Συρρικνώνονται τα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα
Των Ye Χie και Αndrea Wong
Η επί μια δεκαετία αύξηση των αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος που διακρατούν οι παγκόσμιες κεντρικές τράπεζες φτάνει στο τέλος της.
Τα παγκόσμια αποθέματα συρρικνώθηκαν στα 11,6 τρισ. δολάρια το Μάρτιο από το επίπεδο-ρεκόρ των 12,03 τρισ. δολαρίων τον Απρίλιο του 2014, σηματοδοτώντας το τέλος μιας περιόδου πενταπλασιασμού των αποθεμάτων που ξεκίνησε το 2004, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg. Παρότι η πτώση μπορεί να είναι υπερεκτιμημένη καθώς το ισχυρότερο δολάριο μείωσε την αξία άλλων αποθεματικών νομισμάτων όπως το ευρώ, καταδεικνύει μια στροφή δεδομένου ότι οι Κεντρικές Τράπεζες -οι περισσότερες εκ των οποίων προέρχονταν από αναπτυσσόμενα κράτη όπως η Κίνα και η Ρωσία- εμπλούτιζαν τα αποθέματά τους με 824 δισ. δολάρια κατά μέσο όρο ετησίως την τελευταία δεκαετία.
Πέρα από το ότι συμβολίζει την αδιαφιλονίκητη επιστροφή του δολαρίου στο ρόλο του κυρίαρχου νομίσματος παγκοσμίως, η μείωση των αποθεμάτων παρουσιάζει αρκετές πιθανές επιπτώσεις για τις παγκόσμιες αγορές. Θα μπορούσε να δυσκολέψει τις χώρες με αναδυόμενη αγορά να ενισχύσουν την προσφορά χρήματος και να τονώσουν την παραπαίουσα οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα, θα μπορούσε να επιδεινώσει τις απώλειες του ευρώ, αλλά και να πλήξει τη ζήτηση για κρατικά ομόλογα ΗΠΑ.
«Είναι μια μεγάλη πρόκληση για τις αναδυόμενες αγορές», σχολιάζει ο Stephen Jen, πρώην οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ένα από τους ιδρυτές της Macro Partners στο Λονδίνο. Χρειάζονται τώρα «περισσότερα μέτρα στήριξης. Ο σπόρος της μελλοντικής μεταβλητότητας έχει φυτευτεί», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η Κίνα ξεφορτώνει
Εξαιρουμένης της επίδρασης της μεταβλητότητας από τις διακυμάνσεις στις ισοτιμίες, η Credit Suisse εκτιμά ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες που διακρατούν τα 2/3 περίπου των παγκόσμιων αποθεμάτων σε ξένο συνάλλαγμα, δαπάνησαν ποσό 54 δισ. δολαρίων αυτής της ρευστότητας στο δ’ τρίμηνο -το υψηλότερο από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Η Κίνα, η μεγαλύτερη κάτοχος συναλλαγματικών αποθεμάτων στον κόσμο, ευθύνεται μαζί με τις παραγωγούς εμπορευμάτων για το μεγαλύτερο μέρος της συρρίκνωσης, καθώς οι κεντρικές τράπεζες πούλησαν δολάρια για να αντισταθμίσουν τις εκροές κεφαλαίων και να τονώσουν τα νομίσματά τους. Ο δείκτης των νομισμάτων των αναδυόμενων αγορών που καταρτίζει το Bloomberg υποχώρησε 15% έναντι του δολαρίου κατά το παρελθόν έτος.
Η Κίνα μείωσε τα αποθέματά της στα 3,8 τρισ. δολάρια το Δεκέμβριο από το υψηλό των 4 τρισ. δολαρίων τον Ιούνιο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας. Τα αποθέματα της Ρωσίας υποχώρησαν κατά 25% το προηγούμενο έτος στα 361 δισ. δολάρια το Μάρτιο, ενώ η Σαουδική Αραβία, η τρίτη μεγαλύτερη κάτοχος αποθεμάτων μετά την Κίνα και την Ιαπωνία, έχει χρησιμοποιήσει από τον Αύγουστο 10 δισ. δολάρια από τα αποθέματά της που φτάνουν τα 721 δισ. δολάρια.
Η πτώση του ευρώ
Η τάση αυτή είναι πιθανό να συνεχιστεί, καθώς οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν χαμηλές και η ανάπτυξη στις αναδυόμενες αγορές παραμένει αδύναμη, περιορίζοντας τις εισροές δολαρίου που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι κεντρικές τράπεζες για να ενισχύουν τα αποθέματά τους, σύμφωνα με την Deutsche Bank.
Μια τέτοια εξέλιξη είναι επιζήμια για το ευρώ, το οποίο τα τελευταία χρόνια είχε επωφεληθεί από τις αγορές των κεντρικών τραπεζών που προσπαθούσαν να διαφοροποιήσουν τα αποθέματά τους, σύμφωνα με τον George Saravelis, έναν εκ των επικεφαλής έρευνας της αγοράς συναλλάγματος της Deutsche Bank.
Η συμμετοχή του ευρώ στα παγκόσμια αποθέματα μειώθηκε στο 22% το 2014, ήτοι στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2002, ενώ η συμμετοχή του δολαρίου αυξήθηκε στο υψηλό πέντε ετών του 63%, ανέφερε στις 31 Μαρτίου το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
«Η Μέση Ανατολή και η Κίνα ξεχωρίζουν ως δύο περιοχές που είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν συνεχιζόμενες πιέσεις για να μειώσουν τα αποθέματά τους τα επόμενα χρόνια», έγραψε σε σημείωμα προς τους πελάτες του ο Saravelos. Οι κεντρικές τους τράπεζες «χρειάζεται να πουλήσουν ευρώ», είπε.
Το ευρώ έχει υποχωρήσει σε σύγκριση με τα 29 από τα 31 μεγάλα νομίσματα φέτος, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενέτεινε τα νομισματικά μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση του αποπληθωρισμού. Το νόμισμα υποχώρησε στο χαμηλό 12 ετών των 1,0458 δολαρίων στις 16 Μαρτίου, προτού ανακάμψει στα 1,0981 δολάρια τη Δευτέρα στο Τόκιο.
Η ανάπτυξη “φρενάρει”
Οι κεντρικές τράπεζες των αναδυόμενων αγορών άρχισαν να «χτίζουν» αποθέματα στον απόηχο της ασιατικής οικονομικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 1990 για να προστατέψουν τις αγορές τους σε περιόδους κατά τις οποίες η πρόσβαση σε ξένα κεφάλαια στερεύει. Αγόρασαν επίσης δολάρια για να περιορίσουν την ανατίμηση των δικών τους συναλλαγματικών ισοτιμιών, τετραπλασιάζοντας τα αποθέματά τους από το 2003 και ενισχύοντας τις τοποθετήσεις τους στα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ στα 4,1 τρισ. δολάρια από 934 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Η συσσώρευση αποθεμάτων αυξάνει την προσφορά χρήματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα -κάθε αγορά δολαρίου δημιουργεί ένα νέο αντίστοιχο ποσό σε τοπικό νόμισμα- και βοηθά στην τόνωση της οικονομίας. Η ετήσια νομισματική βάση στην Κίνα και τη Ρωσία διογκώθηκαν κατά 17% κατά μέσο όρο τη δεκαετία 2003-2013. Ο ρυθμός επέκτασης επιβραδύνθηκε στο 6% πέρυσι.
Ενώ οι κεντρικές τράπεζες έχουν άλλους τρόπους να διοχετεύουν ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, τέτοιες κινήσεις χωρίς τη στήριξη των αυξημένων συναλλαγματικών διαθεσίμων θα μπορούσε να οδηγήσει στην περαιτέρω εξασθένιση των νομισμάτων –μια έκβαση που πιθανότατα θέλουν να αποφύγουν.
«Η ταλάντευση των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων είναι ένα βασικό μέτρο της παγκόσμιας ροής ρευστότητας που ενεργοποιείται και απενεργοποιείται», έγραψε ο Albert Edwards, παγκόσμιος στρατηγικός αναλυτής της Societe Generale, έγραψε σε ένα σημείωμα στις 6 Μαρτίου. «Όταν ένα καθεστώς χαλαρού χρήματος φτάνει ξαφνικά στο τέλος του», οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων των αναδυόμενων αγορών «είναι συνήθως ένα από τα πρώτα θύματα», είπε.