Ο άγνωστος πόλεμος βιομηχανίας-λιανεμπορίου: private label εναντίον επώνυμων προϊόντων
Στα επώνυμα προϊόντα επιμένουν οι Έλληνες καταναλωτές, καθώς όπως προκύπτει από σχετική έρευνα, το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στην Ελλάδα πέρυσι ανήλθε στο 15,4% σε αξία (και 20,8% σε όγκο), όταν στην Ευρώπη διαμορφώνεται στο 38,7% σε αξία και στο 48,9% σε όγκο.
Σύμφωνα με νέα έρευνα της ΙRI για τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, το γεγονός αυτό οφείλεται στις σημαντικές μειώσεις τιμών στα επώνυμα προϊόντα, που πλησιάζουν πλέον αυτές των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Επί πλέον αποδίδεται στο γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης, ξεκίνησε πόλεμος τιμών και προωθητικών ενεργειών μεταξύ της βιομηχανίας και του λιανεμπορίου, που οδήγησε σε μείωση τιμών για τα επώνυμα brands.
Έτσι, οι καταναλωτές προτιμούν τα επώνυμα προϊόντα από τα private label, δεδομένου ότι μπορούν να βρουν πλέον τα αγαπημένα τους επώνυμα προϊόντα στο ίδιο επίπεδο τιμών με τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Επιπλέον, οι Έλληνες καταναλωτές εμφανίζονται αρκετά δύσπιστοι για την ποιότητα των προϊόντωβν ιδιωτικής ετικέτας σε σχέση με τα επώνυμα brands. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η Lidl, για παράδειγμα, εξακολουθεί να βρίσκεται χαμηλά στις προτιμήσεις των καταναλωτών (αν και ενίσχυσε τη θέση της το 2014).
Η μεγαλύτερη αύξηση στις πωλήσεις προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας προέρχεται από τον μη διατροφικό τομέα (non-food), τον οποίο άλλωστε ενίσχυσαν οι αλυσίδες λιανεμπορίου, προκειμένου να πετύχουν αύξηση των εσόδων τους. Οι Έλληνες καταναλωτές αισθάνονται πιο άνετα να αγοράζουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που δεν ανήκουν στον διατροφικό τομέα, παρά τρόφιμα και ποτά. Με βάση τα στοιχεία της IRI, το υψηλότερο ποσοστό (33,4%) κατέχουν τα private label στην κατηγορία των τροφών και ειδών για κατοικίδια και ακολουθεί με ποσοστό 31,1% η κατηγορία των ειδών νοικοκυριού. Με 29,2% ακολουθεί η κατηγορία των κατεψυγμένων τροφίμων, με 18,9% η κατηγορία των κονσερβοποιημένων τροφίμων, με 13,5% τα τρόφιμα ψυγείου και νωπά τρόφιμα, με 10,4% τα μη αλκοολούχα ποτά, με 7,9% τα είδη ζαχαροπλαστικής, με 4,1% τα αλκοολούχα ποτά και με 4% τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας.