Άρθρα
Γ.Ε.ΜΗ. – Ποιοι θεωρούνται έμποροι – Υποχρεωτική και δυνητική εγγραφή – Ανάλυση, νομολογία, παραδείγματα
Κωνσταντίνος Αντ. Κουλογιάννης
Πτυχιούχος Τ.Ε.Ι.
Λογιστής – Φοροτεχνικός
Μέλος της επιστημονικής ομάδας του Taxheaven
Ειρήνη Νικ. Λιαπάτη
Λογίστρια – φοροτεχνικός
Μέλος της επιστημονικής ομάδας του TAXHEAVEN
Με την ψήφιση του νόμου 3419/2005, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, θεσπίστηκε η υποχρέωση των εμπορικών επιχειρήσεων να απογράφονται στο Γ.Ε.ΜΗ. Σύμφωνα με τηνπαράγραφο 1 του άρθρου 1 του νόμου 3419/2005 στο Γ.Ε.ΜΗ. εγγράφονται υποχρεωτικά:
α. Τα φυσικά πρόσωπα που είναι έμποροι και διαθέτουν επαγγελματική κατοικία ή εγκατάσταση ή ασκούν εμπορία μέσω κύριας ή δευτερεύουσας εγκατάστασης στην ημεδαπή.
β. Η ένωση προσώπων που ασκεί εμπορία μέσω κύριας ή δευτερεύουσας εγκατάστασης στην ημεδαπή και κάθε εμπορική εταιρεία, εφόσον η σύστασή της έγινε κατά το ελληνικό δίκαιο, ήτοι η ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη (απλή ή κατά μετοχές) εταιρεία, ο αστικός συνεταιρισμός, στον οποίο περιλαμβάνεται ο αλληλοασφαλιστικός και ο πιστωτικός συνεταιρισμός, η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και η ανώνυμη εταιρεία καθώς και τα πρόσωπα τα οποία έχουν υποχρέωση αναγγελίας κατά το άρθρο 39 του από 27.11/14.12.1926 προεδρικού διατάγματος. Από την εγγραφή στο Γ.Ε.ΜΗ. εξαιρούνται οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί που προβλέπονται στο π.δ. 53/1987 (Α΄ 52), οι ναυτικές εταιρείες που συνιστώνται κατά το ν. 959/1979 (Α΄ 192) και οι ναυτιλιακές εταιρείες πλοίων αναψυχής που συνιστώνται κατά το ν. 3182/2003 (Α΄ 220).
γ. Οι ευρωπαϊκοί όμιλοι οικονομικού σκοπού, που προβλέπονται από τον Κανονισμό 2137/1985/ΕΟΚ (ΕΕΕΚ L. 199, διορθωτικό L. 247) και έχουν την έδρα τους στην ημεδαπή.
δ. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες που προβλέπονται στον Κανονισμό 2157/2001/ΕΚ (ΕΕΕΚ L. 294) και έχουν την έδρα τους στην ημεδαπή.
ε. Οι ευρωπαϊκές συνεταιριστικές εταιρείες που προβλέπονται στον Κανονισμό 1435/2003/ΕΚ (ΕΕΕΚ L. 207) και έχουν την έδρα τους στην ημεδαπή.
στ. Οι υπόχρεοι που αναφέρονται στις προηγούμενες περιπτώσεις και έχουν την κύρια εγκατάσταση ή την έδρα τους στην ημεδαπή έχουν αυτοτελή υποχρέωση εγγραφής, ως προς τα υποκαταστήματα που διατηρούν στην ημεδαπή.
ζ. Οι αλλοδαπές εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 1 της Οδηγίας 68/151/ΕΟΚ (ΕΕΕΚ L. 65), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 της Οδηγίας 2003/58/ΕΚ (ΕΕΕΚ L. 221) και έχουν έδρα σε κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), ως προς τα υποκαταστήματα ή πρακτορεία που διατηρούν στην ημεδαπή.
η. Οι αλλοδαπές εταιρείες που έχουν έδρα σε τρίτη χώρα και νομική μορφή ανάλογη με εκείνη των αλλοδαπών εταιριών που αναφέρεται στην περίπτωση ζ΄, ως προς τα υποκαταστήματα ή πρακτορεία που διατηρούν στην ημεδαπή.
θ. Άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που έχουν την κύρια εγκατάσταση ή την έδρα τους στην αλλοδαπή και δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις ζ΄ και η΄, ως προς τα υποκαταστήματα ή πρακτορεία μέσω των οποίων ασκούν εμπορία στην ημεδαπή.
Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι στο Γ.Ε.Μ.Η. εγγράφονται προαιρετικά:
α. οι κοινοπραξίες,
β. οι αστικές εταιρείες που προβλέπονται στο άρθρο 784 ΑΚ,
γ. τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που ασκούν ή προτίθενται να ασκήσουν οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα, χωρίς να έχουν καταστεί έμποροι από την άσκηση της δραστηριότητας αυτής.
Στις οδηγίες που έδωσε το Γ.Ε.ΜΗ. με την εγκύκλιο Κ1-1184/12.6.2012 για τις ημερομηνίες απογραφής των επιχειρήσεων, υπήρξε διαχωρισμός σε δύο κατηγορίες:
-στους υπόχρεους απογραφής:
Α.Ε., Ε.Π.Ε, Ο.Ε., Ε.Ε., αστικοί συνεταιρισμοί, υποκαταστήματα αλλοδαπών Α.Ε. και Ε.Π.Ε.
και
-και στους δυνητικά υπόχρεους απογραφής:
φυσικά πρόσωπα-έμποροι, οι ευρωπαϊκοί όμιλοι οικονομικού σκοπού, οι ευρωπαϊκές εταιρείες του Κανονισμού 2157/2001/ΕΚ, οι ευρωπαϊκές συνεταιριστικές εταιρείες του Κανονισμού1435/2003/ΕΚ, τα υποκαταστήματα της ημεδαπής αυτών των υπόχρεων, τα υποκαταστήματα ή πρακτορεία στην ημεδαπή μέσω των οποίων ασκούν εμπορία φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που έχουν την κύρια εγκατάσταση ή την έδρα τους στην αλλοδαπή και δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις ζ’ και η’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3419/2005.
Με αφορμή την υποχρέωση υποβολής αποδεικτικού δήλωσης φορολογίας εισοδήματος στο Γ.Ε.ΜΗ., τις τελευταίες ημέρες έχει επικρατήσει μια σύγχυση σχετικά με την περίπτωση α’ και θ’ τηςπαρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3419/2005 και συγκεκριμένα ως προς το ποια πρόσωπα ασκούν εμπορία ή αποκτούν την εμπορική ιδιότητα και κατά συνέπεια εντάσσονται στις ως άνω περιπτώσεις και φυσικά είναι υπόχρεα εγγραφής στο Γ.Ε.ΜΗ.
Ανατρέχοντας στις διατάξεις του Εμπορικού Νόμου (Β.Δ. της 19 Απριλίου/ 1 Μαΐου 1835, ΦΕΚ Α 15/1835) και συγκεκριμένα στο άρθρο 1, παράγραφος 1, διαπιστώνουμε ότι ορίζονται τα ακόλουθα:
“Έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικάς και κύριον επάγγελμα έχουν την εμπορίαν”.
Κατά την έννοια του άρθρου 1 του εμπορικού νόμου, έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικές και κύριο επάγγελμα έχουν την εμπορία (σ.σ. η διατύπωσις του άρθρου 1 οφείλεται σε εσφαλμένην μετάφρασιν του άρθρου 1 γαλλικού Ε.Κ. Η ορθή μετάφρασις, η οποία αποτελεί και το ισχύον δίκαιον, έχει ως εξής: «Έμποροι είναι όσοι ασκούν εμπορικάς πράξεις και εξ αυτών σχηματίζουν το σύνηθες αυτών επάγγελμα». Ε. Σκαλίδης, Εμπορικός Κώδιξ, 1983, σελ. 17).
Ως στοιχεία της έννοιας του εμπόρου απαιτείται, πλην άλλων η άσκηση των εμπορικών πράξεων να γίνεται κατά σύνηθες επάγγελμα, δηλαδή με σειρά ομοειδών πράξεων κατά συνήθεια και όχι κατά κύριο επάγγελμα. Έχει ερμηνευτεί δε από το Ν.Σ.Κ αλλά και από άλλα δικαστήρια ότι “σύνηθες επάγγελμα” είναι το επάγγελμα με το οποίο επιδιώκεται κατά τρόπο συστηματικό βιοπορισμός.
Συνεπώς την εμπορική ιδιότητα αποκτά όποιος:
α) προβαίνει σε πράξεις εμπορικές και
β) η άσκηση των εμπορικών πράξεων γίνεται κατά «σύνηθες» (όχι «κύριο») επάγγελμα.
Κατά συνέπεια οι πράξεις αυτές που γίνονται συστηματικά, (χωρίς να είναι αναγκαίο πάντως να γίνεται συνεχώς και χωρίς διακοπές) με πρόθεση βιοπορισμού, με αβεβαιότητα αλλά και με ελπίδα κέρδους, θεωρούνται εμπορικές. (βλ. Κ. Ρόκα, Εμπορικόν δίκαιον, γενικό μέρος, 1972, σελ. 52 επ.· Α. Τσιριντάνη, Στοιχεία εμπορικού δικαίου, 1959, σελ. 93- Ι. Ρόκα, Εμπορικό δίκαιο 4η έκδ. 2011, αριθ. περιθ. 140 επ.· Ε. Περάκη, Γενικό μέρος του εμπορικού δικαίου, 1999, σελ. 241- Λ. Σκαλίδη, Εισαγωγή στο εμπορικό δίκαιο, 2007, σελ. 164). (Κ. Ρόκας, ό.π., σελ. 52 επ.· Α. Τσιριντάνης, ό.π., σελ. 91 επ.· Α. Γεωργακόπουλος, Εγχειρίδιο εμπορικού δικαίου, Τόμος 1, Τεύχος 1, 1995, σελ. 78· Ε. Περάκης, ό.π., σελ. 240 επ.· Λ. Σκαλίδης, ό.π., σελ. 163 επ.).
Η απλή τέλεση εμπορικών πράξεων δεν προσδίδει από μόνη την εμπορική ιδιότητα, αλλά απαιτείται αυτή να γίνεται κατά σύνηθες επάγγελμα με τους όρους που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Εμπορικές πράξεις που αποκτούν τον εμπορικό τους χαρακτήρα από το χαρακτήρα τους, οι πρωτότυπα ή εξ αντικειμένου εμπορικές πράξεις, όπως τις ονοματίζει η επιστήμη, είναι αυτές που απαριθμούνται στα εν ισχύ αρ. 2 και 3 του β.δ. της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων», σε άλλες διατάξεις νεότερων νόμων, ενώ επίσης γίνεται δεκτό ότι εμπορική πράξη αποτελεί και κάθε πράξη που φέρει τα χαρακτηριστικά της εξ αντικειμένου εμπορικότητας, ήτοι αποτελεί διαμεσολάβηση στην κυκλοφορία των οικονομικών αγαθών ή στην παροχή πίστης με την ανάληψη του κινδύνου, προς το σκοπό επίτευξης κέρδους (βλ. Κ. Ρόκα, ό.π., σελ. 35 επ.· Α. Τσιριντάνη, ό.π., σελ. 73 επ.· Λ. Σκαλίδη, ό.π., σελ. 113 επ.).(ΑΠ 708/1986 ΕΕμπΔ 1987, 547, Εφ. Θεσ 61/1991 Αρμ. 1991, 679, ΕΑ 953/2001 ΔΕΕ 2001, 594).
Οι αντικειμενικώς εμπορικές πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 2, 3 του β.δ. της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων» (ΦΕΚ Α 16 12-5-1835) είναι:
Άρθρον 2
Ο νόμος θεωρεί πράξεις εμπορικάς: τας αγοράς προϊόντων γης ή τέχνης, τας οποίας ήθελε κάμει τις, δια να μεταπωλήση ταύτα ακατέργαστα, ως τα ηγόρασεν, ή κατειργασμένα και μεταποιημένα εις χειροτεχνήματα, είτε επί σκοπώ να μισθώση απλώς την χρήσιν αυτών∙ πάσαν επιχείρησιν χειροτεχνιών, παραγγελίας ή μετακομίσεως δια γης ή δι` ύδατος∙ πάσαν επιχείρησιν προμηθείας, πρακτορείας, πλειστηριάσεως και δημοσίων θεαμάτων∙ όλας τας κολλυβιστικάς, τραπεζιτικάς και μεσιτικάς εργασίας∙ όλας τας εργασίας
των δημοσίων Τραπεζών∙ όλας τας μεταξύ εμπόρων και τραπεζιτών υποχρεώσεις∙ τας συναλλαγματικάς και τας από τόπου εις τόπον αποστολάς χρημάτων, οποιοιδήποτε και αν ήναι οι συναλλαττόμενοι.
Άρθρον 3
Ο νόμος θεωρεί επίσης πράξεις εμπορικάς: πάσαν επιχείρησιν κατασκευής και πάσαν αγοράν, πώλησιν ή μεταπώλησιν πλοίων προς την εντός ή εκτός Κράτους ναυτιλίαν χρησίμων∙ όλας τας θαλασσίους αποστολάς∙ πάσαν αγοράν ή πώλησιν αρμένων, εξαρτίων και ζωοτροφιών∙ πάσαν ναύλωσιν∙ παν ναυτικόν
δάνειον, όλα τα περί ασφαλειών συναλλάγματα και όσα άλλα αφορώσι την ναυτικήν εμπορία∙ όλας τας περί μισθώσεως του πληρώματος συμφωνίας και συμβάσεις∙ όλας τας προς υπηρεσίαν εμπορικών πλοίων μισθώσεις ναυτικών.
Εμπορικές πράξεις επομένως κατά το άρθρο 2 είναι:
-Αγορά προϊόντων γης ή τέχνης, είτε ακατέργαστα είτε κατεργασμένα, με σκοπό τη μεταπώληση ή την μίσθωση
-Επιχείρηση χειροτεχνίας (επεξεργασία ξένων πρώτων υλών ή επισκευή, συντήρηση πραγμάτων που ανήκουν σε τρίτους) (συνεργεία αυτοκινήτων, καθαριστήρια, ραφείο, βαφείο, επισκευές επίπλων κλπ.)
-Επιχείρηση παραγγελίας (σύναψη συμφωνίας για λογαριασμό τρίτων επ’ αμοιβή)
-Επιχείρηση μετακόμισης (χερσαία μεταφορά και μέσω υδάτων) [δεν αφορά θαλάσσιες ή αεροπορικές μεταφορές]
-Επιχείρηση προμηθείας (η εύρεση αγοραστή προηγείται της αγοράς των ειδών)
-Επιχείρηση πρακτορείας (παροχή στο κοινό υπηρεσιών, επιμέλεια υποθέσεων τρίτων – πρακτορεία ταξιδιών, τυχερών παιχνιδιών, εφημερίδων, αλλά και υπηρεσίες οργανωμένων λογιστικών γραφείων, εργολαβίες καθαριότητας, ινστιτούτα αισθητικής, μεταφραστικά γραφεία κλπ. Δεν περιλαμβάνεται ο δικηγόρος και ο συμβολαιογράφος)
-Επιχείρηση πλειστηρίασης (οίκοι πλειστηριασμών)
-Επιχείρηση δημοσίων θεαμάτων (θέατρο, κινηματογράφος κλπ.)
-Κολλυβιστικές εργασίες (ανταλλακτήρια συναλλάγματος)
-Τραπεζικές εργασίες
-Επιχείρηση μεσιτείας (μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας για σύναψη σύμβασης)
-Οι συναλλαγματικές
-Αποστολές χρημάτων από τόπο σε τόπο
-Συναλλαγές μεταξύ εμπόρων
Επίσης εμπορικές πράξεις κατά το άρθρο 3 είναι:
-Η κατασκευή, η αγορά, η πώληση και η μεταπώληση πλοίων
-Θαλάσσιες αποστολές
-Αγορά ή πώληση εξαρτημάτων πλοίων και τροφοδοσίας
-Ναύλωση
-Ναυτικά δάνεια
-Ασφάλιση
-Συναλλαγές ναυτικής εμπορίας
-Συμβάσεις ναυτολόγησης
Συνοψίζοντας, την εμπορική ιδιότητα αποκτά ένα πρόσωπο με δύο τρόπους:
Α. Με το ουσιαστικό κριτήριο: Ιδιώτης αποκτά την εμπορική ιδιότητα εφόσον ενεργεί εμπορικές πράξεις κατά σύνηθες επάγγελμα, με σκοπό τον βιοπορισμό. Όταν δηλαδή κάποιος ενεργεί εμπορικές πράξεις συστηματικά και κερδίζει από αυτές (ή και από αυτές) τα προς το ζην τότε αυτομάτως, χωρίς να χρειάζεται κάτι άλλο, θεωρείται έμπορος.
Απαραίτητο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως εμπόρου με το ουσιαστικό κριτήριο είναι οι εμπορικές πράξεις που εκτελεί κατά σύνηθες επάγγελμα να έχουν σκοπό τον βιοπορισμό, δηλαδή το πρόσωπο να προσπαθεί να αποκομίσει κέρδος από αυτές.
Β. Με το τυπικό κριτήριο: Η εμπορική ιδιότητα αποκτάται από την τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων του νόμου. Έτσι οι Ανώνυμες Εταιρείες, οι Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης, οι Συνεταιρισμοί, οι Χρηματιστηριακές Εταιρείες του Χ.Α. εκ του νόμου αποκτούν την εμπορική ιδιότητα, ακόμα και αν στην πραγματικότητα δεν ασκούν εμπορία και δεν κάνουν εμπορικές πράξεις. Τέλος, αν και δεν προβλέπεται από τον νόμο ρητά, έχει πάντως κριθεί ότι οι ομόρρυθμοι εταίροι σε ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρείες αποκτούν την εμπορική ιδιότητα με τη συμμετοχή τους στις εταιρείες αυτές, εφόσον οι εταιρείες ασκούν εμπορική δραστηριότητα. Η κρίση αυτή δεν βασίζεται στο τυπικό κριτήριο αλλά στο ουσιαστικό, αφού θεωρείται ότι ο ομόρρυθμος εταίρος σε Ο.Ε. ή σε Ε.Ε. έχει σαν επάγγελμα την διενέργεια εμπορικών πράξεων δια μέσω της εταιρείας, για τις οποίες πράξεις ευθύνεται και προσωπικά άλλωστε.
—
Σχέση εμπορικού και αστικού (ελευθέρου) επαγγέλματος
(Ν.Σ.Κ. αριθ. 378/2002)
[Ο όρος “επάγγελμα” χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη σταθερότητα σε ορισμένη κατηγορία εργασίας και είναι το σύνολο από μια σειρά όμοιων ή οικονομικά συγγενών πράξεων, που επιχειρούνται με πρόθεση να συνεχιστούν για αόριστο και πάντως μακρό χρονικό διάστημα και που αποβλέπουν στο βιοπορισμό. Επομένως τα στοιχεία της εννοίας του επαγγέλματος είναι η συνοχή, δηλαδή η σταθερή επανάληψη των ίδιων ενεργειών, η διάρκεια, δηλαδή η μόνιμη απασχόληση σε ορισμένο οικονομικό τομέα και το εισόδημα, δηλαδή η αμοιβή από τον εργοδότη (Γ.Δ. Κουκιάδης, σελ.243).
Ως “ελεύθερο επάγγελμα” νοείται εκείνο στα πλαίσια του οποίου η εργασία παρέχεται όχι με εξαρτημένη σχέση ούτε με υπαλληλική σχέση γενικότερα αλλά υπό μορφή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου με διαρκή, σταθερή και συστηματική απασχόληση επί συγκεκριμένου αντικειμένου ή εν πάση περιπτώσει επί οικονομικά συγγενών αντικειμένων και σκοπό το βιοπορισμό όχι μόνο κυρίως αλλά και δευτερευόντως γι’ αυτό και η έννοια του ελευθέρου επαγγέλματος δεν αναιρείται από τη μερική κατά χρόνο ημερήσια απασχόληση εάν υφίστανται τα υπόλοιπα στοιχεία που την συγκροτούν.
Επομένως:
αα. Η έννοια του όρου “ελεύθερο επάγγελμα”, το οποίο χαρακτηρίζεται από ομοιόμορφη, σταθερή, διαρκή και όχι εξαρτημένης εργασιακής σχέσης απασχόληση με σκοπό το βιοπορισμό, δεν ταυτίζεται αφενός με την έννοια του όρου “ιδιωτική εργασία με αμοιβή”, η οποία έχει το χαρακτήρα εξαρτημένης εργασίας (Α,Ι. Τάχος, σελ 237) και αφετέρου με την έννοια του όρου ” ιδιωτικό έργο με αμοιβή”.
ββ. Η διάκριση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η άσκηση ιδιωτικού έργου ή η παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών με αμοιβή αφενός και η άσκηση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή αφετέρου, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί είτε να προσδώσει την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή του ιδιωτικού υπαλλήλου αντίστοιχα είτε να δημιουργήσει απλώς τις υποχρεώσεις που μπορεί να συνεπάγονται οι ιδιότητες αυτές (π.χ. φορολογικές, ασφαλιστικές) κατά το χρονικό διάστημα της συγκεκριμένης απασχόλησης.]
Σε αρκετές περιπτώσεις κατά την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος γίνονται πράξεις που θα ήταν εμπορικές, εάν γίνονταν από άλλο πρόσωπο. Σύμφωνα με την νομολογία, πράξεις κατά φαινόμενον εμπορικές αποβάλλουν τον χαρακτήρα τους αυτόν, όποτε ενεργούνται από πρόσωπα κατά την άσκηση του ελευθέρου επαγγέλματός τους (παρεπόμενο).
Εφ΄ όσον αυτές οι εμπορικές πράξεις διευκολύνουν ή επιτρέπουν την άσκηση του ελευθέρου επαγγέλματος, αυτό μετασχηματίζει σε αστικές, πράξεις που εκ της φύσης τους είναι εμπορικές. Π.χ. ο καλλιτέχνης που αγοράζει α΄ ύλη για να δημιουργήσει ένα έργο, ο καθηγητής που αγοράζει γραφική ύλη για τους μαθητές του κλπ. Αυτές οι πράξεις είναι παρεπόμενες της άσκησης του κύριου επαγγέλματος και απορροφώνται από αυτό. Αντίθετα, όταν το εμπορικό επάγγελμα είναι το κύριο από άποψη οικονομικής δραστηριότητας, τότε το αστικό επάγγελμα θα απορροφηθεί από το εμπορικό. Π.χ. γιατρός που εκμεταλλεύεται κλινική, αποκτά την εμπορική ιδιότητα, καθώς διακινδυνεύει κεφάλαια, αποκομίζει κέρδος από την τροφή, τα φάρμακα, και διαμεσολαβεί μεταξύ του υγειονομικού και νοσηλευτικού προσωπικού αφ’ ενός και των ασθενών αφ’ ετέρου. Ο ίδιος, ακόμη και όταν ασκεί την ιατρική, το κάνει χάρις στην επιτυχία της εμπορικής του δραστηριότητας. Όταν υπάρχει αυτοτέλεια των δύο επαγγελμάτων που ασκεί ένα πρόσωπο δεν δημιουργείται πρόβλημα. Π.χ. αρχιτέκτων που αναλαμβάνει ατομικά την εργολαβία ανέγερσης πολυκατοικιών. (Βλ. Α. Λουκόπουλος Εμπορικόν Δίκαιον σελ. 123-124).
Το ΓΕΜΗ με την εγκύκλιο Κ2 – 7319/20.12.2013 δίνει το πλαίσιο για τον χαρακτηρισμό του ελεύθερου επαγγελματία ως εμπόρου. Ενώ για τον “αποκλεισμό” από την εμπορική ιδιότητα των ελ. επαγγελμάτων διαβάζουμε στην απόφαση Ν.Σ.Κ. 774/1999 τα ακόλουθα:
[Οπως γίνεται δεκτό από τη θεωρία (βλ. Εμ. Περάκη, Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου, εκδ. 1999, Τσιριντάνη, Στοιχεία Εμπορικού Δικαίου, Τεύχος Α’, Λ. Γεωργακόπουλου, Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου, Εμπορικές πράξεις – Εμποροι κ.λπ.), η ανίχνευση του τύπου της εμπορικότητας θα επιχειρηθεί με συνδυασμό των παραδοσιακών στοιχείων της εμπορικής δράσης, δηλαδή της ριψοκίνδυνης διαμεσολάβησης ή άλλης παροχής υπηρεσιών κατά την παραγωγή και κυκλοφορία των αγαθών και των υπηρεσιών αφενός, και του κέρδους αφετέρου. Θα προστεθεί το στοιχείο της «αγοράς», που προσδιορίζει το γενικότερο πλαίσιο, εντός του οποίου εκτυλίσσεται η εμπορική δράση. Η διαμεσολάβηση αρχίζει από τότε που συγκεκριμένο αγαθό τεθεί σε κυκλοφορία, μετατρεπόμενο έτσι σε εμπόρευμα, άρα εμπόριο δεν θα υπάρχει αν το αγαθό μεταβαίνει αμέσως από την παραγωγή στην κατανάλωση και παίρνει πολλές μορφές. Διαμεσολάβηση υπάρχει και στον τομέα των υπηρεσιών, όπου θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των «πρωτογενών» και των «απλών διαμεσολαβητικών υπηρεσιών». Ετσι, οι υπηρεσίες του γιατρού, του δικηγόρου, του αρχιτέκτονα, του καθηγητή, του συγγραφέα, του χημικού, του ηθοποιού, του επιστήμονα, του ξεναγού κ.λπ., συνιστούν ουσιαστική παροχή, με την οποία ικανοποιείται άμεσα μία ανθρώπινη βιοτική ανάγκη. Οι υπηρεσίες αυτές, που παραδοσιακά κατηγοριοποιούνται ως υπηρεσίες ελευθέριων, επιστημονικών και καλλιτεχνικών επαγγελμάτων, βρίσκονται εκτός εμπορίου και εκτός του Εμπορικού Δικαίου. Η αιτιολογία του αποκλεισμού της εμπορικότητας στα ελευθέρια επαγγέλματα είναι όχι μόνο η παράδοση, αλλά από άποψη ουσίας ο ιδιαίτερα στενός προσωπικός δεσμός των προσώπων αυτών με την πελατεία τους, ενώ ο δεσμός του εμπόρου με τους πελάτες του είναι πολύ χαλαρότερος. Τούτο έχει κριθεί πρόσφατα και με την υπ’ αριθ. 286/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου (Δελτίου Συνδ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε., αρ. 1747, Ιούνιος 1998, σελ. 237), η οποία δέχεται ότι οι παραπάνω παροχές δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας, όταν σ’ αυτές προέχει το επιστημονικό ή καλλιτεχνικό στοιχείο, το δε αστικό και το επιστημονικό ή καλλιτεχνικό κέρδος δεν είναι εμπορικό κέρδος. Τούτο όμως ισχύει μόνο γι’ αυτόν που τις παρέχει αυτοπροσώπως. Αντιθέτως, όταν μεσολαβεί τρίτος μεταξύ του επιστήμονα ή καλλιτέχνη και του κοινού, για τον τρίτο είναι εμπορικές οι παροχές εκείνες λόγω του στοιχείου της διαμεσολαβήσεώς του. Επιπλέον, για να είναι εμπορική η παροχή υπηρεσιών, θα πρέπει να είναι δημόσια («προς το κοινό»), να λαμβάνει δηλαδή χώρα σε αγορά. Το χαρακτηριστικό αυτό στενεύει αρκετά τον κύκλο των εμπορικών υπηρεσιών, αφού υπηρεσίες σε ιδιωτική βάση, χωρίς δημόσια εμφάνιση, θα είναι εκτός εμπορικότητας. ]
Και επιπροσθέτως στην απόφαση Ν.Σ.Κ. αριθ. 391/2010 τα ακόλυθα:
[Περαιτέρω γίνεται δεκτό, ότι οι πράξεις τόσο των ελευθέρων επαγγελματιών, δηλαδή δικηγόρων, ιατρών, αρχιτεκτόνων κλπ, όσο και η εν γένει επιστημονική και καλλιτεχνική δράση δεν έχουν εμπορικό χαρακτήρα. Ως αιτιολογία δε αποκλεισμού της εμπορικότητος προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, ο ιδιαίτερα στενός προσωπικός δεσμός των προσώπων αυτών που υπάρχει με την πελατεία των, σε αντίθεση με εκείνη των εμπόρων. Ο αποκλεισμός, όμως, αυτός της εμπορικότητος δεν μπορεί να είναι απεριόριστος. Τούτο διότι δεν αποκλείεται η μη εμπορική επαγγελματική δράση του φυσικού προσώπου να γίνει εμπορική, εάν αποτελέσει το σκοπό εμπορικής εταιρείας και εν γένει οργανωμένης επιχείρησης (βλ. σχετ. Περάκη ο.π. σελ. 189 και 201 επ., βλ. επίσης Σταυρόπουλου «Ερμηνεία Εμπορικού και Ναυτικού Δικαίου», Δ’ εκδ. σελ. 16 και 40, Ρόκα ο.π. σελ. 53).]
Επίσης στο νόμο 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα και τη διευκρινιστική εγκύκλιο 7698/20.8.2015 και κυρίως στην απάντηση του υπουργείου στην ερώτηση του βουλευτή κ. Νικολόπουλου, δίνεται το πλαίσιο για τον χαρακτηρισμό επαγγελματία ως εμπόρου, «στα πλαίσια του ν. 3869/2010. υπάγονται και οι επαγγελματίες που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα, όπως π.χ. γιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι κλπ, ομοίως, οδηγοί αυτοκινήτων, ηλεκτρολόγοι, μηχανικοί, υδραυλικοί, ηλεκτρονικοί, προγραμματιστές, που αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο προσφέρουν την προσωπική τους εργασία και δεν χαρακτηρίζονται έμποροι.»
Με την νέα εγκύκλιο που εξέδωσε το ΓΕΜΗ Αρ.Πρωτ 97333/23.9.2015 για τις ατομικές επιχειρήσεις δίνονται περαιτέρω διευκρινήσεις για την υποχρέωση απογραφής.
Ως επίλογο και συμπέρασμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι για να κριθεί ένας επιτηδευματίας ως έμπορος, θα πρέπει να διενεργεί εμπορικές πράξεις, όπως κατονομάζονται στον Εμπορικό Νόμο και στο β.δ. της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων», κατά σύνηθες επάγγελμα με σκοπό τον βιοπορισμό, με αβεβαιότητα αλλά και με ελπίδα κέρδους, ή να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο κοινό, μέσω οργανωμένης επιχείρησης, με απασχόληση προσωπικού, επένδυση σε κεφάλαιο, μηχανήματα κλπ. και ανάληψη κινδύνου με σκοπό το κέρδος.
Ενδεικτική απαρίθμηση επαγγελμάτων που εγγράφονται ή όχι στο Γ.Ε.ΜΗ.
Εγγράφονται
Όσοι ασχολούνται με χονδρικό ή λιανικό εμπόριο (ΓΕΜΗ 254/13.5.2015)
Οι μεσίτες, οι πράκτορες ασφαλίσεων, μεσίτες αστικών συμβάσεων (βάσει νόμου)
Οι εκμεταλλευτές τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών με παροχή υπηρεσιών (ΝΣΚ 200/2010)
Τα πρακτορεία ΟΠΑΠ
Οι εκμεταλλευτές φορτηγών Δ.Χ. και λεωφορείων (ΓΕΜΗ 47/15.2.2015)
Οι εργολάβοι καθαριότητας (ΓΕΜΗ 47/15.2.2015)
Οι λογιστές όταν ασκούν δραστηριότητα στα πλαίσια οργανωμένης επιχείρησης (με διάθεση εργατικού ή υπαλληλικού προσωπικού ή/και μηχανημάτων, μίσθωση επαγγελματικής στέγης κλπ) (ΓΕΜΗ Κ2 – 7319/20.12.2013)
Οι εργολάβοι και υπεργολάβοι οικοδομών (ΓΕΜΗ 47/15.2.2015)
Οι ιδιοκτήτες / εκμεταλλευτές ΤΑΞΙ (όταν ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σε διαγωνισμούς προμήθειας και να αναλάβουν/συνάψουν συμβάσεις έργου ορισμένου χρόνου για παροχή υπηρεσιών στο Δημόσιο) (ΓΕΜΗ 282/10.6.2015)
Οι Μικροπωλητές λαϊκών αγορών (εφόσον είναι έμποροι και να διαθέτουν επαγγελματική κατοικία ή εγκατάσταση) (Γ.Ε.ΜΗ. 47/15.2.2015)
Δεν εγγράφονται
Οι δικηγόροι (ασυμβίβαστο)
Οι λογιστές (προσωπική εργασία) (ΓΕΜΗ Κ2 – 7319/20.12.2013)
Οι ηλεκτρολόγοι (προσωπική εργασία) (ΓΕΜΗ 97333/23.9.2015)
Οι ιδιοκτήτες ή οδηγοί ΕΔΧ (ΝΣΚ 90/2008), (ανάληψη ευκαιριακών μισθώσεων) (ΓΕΜΗ 282/10.6.2015)
Οι καθηγητές ιδιαιτέρων μαθημάτων κατ’ οίκον (ΓΕΜΗ 47/15.2.2015)
Ο ζωγράφος
ο γλύπτης
Ο ηθοποιός (ΓΕΜΗ 97333/23.9.2015)
Ο λογοθεραπευτής (ΓΕΜΗ 97333/23.9.2015)
Οι αγρότες (ΓΕΜΗ 71460/2.7.2015)
Ο αγρότης που εκμεταλλεύεται φωτοβολταϊκά μέχρι 100 KW (ΓΕΜΗ 71460/2.7.2015)
Ο διαιτολόγος (Γ.Ε.ΜΗ. 221/22.4.2015)
Παραδείγματα με βάση δικαστικές αποφάσεις ή άλλες γνωμοδοτήσεις που έχουν κρίνει ότι αποκτούν ή όχι την εμπορική ιδιότητα διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες.
-Ιδιοκτήτες ΤΑΞΙ
ΝΣΚ 90/2008
α) Οι ιδιοκτήτες ταξί (φυσικά πρόσωπα), οι οποίοι ασκούν μεμονωμένα το επάγγελμά τους δεν έχουν υποχρέωση εγγραφής στα οικεία (Επαγγελματικά ή Μικτά) Επιμελητήρια, καθόσον η εργασία τους δεν αποτελεί άσκηση επιχείρησης υπό την εκτεθείσα έννοια, το δε αντάλλαγμα αυτής έχει την έννοια της αμοιβής της σωματικής τους καταπόνησης και όχι της ριψοκίνδυνης κερδοσκοπικής διαμεσολάβησης και δεν τους προσδίδει την εμπορική ιδιότητα.
β) Οι ιδιοκτήτες ταξί (νομικά πρόσωπα) Ανώνυμες Εταιρείες και Συνεταιρισμοί, επειδή έχουν την εμπορική ιδιότητα εκ του νόμου, έχουν υποχρέωση εγγραφής στα οικεία (Εμπορικά ή Μικτά) Επιμελητήρια.
-Εκμετάλλευση τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών
(ΓΝΜΔ ΝΣΚ 200/2010) Η εκμετάλλευση τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών, στις οποίες, μάλιστα, παρέχεται και φροντίδα περιποίησης, όπως καθαριότητα δωματίων, παροχή και αλλαγή λευκών ειδών κ.λπ., αποτελεί, ανεξάρτητα από τη χρησιμοποίηση ή μη προσωπικού, πράξη εμπορική, η οποία ασκούμενη κατά σύνηθες επάγγελμα
προσδίδει στο διενεργούν αυτήν υποκείμενο εμπορική ιδιότητα. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του συγκεκριμένου πραγματικού, η εκ μέρους της αιτούσας, δημοσίας υπαλλήλου, εκμετάλλευση δύο τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών, στις οποίες θα παρέχονται υπηρεσίες καθαριότητας και
αλλαγής ιματισμού δύο φορές εβδομαδιαίως, αποτελεί πράξη εμπορική, η οποία θα ασκείται από αυτήν κατά σύνηθες επάγγελμα, δεδομένου ότι, μετά την έναρξη εργασιών στην εφορία και την εγγραφή της στο Επαγγελματικό Τμήμα του οικείου Επιμελητηρίου, θα ασκείται συστηματικά, με πρόθεση βιοπορισμού, με αβεβαιότητα αλλά και με ελπίδα κέρδους, στο οποίο η αιτούσα αποβλέπει. Συνεπώς, θα αποτελεί άσκηση εμπορίας εκ μέρους της, η οποία απαγορεύεται ρητά από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 3 του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα.
-Πλανόδια μικροέμπορος έτοιμων ενδυμάτων και συναφών ειδών. (ΕΙΡ ΘΗΒ 18/2011)
Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ.1 του ΕμπΝ, έμπορος είναι ο κατά σύνηθες επάγγελμα ασκών εμπορικές πράξεις. Παρά την έλλειψη ρητής στο νόμο διάταξης με την οποία εξαιρούνται του χαρακτηρισμού τους ως εμπόρων, με την έννοια του άρθρου 1 ΕμπΝ, «οι μικροέμποροι» όπως αποκαλούνται, τόσο από την επιστήμη όσο και από την νομολογία γίνεται δεκτός ο ως άνω αποκλεισμός, μικροέμποροι δε χαρακτηρίζονται εκείνοι των οποίων η άσκηση εμπορικών πράξεων συνδέεται προεχόντως και κατά κύριο λόγο προς τη σωματική τους καταπόνηση και το κέρδος που αποκομίζουν από αυτές αποτελεί αμοιβή της προσωπικής τους εργασίας (βλ. Εφ.ΑΘ.11433/1995, Εφ.ΑΘ.3924/1981 )
-Χρηματιστηριακές συναλλαγές.
(ΑΠ 473/1997) Χρηματιστηριακές συναλλαγές (αγορά και πώληση μετοχών στο χρηματιστήριο διεξαγομένη μέσω τρίτων προσώπων). Αποτελούν εμπορικές πράξεις και προσδίδουν την εμπορική ιδιότητα τόσο στον φαινόμενο όσο και στον κρυπτόμενο υπό τον πρώτο συναλλασσόμενο.
-Διακόσμηση χώρων
(Εφ.Θεσ 2454/1996). Έχει την εμπορική ιδιότητα όποιος κατά σύνηθες επάγγελμα ασχολείται με τη διακόσμηση χώρων, χρησιμοποιώντας για αυτό και τις υπηρεσίες τρίτων προσώπων που προσλαμβάνει ως εργατοτεχνίτες, αποκομίζοντας κέρδος τόσο από τα υλικά που χρησιμοποιούνται στη διακόσμηση όσο και από την εργασία των εργατοτεχνιτών. Η οφειλή από συναλλαγματική είναι πάντοτε εμπορική εκ του νόμου, μη επιτρεπομένης ανταπόδειξης ως προς αυτό. Οι ενστάσεις περί εξοφλήσεως της απαίτησης απαράδεκτα προβάλλονται κατά τη συζήτηση αγωγής για την απαγγελία προσωπικής κράτησης, αφού δεν βεβαιώνεται η απαίτηση. Οι ενστάσεις αυτές μπορούν να προβληθούν μόνο με ανακοπή.
– Μέτοχος ΑΕ
(ΕφΘεσ 3004/1995) Ο κύριος μέτοχος ανώνυμης εταιρείας αποκτά την εμπορική ιδιότητα, όταν η ύπαρξη και η συνέχιση των εργασιών της εταιρείας, εξαρτάται από τη δική του συμμετοχή σε αυτήν, στην οποία είναι πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας. (βλ. ΑΠ 1046/1990, ΕΕμπΔ σελ. 483 και ΑΠ 521/1988 ΝοΒ 1989,1416 και ΑΠ 1058/1987 ΝοΒ 1988,1437).
-Εμπορία με άδεια λειτουργίας σε όνομα άλλου προσώπου
(ΕφΠατρ 857/1995) εμπορική ιδιότητα έχει αυτός που αγοράζει έπιπλα από διάφορες βιοτεχνίες και τα μεταπωλεί με κέρδος σε τρίτους. Πράξεις που προσδίδουν την ιδιότητα του εμπόρου. Δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η άδεια λειτουργίας του καταστήματος είναι στο όνομα άλλου προσώπου. Έμποροι
-Εντύπωση και έκδοση εντύπων.
(ΕφΘεσ 1072/1994). Έμπορος είναι αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί σε τρίτους με κέρδος μηχανήματα και υλικά γραφικών τεχνών και ασκεί επιχείρηση εντύπωσης και έκδοσης εντύπων.
Ζωγράφος – Πώληση πινάκων – Έκθεση Ζωγραφικής
(ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 9859/1988) Κατά τη διάταξη του άρθρ. 1 ΕΝ έμποροι είναι όσοι μετέρχονται εμπορικές πράξεις και έχουν ως σύνηθες επάγγελμα την εμπορία. Τέλος με τις διατάξεις των άρθρ. 2 και 3 του ΒΔ 2/14.5.1835 ορίζονται ποιες είναι οι εμπορικές πράξεις, μεταξύ των οποίων είναι και κάθε επιχείρηση χειροτεχνίας καθώς και η αγορά προϊόντων γης ή τέχνης “τας οποίας ήθελε κάμει τις είτε δια να μεταπωλήσει ταύτα ακατέργαστα, ως τα ηγόρασεν ή κατειργασμένα και μεταποιημένα σε χειροτεχνήματα”. Έπεται ότι αυτός που αγοράζει έργα τέχνης με σκοπό τη μεταπώληση και αυτός που ασκεί επιχείρηση χειροτεχνίας, γίνονται έμποροι, εφόσον ενεργούν τις πράξεις αυτές κατά σύνηθες επάγγελμα με συστηματικό βιοποριστικό σκοπό. Δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ως εμπορική πράξη η από καλλιτέχνη αγορά των πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για την άσκηση της τέχνης του (λ.χ. μάρμαρα ο γλύπτης, χρώματα ο ζωγράφος), έστω και αν η άσκηση της τέχνης γίνεται για βιοποριστικό σκοπό, αφού αυτές πωλούνται μεταποιημένες πλέον ως έργο καλλιτεχνικής συνθέσεως. Διότι η αγορά των πρώτων υλών σε τέτοιες περιπτώσεις αποτελεί παρεπόμενο και επουσιώδες στοιχείο της κυρίας πράξεως της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που είναι από τη φύση της καθαρά αστική πράξη, με προέχοντα τον πνευματικό και καλλιτεχνικό σκοπό και χαρακτήρα και όχι τον εμπορικό. Κύριος σκοπός του καλλιτέχνη είναι η δημιουργία, με ικανοποίηση της
αντίστοιχης φιλοδοξίας του, ενώ το οικονομικό μέρος είναι γι` αυτόν παρεπόμενο στοιχείο, φέρει δε η πώληση των έργων από τον ίδιο το δημιουργό τους, και κατά την οικονομική της ακόμη πλευρά, το χαρακτήρα καλλιτεχνικής δημιουργίας ξένης προς την εμπορία. Και περιλαμβάνει βέβαια η πώληση του έργου και την πώληση των πρώτων υλών, που αγοράστηκαν για να μεταπουληθούν μεταποιημένες, μετά την ολοκλήρωση του έργου, η πώληση όμως των υλών, εμπεριέχεται σε αυτή την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία, από την οποία πλήρως απορροφάται, με άμεση συνέπεια να προσλαμβάνει αυστηρώς αστικό χαρακτήρα. Συνεπώς η από ζωγράφο πώληση των δικών του καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, δεν αποτελεί εμπορική πράξη, όχι μόνο διότι δεν χαρακτηρίζεται σαν τέτοια από το ΒΔ της 2/14.5.1835, αλλά και διότι δεν έχει τα γνωρίσματα της εμπορικής πράξεως, προσβλέποντας είτε στη χειροτεχνία είτε στη διαμεσολάβηση. Έστω και αν οι πωλήσεις αυτές γίνονται από ατομική ή ομαδική έκθεση, μόνιμη ή μη δεν συνιστούν παρέκκλιση από την κοινωνική υπόσταση και σταδιοδρομία του ζωγράφου, προσδίδοντάς του εμπορική ιδιότητα.
-Εμπορικός αντιπρόσωπος
(Αριθ. 708/1986 Τμ. Α`) Επειδή κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 1 του ΕμπΝ κατά το οποίο “έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικός και κύριον επάγγελμα έχουν την εμπορίαν” ως στοιχείο της νομικής εννοίας του εμπόρου απαιτείται, πλην άλλων, η άσκηση των εμπορικών πράξεων να γίνεται κατά σύνηθες επάγγελμα, δηλαδή με σειρά ομοειδών πράξεων κατά συνήθειαν και όχι κατά κύριον επάγγελμα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, ότι ο αναιρεσείων από 20.11.1979 μέχρι 31 Μαρτίου 1980 κατά σύνηθες επάγγελμα ασκούσε εμπορία, γιατί με την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου περιόδευε και μεσολαβούσε, με σκοπό το εμπορικό κέρδος, για τη διάθεση εμπορευμάτων (κονσερβών) και εισέπραττε το τίμημα για λογαριασμό της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης) αμειβόμενος με προμήθεια και ότι το γεγονός ότι παράλληλα εργαζόταν ως υπάλληλος της εταιρείας ………………, με μισθό, δεν αναιρεί την ταυτόχρονη δραστηριότητά του ως εμπορικού αντιπροσώπου που ασκούσε, κατά σύνηθες επάγγελμα, ως συστηματική επιδίωξη βιοπορισμού, η οποία ήταν αρκετή να του προσδώσει την ιδιότητα του εμπόρου. Επομένως, το Εφετείο με την παραπάνω κρίση του (ότι για την απόκτηση της ιδιότητας του εμπόρου απαιτείται άσκηση εμπορικών πράξεων κατά σύνηθες, και όχι κατά κύριο, επάγγελμα)
– Άδεια εκμετάλλευσης πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΡΟ
Έμπορος χαρακτηρίζεται αυτός που εκμεταλλεύεται το πρακτορείο στο όνομα της πωλήτριας αλλά για δικό του λογαριασμό και διατηρεί στον ίδιο χώρο ατομική επιχείρηση πώλησης δίσκων και κασσεττών. Η εμπορική του ιδιότητα είναι ανεξάρτητη από την ασφάλιση του στο ΤΕΒΕ για συνταξιοδοτικούς λόγους. Προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για απαίτηση από συναλλαγματική.
-Ανέγερση οικοδομών.
(Εφ. Θεσσαλονίκης 140/1984 ) Η ανέγερση οικοδομών για λογαριασμό τρίτων, επ` αμοιβή, προσδίδει σ` όποιον την ασκεί την εμπορική ιδιότητα, αδιαφόρως εάν το εμπορικό αυτό επάγγελμα δεν είναι αποκλειστικό ή κύριο.
-Εστιατόρια
Κτήση εμπορικής ιδιότητας από αυτόν που διατηρεί επιχείρηση εστιατορίου ακόμα κι αν την ασκεί με παρένθετο πρόσωπο. Για την κτήση της εμπορικής ιδιότητας αρκεί η κατά σύνηθες επάγγελμα άσκηση εμπορίας, χωρίς να αποκλείεται η παράλληλη άσκηση και άλλου, μη εμπορικού επαγγέλματος. Επιτρεπτή η επιβολή προσωπικής κράτησης κατά του εμπόρου, για εμπορικά χρέη.
-Χειροτεχνία υποδηματοποιίας
(638/1985 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ) Εμπορικές πράξεις. Εμπορική ιδιότητα. Ο ασκών κατά σύνηθες επάγγελμα χειροτεχνία υποδηματοποιίας είναι έμπορος.
-Ανθοκαλλιεργητής
(ΕφΑΘ 10335/1981). Η δραστηριότητα του ανθοκαλλιεργητή που γίνεται συστηματικά και σε μεγάλη κλίμακα, με τη χρήση μηχανημάτων, ειδικών εγκαταστάσεων και εργατικών χεριών τρίτων, είναι εμπορική, αναλογικά προς την επιχείρηση χειροτεχνίας και προμηθείας, και προσδίδει στον καλλιεργητή την εμπορική ιδιότητα.
-Μεταφορά προσώπων με λεωφορείο.
(0875/1981 ΕΦΑΘ). Η μεταφορά προσώπων από τόπο σε τόπο με λεωφορεία και έναντι κομίστρου συνιστά επιχείρηση μεταφοράς και προσδίδει σε όποιον την ασκεί την εμπορική ιδιότητα. Η εμπορική ιδιότητα μπορεί να αποδειχθεί και με όρκο.