Αδικαιολόγητος πλουτισμός εργοδότη-Άρειος Πάγος 950/2014
Άρειος Πάγος 950/2014
Αδικαιολόγητος πλουτισμός εργοδότη. Τις αποδοχές και το επίδομα αδείας και την πρόσθετη αποζημίωση επί του καταβαλλομένου ωρομισθίου σε περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης δικαιούνται όχι μόνον οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι με έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι με απλή σχέση εργασίας λόγω της ακυρότητας της σύμβασης
Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση
Επί παροχής εργασίας υπό άκυρη, για οποιονδήποτε λόγο, σύμβαση ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολόγητα πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε (από την εργασία του μισθωτού), η οποία συνίσταται στον μισθό (αποδοχές) που αυτός θα κατέβαλλε, αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος και υπό τις αυτές συνθήκες, εκτός από τις παροχές που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του τελευταίου, όπως είναι τα επιδόματα γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ., εφόσον αυτά δεν θα συνέτρεχαν, αναγκαίως, στο πρόσωπο του δυναμένου ν’ απασχοληθεί εγκύρως μισθωτού, και η οποία (αποδοτέα από τον εργοδότη ωφέλεια) δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι οικείες ΣΣΕ ή ΔΑ (ΑΠ 5/2012).
Το ύψος του μισθού αυτού, τον οποίο δέχεται το δικαστήριο ότι θα κατέβαλλε ο εργοδότης σε άλλον μισθωτό και αποτελεί, ως εκ τούτου, την (αποδοτέα) ωφέλεια που αποκόμισε από την παρασχεθείσα εργασία, είναι ζήτημα πραγματικό και κατά συνέπεια η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι κατ’ άρθ. 561 § 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη, εκτός από την περίπτωση που το δικαστήριο δέχεται ως ωφέλεια μισθό που υπολείπεται των ως άνω ελαχίστων νομίμων ορίων, διότι τα ελάχιστα αυτά όρια αποτελούν περιεχόμενο οποιασδήποτε σύμβασης εργασίας, άρα και εκείνης που θα κατήρτιζε ο εργοδότης για την παροχή των αυτών υπηρεσιών.
Αντίθετα, κατά τα ανωτέρω, η αποδοτέα αυτή ωφέλεια δεν αποκλείεται να είναι ανώτερη από τα οριζόμενα κατώτατα όρια, εφόσον στο ύψος αυτό (συμφωνήθηκε και) καταβάλλεται αμοιβή στα πλαίσια της άκυρης, έστω, σύμβασης ως αντάλλαγμα και αποτίμηση της παρεχομένης εργασίας και κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή (της καταβολής δηλ. αποδοχών για εργασία υπό άκυρη σύμβαση εργασίας υψηλοτέρων των ελαχίστων νομίμων, τις οποίες σε κάθε περίπτωση υποχρεούται να καταβάλλει ο εργοδότης) δεν γεννάται σε κάθε περίπτωση αξίωση και του εργοδότη, και αντίστοιχη υποχρέωση του μισθωτού, κατά τις διατάξεις των άρθ. 904 επ. ΑΚ για την απόδοση των καταβληθέντων επιπλέον των νομίμων κατωτάτων ορίων για την αιτία αυτή ποσών.
Περαιτέρω, ειδικά, τις αποδοχές και το επίδομα αδείας και την πρόσθετη αποζημίωση επί του καταβαλλομένου ωρομισθίου σε περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης δικαιούνται όχι μόνον οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι με έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι με απλή σχέση εργασίας λόγω της ακυρότητας της σύμβασης, οι αξιώσεις τους δε αυτές θεμελιώνονται απευθείας στις ως άνω διατάξεις και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ. 1 § 1 ν. 1082/ 1980, άρθ. 1 της ΚΥΑ 19040/1981, άρθ. 2 α.ν. 539/1945, 3 § 16 ν. 4504/1966, άρθρο μόνο ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, άρθ. 1 § 2 ν. 435/1976)
Τα επιδόματα εορτών, τα οποία επίσης καταβάλλονται σε όλους τους μισθωτούς που απασχολούνται και με απλή σχέση εργασίας, καθώς και οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες (τακτικές) αποδοχές, που περιλαμβάνουν τον καταβαλλόμενο συμβατικό ή νόμιμο μισθό (ή ημερομίσθιο) και οποιαδήποτε άλλη παροχή τακτικά καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της εργασίας (άρθ. 1 και 3 § 1 της ΚΥΑ 19040/1981, 3 § 16 ν. 4504/1966) (3) Υπό το καθεστώς της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας των 40 ωρών (στο οποίο υπάγονται και οι οδηγοί των φορτηγών αυτοκινήτων, άρθ. 1 του β.δ. της 28.1/14.2.1938 “περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού των φορτηγών αυτοκινήτων”, 13 της 12/1984 απόφασης ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/1984, ΦΕΚ Β’ 184, και 6 της 40/1985 ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 19533/1985, ΦΕΚ Β’ 720, άρθ. 6 της από 14-2-1984 ΕΓΣΣΕ) η αμοιβή ή, ανάλογα, αποζημίωση που δικαιούται ο εργαζόμενος για παροχή εργασίας καθ’ υπέρβαση του ωραρίου αυτού και δη για ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση (για το χρονικό διάστημα από 1-4-2001 έως 30-9-2005), υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση (από 1-10-2005), καθώς και για νόμιμη και παράνομη υπερωριακή απασχόληση καθορίζονται πάντοτε με βάση το καταβαλλόμενο (ανώτερο του νομίμου) ωρομίσθιο, επί του οποίου υπολογίζονται οι προβλεπόμενες, κατά περίπτωση, προσαυξήσεις (άρθ. 4 ν. 2874/2000, 1 ν. 3385/2005).
ΑΠ 950/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “…”, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Γ. Τ. του Θ. και 3) Ε. Τ. του Θ., κατοίκων …, ως ομόρρυθμα μέλη της πρώτης των αναιρεσειόντων, οι οποίοι ατομικά και ως διαχειριστές – νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής, παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Νικόπουλο.
Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Τ. του Α., κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-5-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκε με την διά των προτάσεων ανταγωγή των ήδη αναιρεσειόντων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 187926/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 351/2013 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30-5-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε την από 10-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του με στοιχ. Γ1.1-8 λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος του, και την απόρριψη αυτού κατά τα λοιπά, καθώς και των υπολοίπων λόγων αυτής.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Όπως αποδεικνύεται από την …/17-7-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Κιλκίς …, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη προσδιορισμού της δικασίμου που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής και κλήση προς παράσταση κατ’ αυτήν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος, όμως, όπως προκύπτει από τα οικεία πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δεν εμφανίσθηκε, ούτε έλαβε μέρος καθοιονδήποτε νόμιμο τρόπο στην συζήτηση αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το πινάκιο. Επομένως, παρά την απουσία του το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στην συζήτηση της υπόθεσης (άρθ. 576 § 2 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 3, 174, 180, 904 και 908 ΑΚ, 1 § 1 ν. 1082/1980, 1 §§ 1 και 2 και 3 §§ 1 και 2 της ΚΥΑ 19040/1981, 1 § 1, 2 και 3 α.ν. 539/1945, 3 § 16 ν. 4504/ 1066, άρθρου μόνου του ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 ν. 435/1976, 6 της από 14-2-1984 ΕΓΣΣΕ (που δημοσιεύθηκε με την ΥΑ 11770/1984, ΦΕΚ Β’ 81), 4 ν. 2874/2000, 1 ν. 3385/2005 προκύπτουν τα εξής:
(1) Επί παροχής εργασίας υπό άκυρη, για οποιονδήποτε λόγο, σύμβαση ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολόγητα πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε (από την εργασία του μισθωτού), η οποία συνίσταται στον μισθό (αποδοχές) που αυτός θα κατέβαλλε, αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος και υπό τις αυτές συνθήκες, εκτός από τις παροχές που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του τελευταίου, όπως είναι τα επιδόματα γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ., εφόσον αυτά δεν θα συνέτρεχαν, αναγκαίως, στο πρόσωπο του δυναμένου ν’ απασχοληθεί εγκύρως μισθωτού, και η οποία (αποδοτέα από τον εργοδότη ωφέλεια) δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι οικείες ΣΣΕ ή ΔΑ (ΑΠ 5/2012).
Το ύψος του μισθού αυτού, τον οποίο δέχεται το δικαστήριο ότι θα κατέβαλλε ο εργοδότης σε άλλον μισθωτό και αποτελεί, ως εκ τούτου, την (αποδοτέα) ωφέλεια που αποκόμισε από την παρασχεθείσα εργασία, είναι ζήτημα πραγματικό και κατά συνέπεια η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι κατ’ άρθ. 561 § 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη, εκτός από την περίπτωση που το δικαστήριο δέχεται ως ωφέλεια μισθό που υπολείπεται των ως άνω ελαχίστων νομίμων ορίων, διότι τα ελάχιστα αυτά όρια αποτελούν περιεχόμενο οποιασδήποτε σύμβασης εργασίας, άρα και εκείνης που θα κατήρτιζε ο εργοδότης για την παροχή των αυτών υπηρεσιών.
Αντίθετα, κατά τα ανωτέρω, η αποδοτέα αυτή ωφέλεια δεν αποκλείεται να είναι ανώτερη από τα οριζόμενα κατώτατα όρια, εφόσον στο ύψος αυτό (συμφωνήθηκε και) καταβάλλεται αμοιβή στα πλαίσια της άκυρης, έστω, σύμβασης ως αντάλλαγμα και αποτίμηση της παρεχομένης εργασίας και κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή (της καταβολής δηλ. αποδοχών για εργασία υπό άκυρη σύμβαση εργασίας υψηλοτέρων των ελαχίστων νομίμων, τις οποίες σε κάθε περίπτωση υποχρεούται να καταβάλλει ο εργοδότης) δεν γεννάται σε κάθε περίπτωση αξίωση και του εργοδότη, και αντίστοιχη υποχρέωση του μισθωτού, κατά τις διατάξεις των άρθ. 904 επ. ΑΚ για την απόδοση των καταβληθέντων επιπλέον των νομίμων κατωτάτων ορίων για την αιτία αυτή ποσών.
Περαιτέρω, ειδικά, τις αποδοχές και το επίδομα αδείας και την πρόσθετη αποζημίωση επί του καταβαλλομένου ωρομισθίου σε περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης δικαιούνται όχι μόνον οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι με έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι με απλή σχέση εργασίας λόγω της ακυρότητας της σύμβασης, οι αξιώσεις τους δε αυτές θεμελιώνονται απευθείας στις ως άνω διατάξεις και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ. 1 § 1 ν. 1082/1980, άρθ. 1 της ΚΥΑ 19040/1981, άρθ. 2 α.ν. 539/1945, 3 § 16 ν. 4504/1966, άρθρο μόνο ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, άρθ. 1 § 2 ν. 435/1976)
(2) Τα επιδόματα εορτών, τα οποία επίσης καταβάλλονται σε όλους τους μισθωτούς που απασχολούνται και με απλή σχέση εργασίας, καθώς και οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες (τακτικές) αποδοχές, που περιλαμβάνουν τον καταβαλλόμενο συμβατικό ή νόμιμο μισθό (ή ημερομίσθιο) και οποιαδήποτε άλλη παροχή τακτικά καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της εργασίας (άρθ. 1 και 3 § 1 της ΚΥΑ 19040/1981, 3 § 16 ν. 4504/1966) (3) Υπό το καθεστώς της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας των 40 ωρών (στο οποίο υπάγονται και οι οδηγοί των φορτηγών αυτοκινήτων, άρθ. 1 του β.δ. της 28.1/14.2.1938 “περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού των φορτηγών αυτοκινήτων”, 13 της 12/1984 απόφασης ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/1984, ΦΕΚ Β’ 184, και 6 της 40/1985 ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 19533/1985, ΦΕΚ Β’ 720, άρθ. 6 της από 14-2-1984 ΕΓΣΣΕ) η αμοιβή ή, ανάλογα, αποζημίωση που δικαιούται ο εργαζόμενος για παροχή εργασίας καθ’ υπέρβαση του ωραρίου αυτού και δη για ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση (για το χρονικό διάστημα από 1-4-2001 έως 30-9-2005), υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση (από 1-10-2005), καθώς και για νόμιμη και παράνομη υπερωριακή απασχόληση καθορίζονται πάντοτε με βάση το καταβαλλόμενο (ανώτερο του νομίμου) ωρομίσθιο, επί του οποίου υπολογίζονται οι προβλεπόμενες, κατά περίπτωση, προσαυξήσεις (άρθ. 4 ν. 2874/2000, 1 ν. 3385/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση το (Μονομελές) Εφετείο Θεσσαλονίκης, κρίνοντας ύστερα από έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου επί αγωγής του με αντικείμενο αξιώσεις του από την μεταξύ αυτού και των αναιρεσειόντων σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (ως οδηγού φορτηγών αυτοκινήτων της επιχείρησής τους) και την καταγγελία της, με την αναιρεσιβαλλομένη 351/2013 απόφασή του και όπως απ’ αυτήν προκύπτει δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων (αναιρεσίβλητος) προσλήφθηκε από τους εναγομένους (αναιρεσείοντες, από τους οποίους η 1η είναι ομόρρυθμη εταιρεία και οι λοιποί μέλη αυτής), που διατηρούν επιχείρηση παραγωγής και εμπορίας ετοίμων ενδυμάτων, την 25-6-2003 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του ως οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων, ότι κατά τον χρόνο της πρόσληψής του ο ενάγων κατείχε ερασιτεχνική άδεια οδήγησης και όχι την απαιτουμένη κατά νόμο επαγγελματική και κατά συνέπεια η σύμβαση εργασίας του ήταν για τον λόγο αυτόν άκυρη, υφισταμένης μεταξύ των διαδίκων απλής σχέσης εργασίας, ως εκ τούτου δε οι αξιώσεις του για την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του στηρίζονται στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ενώ δικαιούται ευθέως εκ του νόμου, μεταξύ άλλων, τα επιδόματα εορτών και αδείας, την προσαύξηση 50% για ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και αποζημίωση 250% για παράνομη υπερωριακή απασχόληση και, τέλος, μετά την ισχύ του ν. 3385/2005, την προσαύξηση 25% για υπερεργασία, καθώς και αποζημίωση 100% για κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, ότι ο ενάγων εργαζόταν με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας των 40 ωρών, εκτελώντας δρομολόγια καθημερινά για την μεταφορά των εργαζομένων της επιχείρησης, την παράδοση δειγμάτων σε βιοτεχνίες και σε πελάτες εμπόρους, την προμήθεια πρώτων υλών, την παράδοση ετοίμων ενδυμάτων προς τα συνεργεία φασόν και την παραλαβή τους από αυτά, ότι οι νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 6-5-2009, αποτελούμενες από τον βασικό μισθό – χωρίς τα επιδόματα γάμου, τέκνων, πολυετίας και διανομής μικροκιβωτίων – είχαν καθορισθεί από τις 15/2003, 20/2004, 9/2005 και 14/2006 ΔΑ, καθώς και την από 11-4-2007 ΣΣΕ, για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών των πάσης φύσεως φορτηγών αυτοκινήτων που απασχολούνται σε οποιονδήποτε εργοδότη της χώρας, στα αναφερόμενα εκεί λεπτομερώς ποσά, ότι η (πρώτη) εναγομένη εργοδότρια εταιρεία κατέβαλλε κάθε μήνα τις αποδοχές του ενάγοντος, τόσο με σχετικές καταθέσεις στον τραπεζικό λογαριασμό του, όσο και με προκαταβολές μετρητών και χορήγηση διατακτικών, καθώς και δανείων, τα οποία παρακρατούνταν από τις αποδοχές του κατά τις μηνιαίες εκκαθαρίσεις τους, ειδικότερα δε κατέβαλλε ως μηνιαίο μισθό του, κατά τις εκεί περιόδους του ως άνω χρονικού διαστήματος, τα παρατιθέμενα αναλυτικά στην απόφαση ποσά, υπέρτερα των επίσης εκεί αναφερομένων αντίστοιχων κατωτάτων νομίμων αποδοχών του και ότι κατά συνέπεια οι νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος έχουν υπερκαλυφθεί από τις γενόμενες προς αυτόν ως άνω καταβολές, μη υφισταμένης ως εκ τούτου σχετικής αξίωσής του, ότι επίσης τα επιδόματα εορτών, αποδοχές και επιδόματα αδείας που δικαιούνταν ο ενάγων με βάση τις νόμιμες, κατώτατες αποδοχές για τα έτη 2005 – 2009, όπως αυτά παρατίθενται στην αναιρεσιβαλλομένη, έχουν υπερκαλυφθεί από τις αντίστοιχες και αναφερόμενες σ’ αυτήν καταβολές από την πρώτη εναγομένη μεγαλυτέρων των νομίμων (ελαχίστων) ποσών και κατά συνέπεια δεν υπάρχει αντίστοιχη αξίωσή του, ότι ο ενάγων καθόλο διάστημα της παροχής της εργασίας του υπερέβαινε καθημερινά το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησής του, τουλάχιστον κατά μία ώρα, πραγματοποιώντας, έτσι, κάθε εβδομάδα 3 ώρες ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης μέχρι την 30-9-2005 και από 1-10-2005 και εφεξής 5 ώρες υπερεργασίας, ενώ πέραν αυτών πραγματοποιούσε και παράνομη υπερωριακή απασχόληση (κατ’ εξαίρεση υπερωρίες μετά την 1-10-2005), σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην προσβαλλομένη απόφαση λεπτομερείς διακρίσεις ως προς το είδος και την διάρκεια (ώρες) της εκάστοτε υπέρβασης του χρόνου εργασίας των 40 ωρών εβδομαδιαίως με καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, υπό το οποίο τελούσε, όπως επίσης δέχθηκε το Εφετείο, και δικαιούται ως οφειλόμενες για τις αιτίες αυτές διαφορές αμοιβής κ.λπ. με τις νόμιμες προσαυξήσεις με βάση τον καταβαλλόμενο αντίστοιχο μισθό, υπέρτερο του εκάστοτε νομίμου, και το προκύπτον απ’ αυτόν ωρομίσθιο (α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 30-9-2005 (για ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωριακή εργασία) το ποσό των 4.626,89 ευρώ (β) για το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 και εντεύθεν μέχρι την λύση της σύμβασής του την 6-5-2009 ως κατωτέρω (για υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία) το ποσό των 9.117,83 ευρώ και συνολικά για τις παραπάνω αιτίες 13.744,72 ευρώ, ότι ο ενάγων απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα εκεί 27 Σάββατα χωρίς να χορηγηθεί σ’ αυτόν άλλη ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης και δικαιούται ως αμοιβή, κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού, για κάθε ώρα απασχόλησης το νόμιμο ωρομίσθιό του, που αντιστοιχεί στον βασικό μισθό και συνολικά για την αιτία αυτήν 824,52 ευρώ, ότι κατά συνέπεια ο ενάγων για όλες τις παραπάνω αιτίες δικαιούται το συνολικό ποσό των (13.744,72 + 824.52 =) 14.569,24 ευρώ, ότι η ένσταση των εναγομένων περί συμψηφισμού στις αγωγικές αξιώσεις του ποσού των 14.275,28 ευρώ, το οποίο, κατά τον ισχυρισμό τους, κατέβαλαν αχρεώστητα στον ενάγοντα ως συνολική διαφορά μεταξύ των καταβαλλομένων αποδοχών του (μισθών και επιδομάτων εορτών, αποδοχών και επιδομάτων αδείας) και κατωτέρων νομίμων (λόγω της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας) είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον δεν μπορεί να θεμελιωθεί σχετική ανταπαίτηση της πρώτης εναγομένης κατά του ενάγοντος στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθ. 904 επ. ΑΚ), αφού, παρά την ακυρότητα της εργασιακής σύμβασης, σε “αντάλλαγμα” των αποδοχών αυτών, ο ενάγων παρέσχε την εργασία του στην πρώτη εναγομένη, η οποία αποτίμησε αυτήν στο ύψος των καταβαλλομένων αποδοχών και, επομένως, δεν υφίσταται επιπλέον του κόστους της εργασίας του αυτής που εισέπραξε ως αποδοχές, άλλη ωφέλεια του ενάγοντος, η οποία θα έπρεπε ν’ αποδοθεί στην πρώτη εναγομένη εργοδότριά του κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού, με βάση δε τα γενόμενα ως άνω δεκτά και κατά παραδοχή λόγων της έφεσης εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε ενμέρει την αγωγή και υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες εναγομένους να καταβάλουν στον αναιρεσίβλητο ενάγοντα, κάθε ένας εις ολόκληρον, το ως άνω ποσό των 14.569,24 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατά τις εκεί διακρίσεις. Με τον με στοιχ. Γ1.1-8 λόγο αναίρεσης από το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ οι αναιρεσείοντες προβάλλουν, ότι το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθ. 904 ΑΚ απέρριψε ως άνω ως μη νόμιμη τη νομοτύπως προταθείσα σ’ αυτό ένσταση συμψηφισμού των καταβληθέντων απ’ αυτούς αχρεωστήτως, ενόψει της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας, στον αναιρεσίβλητο ποσών, συνολικού ύψους 33.820 ευρώ, με τις αξιώσεις του για την πέραν του νομίμου ωραρίου απασχόλησή του, σύμφωνα με την οποία (ένσταση) καταβλήθηκαν σ’ αυτόν (1) μέρος του μισθού του, κατά τα εκεί ειδικότερα εκτιθέμενα, με επιταγές – διατακτικές αγοράς προϊόντων από super market, ποσού 655 ευρώ (2) έναντι της μισθοδοσίας του, κατά τις παρατιθέμενες ημερομηνίες, συνολικό ποσό 4750 ευρώ (3) υπό την μορφή δανείων, για διάφορες αιτίες, κατά τις αναφερόμενες αναλυτικά ημερομηνίες, διάφορα ποσά, συνολικού ύψους 9.450 ευρώ, τα οποία συμψηφίσθηκαν με τις αποδοχές του (4) συνολικά ποσό 14.275,28 ευρώ αχρεωστήτως, που αποτελεί την διαφορά μεταξύ καταβαλλομένου υπερτέρου και νομίμου μισθού, τον οποίο και μόνο εδικαιούτο (5) αχρεωστήτως και πλέον των ποσών που εδικαιούτο για επιδόματα εορτών, το ποσό των 2.482,46 ευρώ, που αποτελεί την διαφορά από τον υπολογισμό αυτών με βάση τον καταβαλλόμενο και όχι, όπως έπρεπε, το νόμιμο μισθό και (6) αχρεωστήτως και πλέον των ποσών που εδικαιούτο για αποδοχές και επιδόματα αδείας το ποσό των 2.207,32 ευρώ, λόγω της αυτής ως άνω αιτίας. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί: (Α) Καθόσον μέρος του αφορά στις επιμέρους προταθείσες προς συμψηφισμό ως άνω αξιώσεις (κονδύλια) με αριθ. 1, 2, 3, 5 και 6, ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον το Εφετείο στα πλαίσια της εξέτασης της ένστασης αυτής δεν ασχολήθηκε με αυτές και δεν τις ερεύνησε, μη προβαλλομένης συναφούς αιτίασης από τον αριθ. 8 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ως προς αυτές η ένσταση δεν ήταν νόμιμη, καθόσον (α) ο υπολογισμός των επιδομάτων εορτών και των αποδοχών και επιδομάτων αδείας γίνεται με βάση τον καταβαλλόμενο μισθό, ώστε από την αιτία αυτή δεν προκύπτει αποδοτέα ωφέλεια του ενάγοντος (με αριθ. 5 και 6 κονδύλια) και (β) κατά τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο και την περιεχομένη σ’ αυτό ένσταση, αλλά και σύμφωνα με τις παραδοχές του Εφετείου, τα υπόλοιπα πιο πάνω ποσά (με αριθ. 1, 2 και 3) καταβλήθηκαν έναντι των αποδοχών του ενάγοντος και δη υπό μορφή δανείων (δηλ. με άλλη έννομη σχέση) και προκαταβολών και στην συνέχεια συμψηφίσθηκαν προς αυτές (Β) Ως προς το με αριθ. 4 κονδύλιο ποσού 14.275,28 ευρώ, που αποτελεί την διαφορά μεταξύ καταβαλλομένου υπερτέρου και νομίμου μισθού, με το οποίο και μόνο ασχολήθηκε το Εφετείο, απορρίπτοντας την ένσταση αυτήν ως μη νόμιμη, ως αβάσιμος, διότι πράγματι σε περίπτωση καταβολής στον υπό άκυρη σύμβαση εργασίας εργασθέντα μισθωτό αποδοχών ανωτέρων του εκάστοτε προβλεπομένου κατωτάτου (νομίμου) μισθού (πράγμα που δεν αποκλείεται, ούτε απαγορεύεται), η διαφορά μεταξύ καταβαλλομένου υπέρτερου και νόμιμου μισθού δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση και άνευ άλλου, όπως εσφαλμένα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον εδώ ερευνώμενο λόγο, ωφέλεια του εργαζομένου κτηθείσα χωρίς νόμιμη αιτία και εντεύθεν αποδοτέα στον εργοδότη, δεν μπορεί δηλ. να θεμελιώσει σχετική αξίωση του τελευταίου κατ’ άρθ. 904 ΑΚ.
Σε άμεση συνάφεια και συνέχεια με τα παραπάνω ο με στοιχ. Γ2 λόγος από τον αριθ. 11 περ. γ’ του αυτού ως άνω άρθρου, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, σε σχέση με την παραπάνω απορριφθείσα ως μη νόμιμη ένσταση των αναιρεσειόντων, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την περιεχομένη στην αγωγή και την έφεση, υπό την σημείωση Δ’, δικαστική ομολογία του ενάγοντος αναιρεσιβλήτου, που οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν ενώπιόν του, ότι οι γενόμενες από αυτούς επιπλέον του βασικού μισθού του καταβολές κάλυπταν την πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για την πέραν του νομίμου ωραρίου απασχόλησή του, πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αυτή ως μη νόμιμη και δεν την ερεύνησε κατ’ ουσίαν, ώστε να επιβάλλεται η λήψη υπόψη και του αποδεικτικού αυτού μέσου και σε αντίθετη περίπτωση να ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου, ο αυτός ως άνω με στοιχ. Γ1.9-10 λόγος αναίρεσης από το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο κατά παραβίαση των διατάξεων των άρθ. 4 ν. 2874/2000 και 1 ν. 3385/2005 για τον προσδιορισμό της αμοιβής του αναιρεσιβλήτου για την πέραν του νομίμου ωραρίου απασχόλησή του εσφαλμένα υπολόγισε το ωρομίσθιο και τις επ’ αυτού προσαυξήσεις με βάση τον καταβαλλόμενο, και όχι τον βασικό (νόμιμο), μισθό, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές και όπως προαναφέρθηκε, η αμοιβή και οι λοιπές αξιώσεις του μισθωτού για ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, υπερεργασία, υπερωριακή και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση υπολογίζονται με βάση τον καταβαλλόμενο μισθό. Τέλος, με το ως άνω περιεχόμενο η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση περιέχει επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα αυτό της πέραν του νομίμου ωραρίου απασχόλησης του αναιρεσιβλήτου ενάγοντος και επομένως πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου με στοιχ. Γ4 λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 19 του αυτού ως άνω άρθρου.
ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθ. 1 §§ 1 και 2 του β.δ. της 28.1/14.2. 1938 “περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού των φορτηγών αυτοκινήτων” τα φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, Α’, Β’ και Γ’, από τις οποίες η Α’ περιλαμβάνει τα μη εξυπηρετούντα ορισμένο εργοδότη φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία), η Β’ τα φορτηγά των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης κ.λπ. και η Γ’ τα φορτηγά των λοιπών ανωνύμων εταιρειών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων κάθε φύσεως, η απασχόληση δε των οδηγών των φορτηγών αυτοκινήτων Γ’ κατηγορίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, παρά μόνο καθόσον κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας, σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανώτερης βίας, καθώς και, κατά το άρθ. μόνο του β.δ. 882/1961, λόγω συσσώρευσης εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί δίωρο ημερησίως (πέραν δηλ. του οκταώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατ’ ανώτατο όριο. Περαιτέρω, με το άρθ. 13 της 12/1984 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/1984 (ΦΕΚ Β’ 184), ο χρόνος εργασίας των οδηγών αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες κατά εβδομάδα και με το άρθ. 6 της 40/1985 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 19533/1985 (ΦΕΚ Β’ 720), καθιερώθηκε η εβδομάδα των 5 εργασίμων ημερών για τους οδηγούς όλων των φορτηγών αυτοκινήτων. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 1 ν. 435/1976, 6 της από 14-2-1984 ΕΓΣΣΕ, που δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ με την ΥΑ 11770/1984 (ΦΕΚ Β’ 81), 9 της 1/1982 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθ. 29 ν. 1346/1983, 4 ν. 2874/2000, 1 ν. 3385/2005 προκύπτουν τα εξής: (1) Από 1-4-2001 σε επιχειρήσεις που εφαρμόζεται ωράριο εργασίας 40 ωρών την εβδομάδα (καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας) η απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τις 43 ώρες εβδομαδιαίως θεωρείται ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, νόμιμη και επιτρεπτή, ενώ η πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα (και των 9 ωρών ημερησίως) απασχόληση του μισθωτού θεωρείται υπερωριακή εργασία, ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, οι δε μισθωτοί που απασχολούνται υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης, καθώς και για κάθε ώρα νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης και μέχρι την συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50% (εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθ. 1 ν. 435/1976 για την πέραν των 120 ωρών ετησίως υπερωριακή απασχόληση), και για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου (δηλ. προσαύξηση 150% επ’ αυτού) (2) (α) Από 1-10-2005 στις ως άνω επιχειρήσεις ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται 5 επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη, να παρέχει δηλ. υπερεργασία κατά την διατύπωση του νόμου, οι ώρες δε αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η και 45η) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης (β) η πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις ως άνω επιχειρήσεις θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, και οι υπερωριακά απασχολούμενοι μισθωτοί δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι την συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%, ενώ για την πέραν των 120 ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση η αμοιβή είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75% (γ) κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’ εξαίρεση υπερωρία, για κάθε δε ώρα τέτοιας υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη, σύμφωνα με το άρθ. 216 § 1α ΚΠολΔ, η αγωγή οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου με αίτημα την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση (ιδιόρρυθμη, παράνομη κ.λπ.), θα πρέπει ν’ αναφέρονται σ’ αυτήν η σύμβαση ή σχέση εργασίας, οι όροι αυτής, καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ ημέραν απασχόλησης.
Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη αγωγή του (άρθ. 561 § 2 ΚΠολΔ), επί της οποίας εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό η προσβαλλομένη απόφαση, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος εξέθεσε, ότι προσλήφθηκε την 25-6-2003 από τους εναγομένους, ομόρρυθμη εταιρεία (1η) και μέλη αυτής (2ο και 3η), που διατηρούν επιχείρηση παραγωγής και εμπορίας ετοίμου ενδύματος, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και εργάσθηκε έκτοτε μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του την 6-5-2009 ως οδηγός των αναφερομένων εκεί ιδιωτικής χρήσης φορτηγών αυτοκινήτων της επιχείρησης, ωφελίμου φορτίου από 2,5 έως 3,5 τόνων και από τα μέσα του 2005 έως και 5,5 τόνων, επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και με νόμιμο ωράριο 40 ωρών εβδομαδιαίως, ότι κατά το ως χρονικό διάστημα της απασχόλησής του στην επιχείρηση των εναγομένων εργαζόταν μία ημέρα κάθε εβδομάδας επί 9 ώρες, τρεις ημέρες επί 11 ώρες και κάθε Παρασκευή επί 17 ώρες και συνολικά εβδομαδιαία (από Δευτέρα έως Παρασκευή) 59 ώρες, με βάση δε τα περιστατικά αυτά ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν με βάση την σύμβαση, άλλως και επικουρικά, σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης επειδή δεν διαθέτει επαγγελματική άδεια οδήγησης, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (α) το ποσό των 846,95 ευρώ ως διαφορά αμοιβής για την ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόλησή του επί τρεις ώρες, 41η έως 43η πέραν του νομίμου ωραρίου, κάθε εβδομάδα κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2003 μέχρι 30-9-2005 (β) το ποσό των 18.793,82 ευρώ ως αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή απασχόληση, επί 16 ώρες κάθε εβδομάδα, από την 44η μέχρι και την 59η ώρα, κατά το αυτό ως άνω χρονικό διάστημα (γ) το ποσό των 5.469,65 ευρώ ως αμοιβή για υπερεργασία επί 5 ώρες κάθε εβδομάδα, από την 41η έως την 45η ώρα, για το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 30-4-2009 και (δ) το ποσό των 33.868,22 ευρώ ως αμοιβή για κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση επί 14 ώρες κάθε εβδομάδα, από την 46η μέχρι την 59η ώρα, για το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 30-4-2009.
Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ουδεμία αοριστία έπασχε ως προς την υπερεργασία και την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, αφού αναφέρεται σ’ αυτήν ότι ο ενάγων εργαζόταν επί 9 ώρες μία ημέρα της εβδομάδας, επί 11 ώρες 3 ημέρες και κάθε Παρασκευή επί 17 ώρες και συνολικά εργαζόταν πέραν του νομίμου (οκταώρου) ωραρίου του επί 59 ώρες κάθε εβδομάδα, και επομένως πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο με στοιχ. Γ3β λόγος αναίρεσης κατ’ αμφότερα σκέλη του από τους αριθ. 14 και 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, με τα οποία προβάλλονται αιτιάσεις για μη απόρριψη της αγωγής ως αόριστης ως προς τις ως άνω αξιώσεις που αφορούν υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση. Εξάλλου, το Εφετείο έλαβε υπόψη και απέρριψε ως εκ του πράγματος την προταθείσα ένσταση αοριστίας της αγωγής ως προς τις αξιώσεις αυτές και επομένως πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο με στοιχ. Γ3α λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 8 του ίδιου άρθρου.
Οι αυτοί ως άνω λόγοι αναίρεσης, καθόσον μέρος τους αναφέρονται στις ως άνω αξιώσεις των ετών 2003 και 2004, είναι απορριπτέοι και για έλλειψη εννόμου συμφέροντος και αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ως προς αυτές, απορριφθείσες πρωτοδίκως ως παραγεγραμμένες, η υπόθεση δεν μεταβιβάσθηκε στο Εφετείο, το οποίο, επομένως, δεν ασχολήθηκε με αυτές και δεν επιδίκασε κάποιο ποσό στον αναιρεσίβλητο ενάγοντα για την αιτία αυτήν.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθ. 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν, μεταξύ άλλων, το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθ. 522 του ίδιου Κώδικα με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (άρθ. 561 § 2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής:
(1) Με την ένδικη αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ο ήδη αναιρεσίβλητος ενάγων εξέθεσε ότι προσλήφθηκε την 25-6-2003 από τους εναγομένους, και τώρα αναιρεσείοντες, που ασχολούνται με την παραγωγή και εμπορία ετοίμων ενδυμάτων, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του ως οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων και ότι καθόλη την διάρκεια της εργασιακής του σχέσης μέχρι την 6-5-2009, όταν καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, αμείβονταν με αποδοχές κατώτερες των νομίμων, ενώ εργάσθηκε υπερωριακά, καθώς και κατά τις ημέρες του Σαββάτου, χωρίς να καταβληθεί σ’ αυτόν η αντίστοιχη αμοιβή, με βάση δε τα περιστατικά αυτά ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, καθένας απ’ αυτούς εις ολόκληρον, να του καταβάλουν τ’ αναφερόμενα εκεί αναλυτικά ποσά και συνολικά το ποσό των 112.899,74 ευρώ, για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών, αμοιβή για υπερεργασία, ιδιόρρυθμη, παράνομη και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή για εργασία Σαββάτων, διαφορά επιδομάτων εορτών και αδείας και αποζημίωση απόλυσης, κυρίως με βάση την σύμβαση και επικουρικά κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αναφέροντας ειδικότερα σε σχέση με την επικουρική αυτή βάση ότι “…σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η σύμβαση εργασίας μου ως οδηγός των προαναφερομένων αυτοκινήτων είναι άκυρη, διότι δεν διαθέτω επαγγελματική άδεια οδήγησης, δικαιούμαι και αξιώνω τις αυτές ως άνω αποδοχές (κονδύλια) επικουρικά και κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον ο ίδιος παρείχα στους εναγομένους την εργασία, οι δε εργοδότες μου έγιναν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι από την προσφορά της παράνομης εργασίας την οποία υποχρεώθηκα να παρέχω, καθόσον ωφελήθηκαν τα αντίστοιχα ποσά που θα κατέβαλ(λ)αν σε άλλο(ν) εργαζόμενο, ο οποίος θα απασχολούνταν με έγκυρη σύμβαση εργασίας”.
(2) Με την 18796/2011 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως αόριστη κατά την επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά τα λοιπά (3) Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο αναιρεσίβλητος ενάγων άσκησε έφεση, με τον 5ο λόγο της οποίας ρητά και ειδικά παραπονέθηκε για εσφαλμένη απόρριψη ως αόριστης της επικουρικής βάσης της αγωγής του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, περιλαμβανούσης, όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και αξιώσεις για αμοιβή του λόγω απασχόλησης κατά τις ημέρες του Σαββάτου, αφού με την επικουρική αυτή βάση ο ενάγων προέβαλε τις αυτές ως και με την κύρια βάση αξιώσεις, ως εκ τούτου δε με την άσκηση της έφεσης αυτής η υπόθεση μεταβιβάσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και κατά το κεφάλαιο τούτο. Κατά συνέπεια το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη ως προς την επικουρική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, επεδίκασε στον αναιρεσίβλητο ενάγοντα για την αιτία αυτή (εργασία κατά τα αναφερόμενα εκεί 27 Σάββατα) το ποσό των 824,52 ευρώ, ουδόλως επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου με στοιχ. Γ5 λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 9 του άρθ. 559 ΚΠολΔ. Σε συνέχεια και συνάφεια με τα παραπάνω, με τον με στοιχ. Γ6 λόγο αναίρεσης (τελευταίο), φερόμενο από τους αναιρεσείοντες άλλοτε από τον αριθ. 10 και άλλοτε από τον αριθ. 11 του αυτού ως άνω άρθρου, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο σε σχέση με την ενώπιον αυτού επαναφερθείσα ένσταση εξόφλησης της αξίωσης αυτής του ενάγοντος (για αμοιβή εργασίας κατά τα Σάββατα) έκρινε ότι έπρεπε ν’ απορριφθεί “προεχόντως ως αόριστη… αλλά και ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον δεν αποδείχθηκε από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία”, αν και από τα προσκομισθέντα με επίκληση από τους αναιρεσείοντες εναγομένους έγγραφα (λογιστικές καρτέλες μισθοδοσίας), επάγονται στην συνέχεια οι αναιρεσείοντες, αποδεικνυόταν πλήρως η καταβολή στον ενάγοντα της αμοιβής για την απασχόλησή του για κάθε ένα από τα 27 Σάββατα, κατά τα οποία εργάσθηκε, και έτσι δέχθηκε ως αληθινά πράγματα χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός, που περιορίζεται και επικεντρώνεται σε συγκεκριμένες αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθ. 559 ΚΠολΔ σχετικές μόνο με την κατ’ ουσίαν απόρριψη της ένστασης αυτής, ειδικά και αριθμητικά προσδιοριζόμενες, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι υπό την επίκληση και επίφαση της ως άνω αναιρετικής πλημμέλειας, πλήττει ευθέως και αποκλειστικά μόνο την εκτίμηση των αποδείξεων και της ουσίας της υπόθεσης (άρθ. 561 § 1 ΚΠολΔ).
Σε κάθε περίπτωση δεν θεμελιώνεται η αποδιδομένη αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 10 του άρθ. 559 ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο δέχθηκε αληθινά χωρίς απόδειξη πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (την οποία οι αναιρεσείοντες φέρουν και ως παράβαση από τον αριθ. 11 της ίδιας διάταξης, η οποία αφορώσα μη λήψη υπόψη προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων επίσης δεν στοιχειοθετείται στην κρινόμενη περίπτωση), δηλ. “το δήθεν αναπόδεικτο της εξόφλησης της σχετικής αξίωσης του αναιρεσιβλήτου για καταβολή σε αυτόν αμοιβής για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες του Σαββάτου”, αφενός διότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το δικαστήριο την επί της ουσίας κρίση του ενγένει (άρα και ως προς το ζήτημα αυτό) σχημάτισε (όχι χωρίς απόδειξη αλλά) με βάση τα λεπτομερώς αναφερόμενα εκεί αποδεικτικά μέσα (τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο μαρτύρων, όλα τα νόμιμα με επίκληση προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα), έλαβε, άρα, υπόψη και τα προσκομισθέντα από τους αναιρεσείοντες για το θέμα αυτό έγγραφα, και τις ειδικά προσδιοριζόμενες ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη και αφετέρου διότι ο όρος “πράγματα” κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η παραδοχή των οποίων από το δικαστήριο ως αληθινών χωρίς απόδειξη ιδρύει τον λόγο αυτόν, είναι ταυτόσημος του αντιστοίχου όρου του αριθ. 8 του ίδιου άρθρου, νοούνται δηλ. οι παραδεκτά προτεινόμενοι πραγματικοί ισχυρισμοί θεμελιωτικοί αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι οι ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση των ως άνω ουσιωδών ισχυρισμών. Δηλ. ο λόγος αυτός στοιχειοθετείται, μόνον όταν το δικαστήριο δέχεται ως αληθινά “πράγματα”, με την προδιαληφθείσα έννοια, χωρίς απόδειξη και όχι όταν απορρίπτει κατ’ ουσίαν (ως αναπόδεικτους) τέτοιους ισχυρισμούς. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, μη καταδικασθούν, όμως, οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, λόγω της ερημοδικίας του και της μη υποβολής ως εκ τούτου σχετικού αιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-5-2013 αίτηση των ομόρρυθμης εταιρείας “…” κ.λπ. για αναίρεση της 351/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ