Ολίγα περί βιωσιμότητας ή διαγραφής χρέους

29 Ιανουάριος 2015 Κλείσιμο Από Alexandros

Για χάρη της πληρέστερης παρουσίασης του θέματος, θα ξεκινήσω με όσα σχετικά τελείωνε το προηγούμενο σχόλιό μου, με τίτλο Ολίγα περί δημοσίου χρέους. Θα το κάνω και για έναν πρόσθετο λόγο: Στο προηγούμενο σχόλιο επενέβη ο γνωστός δαίμων του τυπογραφείου και φρόντισε να μην εμφανιστεί ο τελευταίος πίνακας, με αποτέλεσμα η σχετική παράγραφος να είναι ακατανόητη.

Τελειώνοντας,  […]  θα παραθέσω κάποιες σκέψεις μου σχετικά με όσα ακούμε και διαβάζουμε περί βιωσιμότητας του χρέους μας.

Το χρέος είναι «βάρος», υπάρχει κίνδυνος οι συνθήκες στο μέλλον να κάνουν την εξόφλησή του πολύ οδυνηρή, δηλαδή, είναι, καταρχήν, κάτι «κακό», κάτι αποφευκτέο!

Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις, που ο δανεισμός δικαιολογείται. Όμως, άσχετα με το αν δικαιολογείται ή όχι, αυτό που μας απασχολεί είναι ο όρος «βιώσιμο». Προφανώς, ο χαρακτηρισμός «βιώσιμο» υπονοεί την ύπαρξη δυνατότητας εξόφλησης ενός χρέους, κάτι που, για να γίνει, απαιτεί μείωση άλλων δαπανών, δηλαδή στερήσεις, δηλαδή, μείωση του βιοτικού επιπέδου. Αλλά το βιοτικό επίπεδο, ΑΝ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΛΛΙΩΣ, μπορεί να μειωθεί μέχρι του σημείου που, απλώς, διασφαλίζεται η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ βιωσιμότητά μας! (Κι όπως λέει ο Νίκος Καζαντζάκης: «Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.») Δεν υπονοώ τίποτε άλλο, απλώς, επισημαίνω την ελαστικότητα του μεγέθους «βιώσιμο χρέος».  Άλλωστε, αυτή η ελαστικότητα ισχύει για όλους τους «πρακτικούς κανόνες» (Αγγλιστί, «rules of thumb») που, παρόλη την ελαστικότητά τους, δεν παύουν να είναι πολύ χρήσιμοι, αρκεί να τους χρησιμοποιούμε σωστά.

Μία άλλη παρατήρηση έχει σχέση με τη γενίκευση ότι, αυξάνοντας τον παρονομαστή, δηλαδή το ΑΕΠ, θα «λυθεί το πρόβλημα». Αυτό δημιουργεί την ψευδή εικόνα ότι, ένα «μη βιώσιμο» χρέος θα μετατραπεί σε «βιώσιμο», περίπου μόλις αρχίσει η περιπόθητη ανάπτυξη! Όμως αυτό απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Στους πιο κάτω πίνακες παρουσιάζεται η εξέλιξη του δείκτη «χρέος ως % του ΑΕΠ» για ΣΤΑΘΕΡΟ χρέος, ή 200, ή 150, ή 100, υποθέτοντας  μία διαρκή, μέση ετήσια ανάπτυξη, ή 2%, ή 3% (που δεν είναι καθόλου εγγυημένη). Δείτε στα παραδείγματα την εξέλιξή του για να διαπιστώσετε πότε φτάνει στο 60% του ΑΕΠ, που προβλέπουν οι Ευρωπαϊκές συνθήκες:

Συνεχίζω από το «παρόλη την ελαστικότητά τους,  δεν παύουν να είναι πολύ χρήσιμοι, αρκεί να τους χρησιμοποιούμε σωστά.» Το πρώτο πράγμα, που απαιτείται  για τη σωστή χρησιμοποίηση των πρακτικών κανόνων ή των οικονομικών δεικτών είναι να γίνει κατανοητό ότι αντιπροσωπεύουν το «μέσο» οφειλέτη, τη «μέση» οικονομία και, γενικά, κάποια «μέση» πραγματικότητα. Όμως, δεν απαιτούνται κανενός είδους ειδικές γνώσεις για να αντιληφθεί κανείς ότι, εξ ορισμού, καμία «υπαρκτή» πραγματικότητα δεν είναι απολύτως ταυτόσημη με την αντίστοιχη «μέση» της. Επομένως, το δεύτερο πράγμα που απαιτείται είναι η διαπίστωση και αξιολόγηση των διαφορών μεταξύ της συγκεκριμένης «υπαρκτής» και της ιδεατής «μέσης» πραγματικότητας. Αυτό, απαιτεί πληροφόρηση για τα δεδομένα και κάποιες, περισσότερο ή λιγότερο, εξειδικευμένες γνώσεις, για την αξιολόγησή τους.

Σαν παράδειγμα και μόνο ενδεικτικά, αναφέρω ότι το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος είναι της Ιαπωνίας, 242% του ΑΕΠ, περίπου 11,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή μεγαλύτερο από το άθροισμα του Γερμανικού συν Γαλλικού συν Αγγλικού! Το κατά κεφαλήν χρέος τους είναι $99.725 (2η Ιρλανδία με $60.356, 3η ΗΠΑ με $58.604, 6η Ιταλία με $46.757, 11η Αυστρία με $38.621 και η Ελλάδα 12η, με $38.444). Η Ιαπωνία ξοδεύει τεράστιο μέρος του ΣΥΝΟΛΟΥ των φορολογικών εσόδων της για την εξυπηρέτηση του ογκώδους  χρέους της! Παρόλα αυτά, η απόδοση του 10-ετούς Ιαπωνικού ομολόγου παραμένει στο εκπληκτικά χαμηλό επίπεδο λιγότερο από 1%. Προφανώς, μία «μικρή» αύξηση των επιτοκίων σε 2% θα ήταν, κυριολεκτικά, καταστροφική! Τα πράγματα, όμως, είναι λιγότερο τραγικά, επειδή το μεγαλύτερο μέρος των Ιαπωνικών ομολόγων ανήκει σε Ιάπωνες.

Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να εντοπίσω μία στατιστική που διάβασα στο παρελθόν, που έδειχνε ένα είδος καθαρής δανειακής θέσης των κρατών. Σύμφωνα με εκείνα τα στοιχεία, αν η Ιαπωνία αποφάσιζε να εξοφλήσει όλο το χρέος της και, ταυτοχρόνως, να εξαργυρώσει όλα τα ομόλογα ξένων κρατών, που κρατούν Ιάπωνες, το αποτέλεσμα θα ήταν να έχει καθαρή εισροή συναλλάγματος… ! Βεβαίως, το τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο για τους Ιάπωνες φορολογουμένους, τις Ιαπωνικές τράπεζες κλπ, είναι ένα άλλο ζήτημα.

Και τώρα ολίγα περί διαγραφής. Προφανώς, η διαγραφή μπορεί να γίνει είτε με κήρυξη χρεοκοπίας είτε μετά από συμφωνία με τους πιστωτές. Απόφαση σημαίνει επιλογή μιας ενέργειας, μιας πράξης (μεταξύ των οποίων και η αδράνεια), και κάθε τέτοια επιλογή έχει τις δικές της συνέπειες. Πιθανή λήψη απόφασης για κήρυξη χρεοκοπίας μονομερώς είναι βέβαιο ότι θα έχει πολύ «δυσάρεστες» συνέπειες, αν μη τι άλλο, λόγω της αλληλεξάρτησής μας με τους εταίρους/πιστωτές μας. Αλλά το πώς αντιλαμβάνεται κανείς το «δυσάρεστες», ή θεωρεί ότι  «ο θάνατος είναι προτιμότερος»  είναι τελείως υποκειμενικό…

Η περίφημη διαπραγμάτευση, με την οποία -υποτίθεται ότι- θα πειστούν οι δανειστές μας να διαγράψουν μέρος της απαίτησής τους, υπονοεί ότι θα κρίνουν ότι, αυτό, είναι προς το συμφέρον τους.  Αν δεν υπάρχουν επιχειρήματα γιατί είναι προς το συμφέρον των φορολογουμένων της Μάλτας, της Κύπρου και της Λετονίας (που, ήδη, επιδοτούν τα επιτόκια δανεισμού μας) να αποδεχτούν την διαγραφή, το μόνο που απομένει είναι να τους εξηγήσει ο Πάνος ότι εμείς, οι Έλληνες, είμαστε υπερήφανος λαός και δεν ανεχόμαστε τον ζυγό του χρέους.

Το μόνο που απομένει -που το επικαλείται και ο ΣΥΡΙΖΑ- είναι μία ιδέα που κυκλοφορεί σε διάφορες παραλλαγές. Ένα πρόσφατο σχετικό κείμενο στο FT Magazine, με τον «πιασάρικο» τίτλο «A debt to history?» = «Ένα χρέος στην ιστορία;» περιγράφει την ομιλία ενός καθηγητή του Harvard University, ο ποίος, σε μία μάζωξη κεντρικών τραπεζιτών, αφού έκανε μία ανασκόπηση των χρεοκοπιών τοπικών και κεντρικών κυβερνήσεων, στον 20ο αιώνα, επισήμανε ότι η Γερμανία υπήρξε μία από τις πλέον ωφελημένες χώρες με τις επανειλημμένες (1924, 1929, 1932 and 1953) αναδιαρθρώσεις του χρέους της από τους Συμμάχους. Το υπονοούμενο, ή, αυτό που λέγεται ρητά, εν προκειμένω, είναι ότι η Γερμανία έχει «ηθικό καθήκον» να φερθεί στην Ελλάδα με ανάλογη γενναιοδωρία. Γενικότερα, πληθαίνουν οι φωνές διαφόρων οικονομολόγων και άλλων αρμοδίων και αναρμοδίων, με αγνά ή όχι και τόσο αγνά κίνητρα, που επισημαίνουν ότι το χρέος μας δεν είναι βιώσιμο (εννοώντας ότι θα μας «ταλαιπωρεί» για δεκαετίες…) και ότι κάτι πρέπει να γίνει.

Αλλά, το πρόβλημα με όσους διατυπώνουν τέτοιες απόψεις είναι ότι κανείς τους δεν πρόκειται να υποστεί οποιεσδήποτε συνέπειες, αν εισακουστούν.  Αντίθετα, αυτοί που έχουν κάτι να χάσουν, δεν έχουν δυσκολία να επικαλούνται επιχειρήματα του τύπου: «πώς να χαρίσεις χρέος σε μία χώρα, που για χρόνια είναι βυθισμένη στη διαφθορά, στη γραφειοκρατία, σε αντιπαραγωγικές δομές και που συνταξιοδοτεί στα 50;».

ΠΗΓΗ