Ο γρίφος της παραγωγικότητας
Toυ Rιch Mιller
Η παραγωγικότητα είναι ίσως το πιο σημαντικό μέτρο οικονομικής υγείας στις ΗΠΑ για το οποίο γνωρίζουν τα λιγότερα οι πολιτικοί. Είναι ουσιαστικά το πόσο παράγει ένας εργαζόμενος μέσα σε μια ώρα και η κατανόηση του ρυθμού μεταβολής της βοηθά στο να καθοριστεί ο χρόνος και το μέγεθος της αύξησης των επιτοκίων από την πρόεδρο της Fed, Janet Yellen και την παρέα της.
Εάν η παραγωγικότητα αυξάνεται με ταχύ ρυθμό, η Yellen μπορεί να αναβάλλει την αύξηση των επιτοκίων: oι παραγωγικοί εργαζόμενοι δεν «υπερθερμαίνουν» και τόσο γρήγορα μια οικονομία επειδή χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τον υπάρχοντα εξοπλισμό και εργοστάσια. Εάν οι εργοδότες έχουν μόνο λιγότερο παραγωγικούς εργαζόμενους στη διάθεσή τους, θα αναγκαστούν να προσλάβουν περισσότερους από αυτούς για να πάρουν την ίδια ποσότητα εργασίας. Αυτό σημαίνει υψηλότερο κόστος για μισθούς, το οποίο θα προκαλέσει πληθωρισμό και θα αυξήσει τις εκκλήσεις για πρόωρη αύξηση των επιτοκίων. Στην ομιλία της ενώπιον του Κογκρέσου στις 24 Φεβρουαρίου, η Yellen είπε πως η οικονομία βελτιώνεται και οι μισθοί μπορεί να αρχίσουν να αυξάνονται, στρώνοντας το έδαφος για μια αύξηση επιτοκίων εντός του έτους.
Η παραγωγικότητα εξαρτάται από την καινοτομία και άλλες δυνάμεις που οι οικονομολόγοι δεν μπορούν εύκολο να ποσοτικοποιήσουν, όπως οι αλλαγές στις εργασιακές πρακτικές. Αυτές οι θολές επιρροές είναι ενδεικτικές της «άγνοιας» των οικονομολόγων, είχε πει ο αποβιώσας οικονομολόγος Moses Abramovitz. «Είναι ο θεμελιώδης καθοριστικός παράγοντας του επιπέδου διαβίωσης των πολιτών, αλλά εμείς γνωρίζουμε τόσα λίγα για το τι τον επηρεάζει» λέει ο Barry Bosworth, ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου Brookings και πρώην σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ. Σύμφωνα με τον πρώην αντιπρόεδρο της Fed, Alan Blinder, οι οικονομολόγοι -συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Fed- συνήθως δεν έχουν καλή εικόνα για το πόσο γρήγορα θα αυξηθεί η παραγωγικότητα τα επόμενα έτη. Η μακροχρόνια τάση έχει «τεράστια σημασία», αλλά «μπορεί να χρειαστεί να περάσουν χρόνια» προτού γίνουν αντιληπτές τυχόν αλλαγές, λέει.
Οι πρόσφατες επιδόσεις της παραγωγικότητας των ΗΠΑ δεν υπήρξαν ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Η παραγωγή ανά ώρα εργασίας στις αμερικανικές επιχειρήσεις έχει αυξηθεί 0,6% κατά μέσο όρο την τελευταία τετραετία, σε σύγκριση με 2,2% κατά μέσο όρο τα τελευταία 25 χρόνια. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας επιβραδύνθηκε στο 2% στο δ’ τρίμηνο. Η Yellen είπε ότι θα είναι «πολύ θλιβερό», αν η πρόσφατη επιβράδυνση γίνει ο νέος κανόνας, αν και είναι πολύ σύντομα να βγει συμπέρασμα. Οι οικονομολόγοι συμπεριλαμβανομένου του Mark Zandi της Moody΄s Analytics υποθέτουν ότι η παραγωγικότητα συγκρατείται εν μέρει από παράγοντες που θα αφανίζονται όσο θα επεκτείνεται η ανάπτυξη. Ένας πιθανός ένοχος: η πληθώρα εργαζομένων χαμηλού κόστους που ενθάρρυνε τις επιχειρήσεις να προσλάβουν περισσότερους εργαζομένους αντί να βελτιώσουν την αποτελεσματικά των ήδη απασχολούμενων μέσω της κατάρτισης ή της αναβάθμισης του εξοπλισμού.
Ο Zandi γνωρίζει από πρώτο χέρι τη δυναμική των εργαζομένων στη δουλειά. Αντιμετωπίζοντας ολοένα αυξανόμενη δυσκολία να προσλάβει τους εργαζόμενους που θέλει, η Moody’s «αφιερώνει περισσότερο χρόνο στην προσπάθεια να βελτιώσει την παραγωγικότητα του υφιστάμενου εργατικού δυναμικού», λέει. Ο John Fernald, σύμβουλος έρευνας της Federal Reserve Bank του Σαν Φρανσίσκο, τοποθετεί την αύξηση της παραγωγικότητας στο 1,8% ετησίως για τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Αυτό θα επιτρέψει στην οικονομία να αναπτύσσεται 2,1% ετησίως χωρίς να δημιουργεί πληθωρισμό. Ο ρυθμός είναι καλός αλλά όχι φανταστικός. Τέτοιες προβλέψεις είναι συνεπείς με την αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων της Fed φέτος, την πρώτη από το 2006, λέει ο Dale Jorgenson, καθηγητής Οικονομικών στο Χάρβαρντ. Ωστόσο, το περιθώριο λάθους γύρω από την πρόβλεψη του Fernald είναι μεγάλο. «Υπάρχει ουσιαστικά 80% πιθανότητα η παραγωγικότητα να αυξάνεται με ρυθμό μεταξύ 1 και 3% τα επόμενα 10 χρόνια», λέει ο Fernald.
Η επιρροή της τεχνολογίας είναι σημαντική αλλά επίσης δύσκολο να προβλεφθεί. Οι τράπεζες, οι λιανοπωλητές και άλλες εταιρείες χρησιμοποίησαν την τεχνολογία των πληροφοριών στο διάστημα 1995-2004 για να ενισχύσουν την αποδοτικότητα των εργαζομένων.
Η ωριαία παραγωγή για τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ ενισχύθηκε σε ποσοστό 3% στη διάρκεια της δεκαετίας. Μεγάλο μέρος της συζήτησης μεταξύ των οικονομολόγων επικεντρώνεται στο αν οι ΗΠΑ μπορούν να ανακτήσουν αυτή τη ζωντάνια. Ο Erik Brynjolfsson, καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης είναι αισιόδοξος. Προβλέπει ότι η οικονομία θα βιώσει έναν «θεμελιώδη μετασχηματισμό» που θα καθοδηγείται από τη ρομποτική και άλλες τεχνολογίες.
Ο Robert Gordon, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Northwestern είναι πιο απαισιόδοξος. «Οι καρποί της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης [στην πληροφορία της τεχνολογίας] μπορεί να εξαντλούνται», λέει ο Gordon, μέλος της οικονομικής επιτροπής που ορίζει την έναρξη και τη λήξη της ύφεσης στις ΗΠΑ. Προβλέπει ότι η παραγωγικότητα θα αυξάνεται με το ρυθμό στο κάτω όριο του εύρους εκτιμήσεων του Fernald του 1 έως 3%.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Lawrence Summers, λέει ότι είναι δύσκολο να υπολογίσουμε «την τεράστια εμπειρική απόδειξη» της τεχνολογικής προόδου που επικαλείται ο Brynjolfsson στα πρόσφατα απαισιόδοξα στατιστικά του για την παραγωγικότητα. Η οικονομολόγος Christina Wang της Boston Fed λέει ότι η παραγωγικότητα θα μπορούσε να ανακάμψει τα προσεχή έτη καθώς οι επιχειρήσεις θα αισθάνονται μεγαλύτερη σιγουριά και θα επενδύουν περισσότερο. Ακόμη κι έτσι, η συνολική παραγωγικότητα, η οποία περιλαμβάνει την καινοτομία, φαίνεται να μεταφέρθηκε «πίσω στη λωρίδα βραδείας κυκλοφορίας» μετά την άνοδο της περιόδου 1995-2004, λέει. Η Wang τοποθετεί το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης στο 1,7-1,9%.
Η ιστορία δείχνει πόσο σημαντικό είναι η κεντρική τράπεζα να πέφτει μέσα στην πρόβλεψη για την παραγωγικότητα. Μια ξαφνική επιβράδυνση τη δεκαετία του 1970 «τύφλωσε» την Fed και οδήγησε σε ένα διψήφιο ποσοστό πληθωρισμού, επειδή οι αξιωματούχοι συνέχισαν τη πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική ενώ αυξάνονταν οι τιμές του πετρελαίου. Οι Αμερικανοί εργαζόμενοι δεν ήταν αρκετά παραγωγικοί για να αντιμετωπίσουν το επιπλέον κόστος του ακριβότερου πετρελαίου. Μερικές φορές η Fed υπολογίζει σωστά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο τότε Πρόεδρος Alan Greenspan προέβλεψε ότι η παραγωγή ανά ώρα επιταχυνόταν και δεν προέβη σε αύξηση επιτοκίων, επιτρέποντας στην ανεργία να υποχωρήσει τελικά κάτω από 4%.