Σοβαρότατοι αριστερής αποκλίσεως οικονομολόγοι, από τον Ζακ Ατταλί έως τον καθηγητή Γ. Σπράο, έχουν τονίσει προς κάθε κατεύθυνση ότι το ελληνικό χρέος είναι κακό και η όποια αντιμετώπισή του δεν είναι νοητή και εφικτή χωρίς ριζική αναδιάρθρωση της οικονομίας, με εφαλτήριο την εξωστρέφεια και την «απογραφειοκρατικοποίησή» της.
«Όλα τα άλλα είναι λόγια του αέρα», υποστηρίζει ο Ζακ Ατταλί, πρώην σύμβουλος του Φρανσουά Μιττεράν, που σίγουρα θα έπεφτε κεραυνόπληκτος αν γνώριζε το βάθος και την υφή κάποιων αριθμών που άπτονται της ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Από το 1981 έως σήμερα, το ελληνικό παμφάγο κράτος έχει δεχθεί 660 δισ. ευρώ δάνεια, 290 δισ. ευρώ καθαρές επιδοτήσεις και 26 δισ. ευρώ άτοκες επενδυτικές επιχορηγήσεις, του έχουν δε «κουρευτεί» χρέη περίπου 120 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, μέσα σε 34 χρόνια το ελληνικό κράτος είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει πάνω από 1.000 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε 100.000 ευρώ ανά Νεοέλληνα ή σε 335.000 ευρώ ανά νοικοκυριό.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα είναι πτωχευμένη, η παραγωγική της μηχανή είναι από τις χειρότερες στην Ευρώπη, οι υποδομές της είναι απλώς υποφερτές και η διοικητική της μηχανή απέχει αισθητά από τον κοινοτικό μέσον όρο.
Αντιθέτως, η χώρα πρωτεύει σε διαφθορά και παραοικονομία, γεγονός που αποτρέπει παραγωγικές επενδύσεις και νοθεύει τη δημοσιονομική πολιτική της.
Όσο για τα αίτια της πτώχευσης, οφείλονται αποκλειστικά και μόνον στον κρατισμό, δεδομένου ότι στη χώρα μας το κράτος αντιπροσωπεύει το 65% της επίσημης οικονομίας. Πρόκειται, δηλαδή, για ποσοστό παραπλήσιο με τα αντίστοιχα σε πρώην κομμουνιστικές χώρες, οι οποίες εξ αυτού του λόγου κατέρρευσαν. Το 2010, λοιπόν, αυτό το κράτος, με συνολικό χρέος κοντά στα 300 δισ. ευρώ, βρέθηκε σε πλήρη αδυναμία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του και τελικά σώθηκε από την άτακτη χρεοκοπία αποκλειστικά και μόνον γιατί συμμετείχε στην ευρωζώνη – τα μέλη της οποίας έσπευσαν να το σώσουν, για να προστατεύσουν το ευρώ και να αποτρέψουν σοβαρότερα προβλήματα στην οικονομική και νομισματική ένωση.
Στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν, η Ελλάδα, με χίλια βάσανα και με δραστικές οριζόντιες περικοπές, κατάφερε να περιορίσει τα δραματικά ελλείμματα στον προϋπολογισμό της και στο ισοζύγιο πληρωμών της – πλην όμως, από πλευράς περιορισμού του κρατισμού, οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν ήταν ελάχιστες. Έτσι, σήμερα, το κράτος είναι πάντα ζωντανό στη χώρα, όμως η επιβίωσή του οφείλεται στην καταστροφή του ιδιωτικού τομέα. Αυτός είναι που πληρώνει βαρύτατο τίμημα και τα βάσανά του κάθε άλλο παρά τελείωσαν. Διότι, από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση ο κρατισμός είναι ο μεγάλος θριαμβευτής.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι κρατικοδίαιτες συντεχνίες και οι διαπλεκόμενοι με το πελατειακό σύστημα επιχειρηματίες πέτυχαν όχι μόνον να κερδίσουν μία κρίσιμη πολιτική μάχη αλλά και να προετοιμάσουν το έδαφος για την πλήρη εξάρθρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην Ελλάδα.
Ωστόσο, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι στην προσπάθειά τους αυτή θα πέσουν μέσα στον λάκο που οι ίδιοι άνοιξαν. Στο σημερινό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, ο ελληνικός κρατισμός όχι μόνον δεν έχει μέλλον αλλά και είναι καταδικασμένος σε οδυνηρό τέλμα. Σε έναν κόσμο όπου οι αναπτυσσόμενες χώρες διεκδικούν μερίδια συμμετοχής στον παγκόσμιο πλούτο, παρασιτικές κοινωνίες όπως η ελληνική δεν θα μπορούν πλέον εύκολα να δανείζονται για να καταναλώνουν. Χωρίς επαρκή παραγωγική αυτοχρηματοδότηση -ως μόνη βιώσιμη τεχνική για τη σταθεροποίηση και επιβίωση της εθνικής μας πορείας– η ελληνική οικονομία θα καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος, πλην όμως με σοβαρό κοινωνικό πάταγο.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η οργή και η ιδιοτέλεια αποτελούν καταστάσεις που μόνο την παρακμή εγγυώνται. Ο κρατισμός, από την ένταξή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια έως σήμερα, δίνει σκληρές μάχες για να παραμένει ενεργός και κυρίαρχος – και τα καταφέρνει γιατί οι αρθρώσεις που έχει δημιουργήσει είναι πανίσχυρες. Στην παρούσα φάση, όμως, ο κρατισμός αυτός γίνεται μέρα με την ημέρα και πιο καταστροφικός. Διότι, στο μέτρο που η χώρα δεν θα μπορεί να καταναλώνει με δανεικά, θα πρέπει να παράγει εισόδημα. Αυτό θα επιτρέπει τις εισαγωγές αγαθών και τη χρηματοδότηση επενδύσεων.
Όμως, όλοι πλέον γνωρίζουν ότι, στη σημερινή Ελλάδα εμπόδιο στην παραγωγή και στην ανάπτυξη είναι το υδροκέφαλο κράτος. Αυτό εμποδίζει κάθε πρόοδο, καλλιεργεί δε και την πνευματική κατάπτωση της κοινωνίας.
Πνευματική κατάπτωση, ωστόσο, σημαίνει και καινοτομική απονεύρωση μίας οικονομίας, η οποία καταδικάζεται έτσι να παραμένει αντιπαραγωγική γιατί είναι αντιδημιουργική. Και τα πλέον δυναμικά κύτταρα των κοινωνιών αυτών ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους, γιατί απλώς δεν μπορούν να δημιουργήσουν ελεύθερα. Όμως, στο μέτρο που μία χώρα χάνει ανθρώπινο κεφάλαιο, όταν μάλιστα υποφέρει και από δημογραφική γήρανση, η κατάστασή της επιδεινώνεται. Κατά συνέπεια, οδηγείται από μόνη της στο περιθώριο – κάτι που ήδη προδιαγράφεται στην χώρα μας.
Τα δέκα τελευταία χρόνια, στον τομέα της ανανέωσης της παραγωγικής μηχανής δεν έγινε τίποτε απολύτως στην Ελλάδα γιατί έτσι ήθελαν οι δυνάμεις της γραφειοκρατίας και του ζόφου. Παράλληλα, η χώρα απείχε από τις παγκόσμιες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ενδιαφερόταν να καταναλώνει με δανεικά, ενισχύοντας το διεφθαρμένο και αντιπαραγωγικό κράτος.
Έτσι, βρέθηκε άοπλη και ευάλωτη στη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, με υπέρογκο χρέος στην πλάτη της και τεράστια ελλείμματα. Και αντί να προσπαθήσει να σταθεί στα πόδια της με μεταρρυθμίσεις, τελικά αποφάσισε να επαναφέρει στην εξουσία τους ανθρώπους της χρεοκοπίας της.
Αν αυτή είναι επιλογή αλλαγής, τότε τον λόγο πρέπει να έχουν οι ψυχαναλυτές.
Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος
ath.papandropoulos@euro2day.gr ΠΗΓΗ