Η σχετική συζήτηση είχε ξεκινήσει μάλιστα από τις 60.000 ευρώ, όπως παραδέχθηκε χθες υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος το οποίο συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις.
Σε ό,τι αφορά το εισοδηματικό κριτήριο, δεν είναι ξεκάθαρο αν οι δανειστές θέτουν ως ανώτατο επίπεδο το όριο της φτώχειας όπως είπε χθες ανώτατη κυβερνητική πηγή, ή το σχετικό “κατώφλι” της φτώχειας. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, προστασίας θα απολαμβάνουν μόνο οι πολύ φτωχοί με βάση αυτή την πρόταση.
Στην πρώτη περίπτωση, το όριο φτώχειας καθορίζεται σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ στα 4.600 ευρώ το χρόνο για τον άγαμο και τα 9.677 ευρώ για τετραμελή οικογένεια. Στη δεύτερη περίπτωση το “κατώφλι” της φτώχειας είναι στα 8.879 ευρώ ετήσιο ατομικό εισόδημα για έναν άγαμο και τα 17.270 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια.
Στην ουσία οι εκπρόσωποι των δανειστών φέρονται να προτείνουν σε αυτή τη φάση να επιτραπούν οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας από ιδιοκτήτες που έχουν εισόδημα της τάξης των 330 ευρώ (όριο φτώχειας) ή τα 650 ευρώ το μήνα (κατώφλι φτώχειας), εφόσον συνεχίζουν να μην ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Στην πράξη, ωστόσο, με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδας προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις δανείων θα γίνονται με βάση τις “εύλογες δαπάνες διαβίωσης” των νοικοκυριών (έξοδα διατροφής, στέγασης, εκπαίδευσης κλπ) ώστε να υπολογίζεται από τις τράπεζες η δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων. Εάν όμως παρ’ όλα αυτά ο δανειολήπτης κρίνεται “μη συνεργάσιμος”, θα ανοίγει ο δρόμος του πλειστηριασμού ακόμη και για νοικοκυριά πολύ χαμηλών εισοδημάτων.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση εμμένει στη θέση της ότι η απαγόρευση πλειστηριασμών πρέπει να ισχύει για όσο το δυνατόν περισσότερα νοικοκυριά μικρών και μεσαίων εισοδημάτων, προκειμένου να μην υπάρξουν και στην Ελλάδα φαινόμενα εξώσεων τύπου Ισπανίας και Ηνωμένων Πολιτειών, και θα επιχειρήσει να πείσει τους επικεφαλής των ελεγκτών για την κοινωνική και πολιτική αναγκαιότητα να θεσπιστούν υψηλότερα εισοδηματικά και αντικειμενικά κριτήρια. Εντούτοις δέχεται πως με τις σημερινές προϋποθέσεις του νόμου δημιουργείται χώρος για “στρατηγικούς κακοπληρωτές” και απαιτούνται αλλαγές.
Στο πλαίσιο αυτό, το υπουργείο Ανάπτυξης φέρεται πως έχει προτείνει η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας που θα μπορεί να εξαιρεθεί από πλειστηριασμό να μειωθεί στα 300.000 ευρώ για όλους, να θεσπιστεί εισοδηματικό κριτήριο μέχρι 35.000 ευρώ τον χρόνο (σ.σ όσο προβλέπονταν και στον νόμο Χατζηδάκη που έπαψε να ισχύει στο τέλος του 2014) και παράλληλα να τεθεί πλαφόν 250.000 ευρώ στο σύνολο των οφειλών του δανειολήπτη. Με την πρόταση αυτή η κυβέρνηση εκτιμά πως προστατεύεται το 88% των υπερχρεωμένων δανειοληπτών που έχουν προσφύγει ή θα προσφύγουν στον νόμο Κατσέλη.
Κυβέρνηση: “Δεν περνάει”
Η κυβέρνηση όλες αυτές τις ημέρες έχει φροντίσει να στείλει το μήνυμα πως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ούτε η πρόταση πώλησης στεγαστικών δανείων σε distress funds (σε αντίθεση με τα επιχειρηματικά που φαίνεται ότι την αποδέχεται), ούτε όμως και η θέσπιση υπερβολικά σκληρών κριτηρίων για την προστασία της πρώτης κατοικίας των “κόκκινων” δανειοληπτών. Ένα από τα βασικά της επιχειρήματα είναι πως για κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να σηκώσει τέτοιο πολιτικό κόστος και κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν θα στηρίξει τέτοιες ρυθμίσεις, ενώ και από οικονομικής άποψης δεν υπάρχει ουσιαστικό όφελος.
Αν όλος ο “σαματάς” γίνεται για τα μάτια του κόσμου και οι δύο πλευρές είναι πρόθυμες για εκατέρωθεν παραχωρήσεις ώστε να προχωρήσει η αξιολόγηση, θα φανεί τα επόμενα λίγα 24ωρα, εντούτοις γεγονός είναι πως η απόσταση που φαίνεται πως πρέπει να διανύσουν κυβέρνηση και δανειστές για να συμφωνήσουν στους πλειστηριασμούς, είναι μεγάλη.
Μια κρίσιμη παράμετρος που θα πρέπει να γνωρίζει κανείς είναι ότι προστασία από πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας παρέχεται βάσει του νόμου 3869/2010 μόνον εφόσον ο δανειολήπτης υπαχθεί στον νόμο Κατσέλη για να ρυθμίσει τα δάνειά του και ζητήσει από το δικαστήριο να διασωθεί η πρώτη κατοικία του, αφού πρώτα συμφωνήσει να ρευστοποιήσει τυχόν άλλα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει (εξοχικό, ακίνητα κλπ) και τα οποία δεν εξυπηρετούν ανάγκες διαβίωσης.
Για τους δανειολήπτες που δεν θα εμπίπτουν στα αυστηρότερα κριτήρια της νέας υπουργικής απόφασης, από 1.1.2016 δεν θα υπάρχει καμία προστασία, ειδικά από τη στιγμή που μέσω της υπηρεσίας Πίστωσης και Πλούτου και την ανάλυση των περιουσιακών και εισοδηματικών στοιχείων τους από τις τράπεζες, αποδεικνύεται πως διαθέτουν χρήματα και περιουσιακά στοιχεία, αλλά δεν πληρώνουν, ή δεν συμμορφώνονται στις διευθετήσεις χρεών με τις τράπεζες στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδας.