Αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης επί εργατικού ατυχήματος σε οικοδομικό έργο. Πότε ευθύνεται ο εργολάβος και πότε ο κύριος του έργου
Άρειος Πάγος 1256/2014
Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση
Εξάλλου, επί μισθώσεως έργου, πρόστηση του εργολάβου από τον εργοδότη καταρχήν μεν δεν υπάρχει, όμως υφίσταται πρόστηση όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εργοδότης ρητώς ή σιωπηρώς, ιδίως ως εκ της φύσεως του έργου, επιφύλαξε στον εαυτό του τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και ειδικότερα το δικαίωμα παροχής οδηγιών στον εργολάβο.
Και ναι μεν, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951 και εκείνης του άρθρου 26 παρ. 9 του ίδιου νόμου, στις οικοδομικές εργασίες, ως εργοδότης, από την άποψη εφαρμογής του εν λόγω νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων θεωρείται όχι μόνο ο εργολάβος ή υπεργολάβος, που προσλαμβάνει και αμείβει τους ασφαλισμένους, αλλά και ο κύριος του έργου (πλασματικός εργοδότης), πλην όμως ο τελευταίος θεωρείται ως “πλασματικός εργοδότης” αποκλειστικά και μόνο αναφορικά με την εφαρμογή του αμέσως πιο πάνω νόμου και όχι ως πρόσωπο που αντικειμενικώς ευθύνεται για την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας τραυματισμού του με τον εργολάβο με σύμβαση εργασίας συνδεόμενου παθόντος.
Επομένως, προκειμένου περί αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, στρεφόμενης κατά του υπαιτίου του ατυχήματος, ως και κατά εκείνου, ο οποίος με σύμβαση μισθώσεως έργου ανέθεσε στον υπαίτιο την εκτέλεση του έργου, όπου συνέβη το ατύχημα, πρέπει για τη θεμελίωσή της να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά της διευθύνσεως και επιβλέψεως του έργου από τον εργοδότη, τα οποία θεμελιώνουν την επικαλούμενη ιδιότητα του τελευταίου, ως προστήσαντος τον υπαίτιο εργολάβο.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Β. Λυκούδη), Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Μαΐου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. (G.) Π. (P.) του Γ., κατοίκου …, 2) Μ. (B.) Σ. (S.) του Μ., κατοίκου …, 3) Γ. (G.) Σ. (S.) του Μ., κατοίκου …, 4) Π. (P.) Σ. (S.) του Μ., κατοίκου …, 5) Β. (V.) Σ. (S.) του Μ., κατοίκου …, 6) Τ. (X.) Σ. (S.) του Μ., κατοίκου …, 7) Ι. (I.) Σ. (S.) του Μ., κατοίκου …, 8) Γ. (G.) Σ. (S.) του Μ., κατοίκου … και 9) Μ. (B.) Σ. (S.) του Μ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Β. Βασιλειάδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. Β. του Ι., κατοίκου …, 2) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “Ι. Γ. και Σία ΟΕ”, που εδρεύει … και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Ι. Γ. του Π., κατοίκου … και 4) Δ. Α. του Κ., κατοίκου …. Ο 3ος των αναιρεσιβλήτων εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλκιβιάδη Παναγόπουλο, ο 4ος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Ζηκόπουλο, ενώ ο 1ος και η 2η δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-5-2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκε με τις με στοιχ. 23377/27-6-2002 και 17666/20-5-2003 αγωγές άλλων διαδίκων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2464/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 936/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8-5-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Αυγουλέας διάβασε την από 28-4-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 8-5-2012 αίτησης για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 936/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τις διατάξεις των άρθρων 576 § 2, 568 § 1 και 498 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο Άρειος Πάγος οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ο μη εμφανισθείς αντίδικος του επισπεύδοντος τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και σε καταφατική περίπτωση να προχωρήσει στη συζήτηση παρά την απουσία του. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι, η κρινόμενη, από 8-5-2012, αίτηση προσδιορίσθηκε για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης, με επιμέλεια των αναιρεσειόντων. Στη συνέχεια, αντίγραφο της αίτησης με κλήση να εμφανιστούν, στη συζήτηση αυτής, επιδόθηκε με εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσειόντων, Β. Βασιλειάδη, όπως προκύπτει από τις με αρ. Δ/1787/5-3-20145 και 1333Γ/4-3-2014 εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών αντίστοιχα, των Πρωτοδικείων Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης, Ε. Λ. και Σ. Η. – Κ., στους πρώτο και δεύτερη των αναιρεσίβλητων (Β. Β. και “Ι. Γ. και ΣΙΑ ΟΕ”), νομοτύπως και εμπροθέσμως. Εξάλλου, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του δικαστηρίου τούτου, προκύπτει ότι στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης, κατά την εκφώνησή της υπόθεσης, από τη σειρά της στο πινάκιο, δεν εμφανίστηκαν οι ως άνω αναιρεσίβλητοι, ούτε υπέβαλαν δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, ενόψει ότι έχουν κλητευθεί νομοτύπως, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία τους.
2. Επί εργατικού ατυχήματος η αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), σε τρόπο ώστε για τη θεμελίωσή της δεν απαιτείται πταίσμα του εργοδότη, αν ο τρίτος υπαίτιος του ατυχήματος είχε προστηθεί από αυτόν.
Εξάλλου, επί μισθώσεως έργου, πρόστηση του εργολάβου από τον εργοδότη καταρχήν μεν δεν υπάρχει, όμως υφίσταται πρόστηση όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εργοδότης ρητώς ή σιωπηρώς, ιδίως ως εκ της φύσεως του έργου, επιφύλαξε στον εαυτό του τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και ειδικότερα το δικαίωμα παροχής οδηγιών στον εργολάβο.
Και ναι μεν, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951 και εκείνης του άρθρου 26 παρ. 9 του ίδιου νόμου, στις οικοδομικές εργασίες, ως εργοδότης, από την άποψη εφαρμογής του εν λόγω νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων θεωρείται όχι μόνο ο εργολάβος ή υπεργολάβος, που προσλαμβάνει και αμείβει τους ασφαλισμένους, αλλά και ο κύριος του έργου (πλασματικός εργοδότης), πλην όμως ο τελευταίος θεωρείται ως “πλασματικός εργοδότης” αποκλειστικά και μόνο αναφορικά με την εφαρμογή του αμέσως πιο πάνω νόμου και όχι ως πρόσωπο που αντικειμενικώς ευθύνεται για την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας τραυματισμού του με τον εργολάβο με σύμβαση εργασίας συνδεόμενου παθόντος.
Επομένως, προκειμένου περί αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, στρεφόμενης κατά του υπαιτίου του ατυχήματος, ως και κατά εκείνου, ο οποίος με σύμβαση μισθώσεως έργου ανέθεσε στον υπαίτιο την εκτέλεση του έργου, όπου συνέβη το ατύχημα, πρέπει για τη θεμελίωσή της να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά της διευθύνσεως και επιβλέψεως του έργου από τον εργοδότη, τα οποία θεμελιώνουν την επικαλούμενη ιδιότητα του τελευταίου, ως προστήσαντος τον υπαίτιο εργολάβο.
Τα περιστατικά αυτά, ως στηρίζοντα κατά νόμο την αγωγή, συνιστούν πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. και επομένως η από το δικαστήριο της ουσίας λήψη υπόψη τέτοιων πραγμάτων μολονότι αυτά δεν εκτέθηκαν στην αγωγή, όπως η τελευταία μπορεί να συμπληρωθεί και να διευκρινιστεί με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 224 ΚΠολΔ), θεμελιώνει το σχετικό αναιρετικό λόγο.
Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην κρινόμενη υπόθεση, με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθεταν οι ενάγοντες ήδη αναιρεσείοντες, τα εξής: “ότι ο πρώτος εξ αυτών Γ. Π. του Γ. και ο Λ. Σ. του Β., υιός του δεύτερου και της τρίτης και αδελφός των υπολοίπων εναγόντων, Αλβανοί υπήκοοι, απασχολούντο, ο πρώτος από το Μάρτιο του 1998 και ο δεύτερος από το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας στο συνεργείο του πρώτου εναγομένου εργολάβου Β. Β. του Ι., ο οποίος κατόπιν συμβάσεως έργου που είχε συνάψει με τον τρίτο εναγόμενο, Ι. Γ. του Π., ατομικά και ως νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “I. Γ. και Σία O.E.”, ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο κατασκευής αποθήκης που θα οικοδομείτο σε οικόπεδο ιδιοκτησίας του τρίτου εναγομένου για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης, σε εκτέλεση αρχιτεκτονικής μελέτης και υπό την επίβλεψη του τετάρτου εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου Δ. Α. του Κ., ότι υπαίτιοι του εργατικού ατυχήματος που συνέβη κατά την εκτέλεση της εργασίας τους στις 1-7-1999 στο έργο αυτό, κατά το οποίο υπέστησαν ηλεκτροπληξία επειδή το κινητό ικρίωμα που κατασκεύασαν οι ανωτέρω εργαζόμενοι μαζί με άλλους ήλθε σε επαφή με τα ηλεκτροφόρα καλώδια της ΔΕΗ, ήταν ο εργοδότης τους, εργολάβος – κατασκευαστής του έργου πρώτος εναγόμενος και ο πολιτικός μηχανικός επιβλέπων του έργου, τέταρτος εναγόμενος οι οποίοι από αμέλειά τους δεν έλαβαν τα απαραίτητα ειδικά μέτρα ασφαλείας, καθώς και οι κύριοι του έργου, δεύτερος και τρίτη των εναγμένων, αντικειμενικά ευθυνόμενοι ως πλασματκοί εργοδότες. Και τέλος, ότι από την υπαίτια και αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του πρώτου ενάγοντος και θάνατο του Λ. Σ. του Β., υπέστησαν ηθική βλάβη ο πρώτος και ψυχική οδύνη oι λοιποί, συγγενείς του θανόντος προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης”. Ζήτησαν δε, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το αίτημα της αγωγής, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλλουν ο καθένας εις ολόκληρον, στον πρώτο εξ αυτών, προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, που υπέστη από τον τραυματισμό του, το ποσό των 205.420,00 ευρώ και σε καθένα των λοιπών, στους 2ο και 3η το ποσό των 146.730,00 ευρώ και στους 4ο έως και 9ο το ποσό των 58.700,00 ευρώ, προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του Λ. Σ.. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η, ως άνω αγωγή ήταν μη νόμιμη, όσον αφορά τους δεύτερη και τρίτο των εναγομένων (αντιστοίχως αναιρεσίβλητων), φερόμενους ως κυρίους του έργου, αφού στο δικόγραφο αυτής δεν αναφερόταν ότι οι τελευταίοι, είχαν επιφυλάξει στον εαυτό τους τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου. Επομένως, το Εφετείο, με το να κρίνει, ότι η ως άνω ένδικη αγωγή, καθόσον απευθυνόταν κατά των δεύτερης και τρίτου των αναιρεσίβλητων, ήταν νομικά αβάσιμη δεν παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 5 και 26 παρ. 9 του α.ν. 1846/1951 και 914, 922 και 932 του ΑΚ και γι’ αυτό ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, οι επί μέρους αιτιάσεις, που περιέχονται στον 4ο λόγο αναίρεσης, με τις οποίες υποστηρίζεται ότι, με το να απορρίψει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την αγωγή ως μη νόμιμη, αφενός δεν έλαβε υπόψη πράγματα και συγκεκριμένα τη σχέση προστήσεως, που επικαλούνταν οι αναιρεσείοντες με την αγωγή τους, αφετέρου δε παραβίασε εκ πλαγίου τις πιο πάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου με ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, είναι απαράδεκτες και απορριπτέες. Τούτο διότι, 1) όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, στο δικόγραφο της αγωγής δεν γινόταν μνεία σχέσης προστήσεως, μεταξύ δεύτερης, τρίτου και πρώτου των αναιρεσίβλητων, με αποτέλεσμα το δικαστήριο της ουσίας να μη έχει υποπέσει στην από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδιδόμενη πλημμέλεια και 2) ο, από τον αρ. 19 της ίδιας διατάξεως, λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, εισήλθε και ερεύνησε κατ’ ουσίαν τη διαφορά και όχι όταν απέρριψε την αγωγή, όπως στην κρινόμενη περίπτωση ως μη νόμιμη.
3. Όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη σκέψη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 του ΑΚ και 1, 16 του Ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.
Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα κατά το άρθρο 6 αυτού πρόσωπα, δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση για ηθική ζημία για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις.
Επομένως, για να δικαιούται η οικογένεια του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του θανατωθέντος ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων απ’ αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου, πράξεως ή παραλείψεως. Τέτοιο πταίσμα, προκειμένου περί οικοδομικών εν γένει εργασιών, θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του Π.Δ. 778/1980 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών” από τους κατά νόμο υπεύθυνους του έργου.
Εξάλλου, ο ν. 1396/1983 “μέτρα ασφαλείας σε οικοδομές και σε ιδιωτικά έργα” προβλέπει: α) στο άρθρο 3, τις υποχρεώσεις του εργολάβου, οι οποίες, εκτός άλλων, συνίστανται στη λήψη και στην τήρηση των μέτρων ασφαλείας, που αφορούν ολόκληρο το έργο, καθώς και στην τήρηση των οδηγιών του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου, β)….. και γ) στο άρθρο 7, τις υποχρεώσεις του επιβλέποντος μηχανικού, οι οποίες είναι: 1. Να δίνει οδηγίες κατασκευής, σύμφωνες με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, για την εκτέλεση εργασιών αντιστηρίξεων, σταθερών ικριωμάτων και πίνακα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος. Να επιβλέπει την τήρηση των οδηγιών αυτών πριν από την έναρξη των εργασιών και περιοδικά κατά την εκτέλεσή τους. 2. Να δίνει οδηγίες, σύμφωνες με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης για τη λήψη μέτρων ασφαλείας από κινδύνους που προέρχονται από εναέριους και υπόγειους αγωγούς της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) και να επιβλέπει την τήρησή τους. 3. Να επιβλέπει την εφαρμογή της μελέτης μέτρων ασφαλείας που αναφέρεται στο άρθρο 6 του νόμου αυτού και να δίνει σχετικές οδηγίες. 4. Να δίνει οδηγίες σε περίπτωση σοβαρών ή επικίνδυνων έργων και εάν χρειάζεται να συντάσσει μελέτη για την προσαρμογή των προδιαγραφών των μέτρων ασφαλείας που προβλέπονται. Να υποδεικνύει εγγράφως στον κύριο του έργου στην περίπτωση του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του παρόντος τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας κατά περίπτωση και φάση του έργου. Περαιτέρω, με τα άρθρα 1, 78, 79 και 111 του π.δ. 1073/1981 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού” ορίζεται ότι: “Επί των πάσης φύσεως εργοταξιακών έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού, συμπεριλαμβανομένων και των οικοδομικών τοιούτων, τηρούνται υπό των κατά νόμων υπευθύνων, πέραν των διατάξεων του π.δ. 778/1980 “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών”, και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων (αρ. 1). Δια την πρόληψιν ατυχημάτων από άμεσον ή έμμεσον επαφήν ή προσέγγισιν προς δίκτυα ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάσιν, πρέπει ειδικότερον: α) Να λαμβάνονται όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα, ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση εργαζομένων εις ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσεώς των. β) Αι μεταφοραί, χειρωνακτικώς ή μη, σιδηροπλισμού, σωλήνων, κιγκλιδωμάτων κ.ά. και αι εγκαταστάσεις μηχανημάτων, τροχιών αναβατορίων, πυραύλων κ.ά., ως και αι προσεγγίσεις αντλιών σκυροδέματος πραγματοποιούνται μακράν από ηλεκτροφόρους αγωγούς, ασχέτως τάσεως. γ) Εις περιοχάς όπου υπάρχουν εναέρια ηλεκτρικά δίκτυα ή εγκαταστάσεις, εφόσον εργάζονται ή κινούνται υψηλά οχήματα – μηχανήματα, γερανοί, εκσκαφείς κ.λπ., να λαμβάνονται πέραν των εις την προηγουμένην παράγραφον και μετά έγγραφην έγκρισιν της ΔΕΗ πρόσθετα ειδικά μέτρα ασφαλείας. Αντιπροσωπευτικά των σχετικών μέτρων αναφέρονται η καταβίβασις του ιστού, η κατασκευή ειδικών ξύλινων πλαισίων – περιθωρίων ασφαλείας εις σημεία συνήθων διελεύσεων κάτωθεν γραμμών. δ) Οιαδήποτε απαιτουμένη επέμβασις εις τα δίκτυα της ΔΕΗ (όπως ανύψωση, διακοπή ρεύματος κ.λπ.) να πραγματοποιείται υπό ταύτης, μετά έγγραφον αίτησιν του ενδιαφερομένου… (αρ.78). Εάν πλησίον εργοταξίου διέρχονται αγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος ειδοποιείται εγγράφως, υπό του εκτελούντος το έργον, προ της ενάρξεως των εργασιών, η αρμόδια υπηρεσία της ΔΕΗ. Τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία πρέπει να ληφθούν, εξετάζονται από κοινού υπό της ΔΕΗ, του εκτελούντος το έργο και του επιβλέποντος τούτο μηχανικού. Κατόπιν δε της εγγράφου εγκρίσεως της αρμόδιας υπηρεσίας της ΔΕΗ, λαμβάνονται όλα τα κατά περίπτωσιν ενδεικνυόμενα περαιτέρω προστατευτικά μέτρα και ιδίως κατασκευή προστατευτικών σανιδωμάτων (αρ.79). Δια την διαρκή επίβλεψιν και επιμέλειαν της εφαρμογής του παρόντος, ως και του π.δ. 778/1980 “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών” εις τας οικοδομικάς και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας, παρίστανται ανελλιπώς καθ’ όλην την διάρκειαν της ημερησίας εργασίας οι νόμω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων… Οι υπεργολάβοι και εργολάβοι οφείλουν διαρκώς να καθοδηγούν τους εργαζομένους περί των κατά φάσιν εργασίας, απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας (αρ. 111).
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του π.δ. 778/1980, του ν. 1396/1983 και του π.δ. 1073/1981, συνάγεται ότι ο πολιτικός μηχανικός, που επιβλέπει την κατασκευή οικοδομικού έργου έχει νομική υποχρέωση να δίνει οδηγίες στον ιδιοκτήτη ή στον εργολάβο (και τον τυχόν υπάρχοντα υπεργολάβο) για τη λήψη των ενδεικνυομένων μέτρων ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος, μεταξύ των οποίων είναι η κατασκευή ειδικών ξύλινων πλαισίων – περιθωρίων ασφαλείας κάτω από ηλεκτροφόρους αγωγούς, και για τη λήψη μέτρων, ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση και η επαφή εργαζομένων πλησίον διερχομένου ηλεκτροφόρου αγωγού. Ακόμη οφείλει να επιβλέπει την τήρηση των οδηγιών αυτών πριν από την έναρξη την εργασιών και περιοδικά κατά την εκτέλεσή τους. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 1 του ίδιου Κώδικα, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του είτε εφαρμόσθηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα.
Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Τέλος, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.ΑΠ 15/2006). Στην κρινόμενη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από συνεκτίμηση των, μετ’ επίκληση, από τους διαδίκους, προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής: “Η δεύτερη εναγομένη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “I. Γ. και Σία O.E.”, που εδρεύει στη …, ενεργώντας διά του ομορρύθμου μέλους και νομίμου εκπροσώπου της Ι. Γ. του Π., τρίτου εναγομένου, και ο ίδιος ατομικά έδωσαν την εντολή στον τέταρτο εναγόμενο Δ. Α. του Κ., Πολιτικό Μηχανικό, να εκπονήσει οικοδομική μελέτη για την ανέγερση αποθήκης, ιδιοκτησίας της εταιρείας, εμβαδού 840 τ.μ. σε οικόπεδο του ως άνω νομίμου εκπροσώπου της στη Ν. Καλλικράτεια Θεσσαλονίκης. Σε εκτέλεση της εντολής αυτής ο τέταρτος εναγόμενος συνέταξε τις σχετικές μελέτες και τις υπέβαλε μαζί με τα υπόλοιπα δικαιολογητικά στο Τμήμα Πολεοδομικών Εφαρμογών Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής, όπου ανήκει πολεοδομικά η περιοχή της Νέας Καλλικράτειας, το οποίο τα ενέκρινε και εξέδωσε την υπ’ αριθμό … άδεια οικοδομής. Ακολούθως, την Οικοδόμηση του ως άνω οικοδομικού έργου της (αποθήκη), ανέθεσαν η δεύτερη και τρίτος εναγόμενοι, σε υπεργολάβους. Την κατασκευή δε της στέγης της αποθήκης και του μεταλλικού γείσου αυτής την ανέθεσαν στον πρώτο εναγόμενο Β. Β. του Ι., επίσης υπεργολάβο. Την επίβλεψη του όλου έργου όμως την ανέθεσαν στον ως άνω τέταρτο εναγόμενο πολιτικό μηχανικό. Ο εν λόγω εργολάβος ανέλαβε να κατασκευάσει τη στέγη της αποθήκης με συνεργείο του, στο οποίο εργάζονταν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας εκτός των άλλων και οι εργατοτεχνίτες Γ. Π. του Γ. (πρώτος ενάγων), Μ. Μ. του Α. και ο Λ. Σ. του Μ. (θανών), Αλβανοί υπήκοοι. Η εν λόγω αποθήκη την 1-7-1999 βρισκόταν στο στάδιο της αποπεράτωσής της και απέμενε μόνο να τοποθετηθεί το μεταλλικό διακοσμητικό γείσο περιμετρικά κάτω από τη στέγη της. Την ημέρα εκείνη το συνεργείο του υπεργολάβου Β. Β. που αποτελείτο από τους ανωτέρω εργατοτεχνίτες, ασχολείτο υπό την επίβλεψή του με την τοποθέτηση των μεταλλικών πλαισίων του γείσου στην μπροστινή όψη του κτιρίου, με προοπτική όταν τελειώσει την όψη αυτή να τοποθετήσει τις μεταλλικές πλάκες του γείσου στην πίσω όψη του κτιρίου. Προκειμένου να εκτελέσουν την ως άνω εργασία τους οι προαναφερθέντες εργαζόμενοι, κατασκεύασαν υπό την εποπτεία του εργολάβου και τις οδηγίες του επιβλέποντος μηχανικού, ένα κινητό μεταλλικό ικρίωμα, το οποίο αποτελείτο από τρία (3) μεταλλικά πλαίσια. Το καθένα από αυτά είχε ύψος 2,20 μέτρα και πλάτος 1,20 μέτρα. Το ικρίωμα στηριζόταν σε τέσσερις (4) ελαστικούς τροχούς με κοχλιωτούς μηκυντήρες μήκους 55 εκατοστών του μέτρου, ώστε το συνολικό του ύψος ανήλθε στα 7,15 μέτρα. Την εργασία τοποθέτησης των μεταλλικών πλαισίων του γείσου περιμετρικά της αποθήκης εκτελούσαν οι ανωτέρω εργατοτεχνίτες, εργαζόμενοι στο υψηλότερο επίπεδο του ικριώματος, υπό την εποπτεία του υπεργολάβου Β. Β., μέχρι τις 15.00′ περίπου ώρα της ίδιας ημέρας, οπότε ο τελευταίος αναχώρησε από τον τόπο εργασίας τους. Προτού όμως αναχωρήσει έδωσε σαφείς εντολές και οδηγίες στους εργαζομένους, τις οποίες προηγουμένως είχε λάβει από τον επιβλέποντα μηχανικό, σύμφωνα με τις οποίες προκειμένου να μεταφέρουν το ικρίωμα από την μπροστινή όψη του κτιρίου στην πίσω και να συνεχίσουν την εργασία τους σ’ αυτήν, έπρεπε να το αποσυναρμολογήσουν και να μεταφέρουν με ασφάλεια τα μέρη του όπισθεν του κτιρίου όπου και να το συναρμολογήσουν εκ νέου, χρησιμοποιώντας για τη μεταφορά των επί μέρους τμημάτων του την αριστερή πλευρά του κτιρίου, όπου το δίκτυο της ΔΕΗ απείχε περισσότερο (13 μέτρα) από την αποθήκη, ώστε να αποφύγουν τυχόν κίνδυνους που θα προέκυπταν κατά τη μεταφορά του, κυρίως λόγω της ταλάντευσής του. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του υπεργολάβου ήλθε στο έργο ο αδελφός του Δ. Β.ς του Ι., ο οποίος δεν είχε σχέση μ’ αυτό, αλλά πραγματοποίησε επίσκεψη στον αδελφό του, τον οποίο όμως επειδή δεν βρήκε, ανέμενε να επανέλθει. Στις 15.30′ της ίδιας ημέρας και ενώ ο υπεργολάβος δεν είχε επιστρέψει στο έργο, οι ανωτέρω εργαζόμενοι ολοκλήρωσαν την εκτέλεση της εργασίας τους στο μπροστινό μέρος της αποθήκης. Επωφελούμενοι δε, της απουσίας του επικεφαλής τους υπεργολάβου, ενεργώντας κατά παράβαση των εντολών του εκείνου και του επιβλέποντος μηχανικού, επιχείρησαν να μετακινήσουν το ικρίωμα από το μπροστινό στο πίσω μέρος της αποθήκης, ωθώντας το, με τα χέρια, χωρίς προηγουμένως να το αποσυναρμολογήσουν. Μάλιστα, το μετακίνησαν ολόκληρο όπως ήταν συναρμολογημένο από τη δεξιά πλευρά του κτιρίου που, η οροφή της αποθήκης, απείχε από το δίκτυο της ΔΕΗ μόλις 4 μέτρα, αντί της αριστερής που τους υπέδειξε ο υπεργολάβος και ο μηχανικός, όπου το δίκτυο απείχε περισσότερο (13 μέτρα). Στην προσπάθειά τους αυτή έσπευσε σε βοήθειά τους ο ως άνω αδελφός του υπεργολάβου. Κατά την μετακίνησή του αυτή από τη δεξιά πλευρά του κτιρίου, καθώς το ωθούσαν με τα χέρια τους οι Γ. Π. του Γ., Μ. Μ. του Α., Λ. Σ. του Μ. και Δ. Β. του Ι., το ικρίωμα λόγω του ύψους του και της εξ αιτίας αυτού ταλάντευσής του, προσέγγισε το διερχόμενο από εκεί δίκτυο της ΔΕΗ και το άνω άκρο του ήλθε σε επαφή με τα ηλεκτροφόρα καλώδια που μετέφεραν ρεύμα υψηλής τάσης (20.000 Volt), με αποτέλεσμα και τα τέσσερα άτομα που το ωθούσαν να υποστούν ηλεκτροπληξία και εξ αιτίας αυτής να επέλθει ακαριαία ο θάνατος του Δ. Β. του Ι. και του Λουκάρ Σοκόλι του Μ. και να τραυματισθούν σοβαρά ο Γ. Π. του Γ. και ο Μ. Μ. του Α. (βλ. και την από 1-7-1999 ιατροδικαστική έκθεση του Αν. Καθηγητή της ιατροδικαστικής του Α.Π.Θ. Δ. Ψ. και το από 6-7-1999 εξιτήριο του Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης “Άγιος Παύλος”, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι ενάγοντες). Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι το ατύχημα που προαναφέρθηκε οφείλεται στη συγκλίνουσα αμέλεια των ίδιων των παθόντων καθώς και του πρώτου των εναγομένων υπεργολάβου του επί μέρους έργου της κατασκευής της στέγης της αποθήκης… Αντίθετα, για το ανωτέρω ατύχημα δεν ευθύνεται ο τέταρτος εναγόμενος Δ. Α., επιβλέπων μηχανικός του έργου, ο οποίος είχε εκπονήσει και τις σχετικές μελέτες. Και τούτο διότι δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα, ήτοι αμέλεια για την επέλευσή του, καθότι, για την ανοικοδόμηση του κτιρίου πλησίον του δικτύου της ΔΕΗ έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας, από κινδύνους που προέρχονται από εναέριους χώρους της ΔΕΗ και επέβλεψε στην τήρησή τους, σύμφωνα με το άρθρο 7 εδάφιο 2 του ως άνω ν. 1396/1983. Ειδικότερα, αποδείχτηκε ότι φρόντισε να ανοικοδομηθεί το κτίριο κατά τρόπον ώστε να τηρηθούν οι απαιτούμενες από το νόμο αποστάσεις ασφαλείας. Συγκεκριμένα, φρόντισε ώστε το δίκτυο από οριζόντια θέση να απέχει από το πλησιέστερο σημείο ήτοι τη γωνία της οικοδομής 4 μέτρα, με όριο ασφαλείας τα 2,5 μέτρα, ενώ σε κάθετη απόσταση από το επίπεδο του οικοπέδου και στο σημείο του ατυχήματος το ύψος του δικτύου ήταν 7,05 μέτρα με όριο ασφαλείας τα 6 μέτρα. Ακόμη, το οικοδόμημα είχε ανεγερθεί σύμφωνα με την Οικοδομική άδεια υπ’ αριθμ. …, που αναθεωρήθηκε νόμιμα μεταγενέστερα και συνεπώς το κτίριο πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις κατασκευής του (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ… έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής). Κατά συνεπεία, κατά την εκτέλεση πλέον της κατασκευής της στέγης του κτιρίου, εφόσον τηρήθηκαν τα ανωτέρω μέτρα ασφάλειας, δεν υπήρχε κίνδυνος προσέγγισης των εργαζομένων στο δίκτυο της ΔΕΗ, ώστε να φροντίσει ο τέταρτος εναγόμενος ως πολιτικός μηχανικός να ληφθούν επί πλέον μέτρα προς αποτροπή του… Η κρίση αυτή ενισχύεται από το ότι: 1) το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το με το υπ’ αριθμό 1505/2001 βούλευμά του, που κατέστη αμετάκλητο, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του τετάρτου εναγομένου ως επιβλέποντος μηχανικού του έργου, για τις πράξεις: α) της ανθρωποκτονίας από αμέλεια των Δ. Β. του Ι. και Σοκόλι Λουφτάρ του Μπάφτι, β) για τις σωματικές βλάβες από αμέλεια από υπόχρεο κατά συρροή, των Ματάι Μπασίμ του Χαϊντάρ και Γ. Π. του Γ., γ) της παράβασης των άρθρων 111 και 117 του Π.Δ. 1073/1981 και δ) της παράβασης των άρθρων 13 παρ. 6 και 22 του Π.Δ. 778/1980, και 2) το Εφετείο Θεσσαλονίκης με την 2077/2006 τελεσίδικη απόφασή του απέρριψε στην ουσία της την έφεση των εναγόντων – συγγενών του ως άνω θανόντος Δ. Β. του Ι., κατά της πληττόμενης 2464/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που άσκησαν κατά του τετάρτου των εναγομένων, γιατί κρίθηκε πως αυτός, ως επιβλέπων μηχανικός δεν ευθύνεται για την επέλευση του ατυχήματος (βλ. τα ανωτέρω βούλευμα και απόφαση που προσκομίζονται)”. Με βάση τις ως, άνω παραδοχές του, το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, όσον αφορά τον τέταρτο των αναιρεσίβλητων, επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε απορρίψει την αγωγή, κατά τούτο, ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, τις ουσιαστικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν και εκείνες των άρθρων 1, 3 και 4 του ν. 1396/1983, 1, 78, 79, 111 ΠΔ 1073/1981, 914, 928, 330 εδ. β’ ΑΚ, τις οποίες ορθώς δεν εφάρμοσε, αφού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, χωρίς να αξιώσει προς τούτο λιγότερα η περισσότερα στοιχεία. Τούτο διότι με σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, δεν διαπίστωσε πλημμέλειες, που να θεμελιώνουν πταίσμα του 4ου των αναιρεσίβλητων, στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, όσον αφορά την λήψη μέτρων για την διαφύλαξη της ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων στο εργοτάξιο του 1ου των εναγομένων, που να δικαιολογεί την ουσιαστική παραδοχή της ένδικης αγωγής και οι, από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, από τις αναιρετικώς ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης, προκύπτει ότι, όσον αφορά την υποχρέωση του αναιρεσίβλητου αυτού, στη λήψη των, από τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιβαλλόμενων προστατευτικών μέτρων, ο τελευταίος την είχε εκπληρώσει, αφού 1) η οικοδομή, όπως είχε ανεγερθεί, υπό τις οδηγίες του, απείχε πλέον των ελαχίστων προβλεπόμενων ορίων ασφαλείας από το δίκτυο της ΔΕΗ, έτσι ώστε να μην απαιτείται η λήψη πρόσθετων μέτρων για αποφευχθεί η προσέγγιση των εργαζομένων, με τα ηλεκτροφόρα καλώδια και 2) πριν την έναρξη των εργασιών, την ημέρα του ατυχήματος, είχε επισκεφθεί το εργοτάξιο της οικοδομής και είχε δώσει οδηγίες στον υπεύθυνο εργολάβο, για την κατασκευή του ικριώματος και την ασφαλή μεταφορά του, από τη μια πλευρά του κτιρίου στην άλλη, με την αποσυναρμολόγησή του, η οποία δεν τηρήθηκε, από τους εργαζόμενους, αν και τούτο, το είχε υποδείξει και ο υπεύθυνος για την κατασκευή και την τοποθέτηση της στέγης εργολάβος. Άλλωστε, ο αναιρεσίβλητος αυτός, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη δεν ήταν υποχρεωμένος να παρίσταται συνεχώς, κατά την εκτέλεση των εργασιών, παρά μόνο να υποδεικνύει τα μέτρα ασφαλείας και να ελέγχει την τήρηση αυτών, πριν την έναρξη των εργασιών, όσο και περιοδικά. Υποχρέωση την οποία και εκπλήρωσε. Τέλος, οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως, ως προς τις υπόλοιπες αιτιάσεις τους, που αναφέρονται σε αυτούς, κατά το άλλο μέρος τους, από τις διατάξεις των άρθρων 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, και 561 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών, σχετικά με ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων, που αφορούν τα ίδια πιο πάνω αναφερόμενα κρίσιμα ζητήματα, και τα επί του αντιθέτου επιχειρήματα των αναιρεσειόντων, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο και βρίσκονται κατά τους αναιρεσείοντες σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς που προέβαλαν στο δικαστήριο της ουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, αφού, κατά τα πιο πάνω αναφερόμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τον ίδιο δε λόγο, κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου του οποίου δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερομένων επιχειρημάτων των αναιρεσειόντων, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
4. Το δικαστήριο της ουσίας, κατά το σχηματισμό της κρίσης του για τους ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οφείλει να λάβει υπόψη του, όλα τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11γ’ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Για την ίδρυση του ως άνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη. Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου. Για την πληρότητα όμως του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας.
Με τον 2ο λόγο, της κρινόμενης αίτησης, ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες ότι, το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος δεν έλαβε υπόψη τις μετ’ επίκληση από αυτούς προσκομισθείσες, οικοδομική άδεια ανεγέρσεως της αποθήκης, έκθεση ζημίας της Επιθεωρήσεως Εργασίας, τις καταθέσεις των μαρτύρων τους, όπως η προανακριτική κατάθεση του Κ. Χ., από τις οποίες προέκυπτε αφενός ότι η οικοδομική άδεια είχε παραβιασθεί καθ’ ύψος, αφετέρου δε ότι το ικρίωμα δεν είχε κατασκευασθεί κατά τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, χωρίς αντιπληξιακή πρόχειρη μεταλλική κατασκευή. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι από τη ρητή διαβεβαίωση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην περί πραγμάτων κρίση του, κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μαρτυρικές καταθέσεις, τις ένορκες βεβαιώσεις που είχαν ληφθεί νομίμως και όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα, από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία, αλλ’ αντιθέτως καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.
Κατά συνέπεια, ο συναφής από τον αρ. 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, 2ος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
5. Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ’ αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή. Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρο 914 επ. ΑΚ) και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 932 ΑΚ ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως στερείται σημασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ προσδιορισμό αυτής, αποτελέσματα (Ολ.ΑΠ 6/2009). Εξάλλου, το Δικαστήριο της ουσίας, στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας που έχει από το άρθρο 932 ΑΚ, μπορεί να καθορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης του δικαιούχου, με βάση τους οικείους προσδιοριστικούς παράγοντες, όπως είναι το πταίσμα του υπόχρεου, το συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, η κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των μερών. Ο προσδιορισμός από το Δικαστήριο της ουσίας του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, διότι αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης (Ολ.ΑΠ 13/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με επί μέρους αιτιάσεις που περιέχονται στον 4ο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, επικαλούμενοι, αληθώς, τις αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλουν ότι το Εφετείο με το να επιδικάσει στους αναιρεσιβλήτους τα αναφερόμενα, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ποσά της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 932 ΑΚ, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι όμως, υπό την επίκληση της παραβίασης των άνω ουσιαστικών διατάξεων, προσβάλλεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, σχετικά με τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης και συνεπώς ο λόγος αυτός κατά το αντίστοιχο μέρος του είναι προεχόντως απαράδεκτος. Εξάλλου, με τα όσα αναπτύχθηκαν στη σκέψη που προηγήθηκε, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 25 § 1 του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται ευθέως στην προκείμενη περίπτωση και συνεπώς, η πληττόμενη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικώς, με βάση το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίασή της.
Τέλος, οι με τον ίδιο λόγο, υπό την επίκληση των αρ. 8 και 9 του 559 άρθρου ΚΠολΔ, ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη και άφησε αδίκαστο το αίτημά τους, που υπέβαλλαν με λόγο της έφεσής τους, όσον αφορά το ύψος του επιδικασθέντος ποσού για την εύλογη αποζημίωσή τους, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο το συγκεκριμένο λόγο της εφέσεως τους τον δέχτηκε, ως κατ’ ουσίαν βάσιμο και στη συνέχεια αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, επιδίκασε υψηλότερα, από τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα, ποσά, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του πρώτου και της ψυχικής οδύνης των υπολοίπων, από τους αναιρεσείοντες. Ενόψει όλων αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθεί στους αναιρεσείοντες, ως ηττώμενους διαδίκους, η δικαστική δαπάνη των παρασταθέντων αναιρεσίβλητων (άρθρα. 176 και 183 επ. ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-5-2012 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αρ. 936/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τη δικαστική δαπάνη των τρίτου και τέταρτου των αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουνίου 2014.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ