Αποχή εργαζομένου από την εργασία του και καταγγελία σύμβασης. Μόνη η αυθαίρετη απουσία από την εργασία του, η οποία συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά αυτού και παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει αυτός τη σύμβαση εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί δίχως άλλο, ως καταγγελία από την πλευρά του εργαζομένου, αλλά για να ισχύσει ως τέτοια, θα πρέπει να συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει σαφώς η βούληση του εργαζόμενου για λύση της εργασιακής του σύμβασης. Επίσχεση εργασίας. Το δικαίωμα επισχέσεως δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής

15 Δεκεμβρίου 2014 Κλείσιμο Από Alexandros

‘Αρειος Πάγος 1344/2014

Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση

Περίληψη

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 7 παρ. 1 του ν. 2112/1920, 648, 652, 656, 349 έως 351 Α.Κ. και 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης επιχειρεί δυσμενή για τον εργαζόμενο τροποποίηση των όρων αυτών, χωρίς να έχει τέτοια ευχέρεια από τη σύμβαση ή το νόμο ή τυχόν υπάρχοντα Κανονισμό Εργασίας.

Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος έχει επιλεκτικό δικαίωμα, μεταξύ άλλου, είτε να θεωρήσει την ως άνω μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να απαιτήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, είτε να εμμείνει στη σύμβαση αξιώνοντας την τήρηση των συμφωνηθέντων όρων, αν δε ο εργοδότης αποκρούει την προσφερόμενη με τους όρους αυτούς, εργασία καθίσταται υπερήμερος και ο εργαζόμενος δικαιούται ν’ απαιτήσει την καταβολή μισθών υπερημερίας.

Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής συμβάσεως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης συμβάσεως εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ` εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.

Το δικαίωμα επισχέσεως δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής.

Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το Ν. 3514/ 1928 στράτευση αυτού, αλλά σε άλλη αιτία το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και τη χρονική διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεώς του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία αυτής (Ολ.ΑΠ 32/1988), με όλες τις δυσμενείς πλέον γι’ αυτόν επιπτώσεις.

Μόνη η αυθαίρετη απουσία από την εργασία του, η οποία συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά αυτού και παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει αυτός τη σύμβαση εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί δίχως άλλο, ως καταγγελία από την πλευρά του εργαζομένου, αλλά για να ισχύσει ως τέτοια, θα πρέπει να συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει σαφώς η βούληση του εργαζόμενου για λύση της εργασιακής του σύμβασης.

ΑΠ  1344/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Βασιλείου Λυκούδη), Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Μαΐου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Λ. Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Χαιρόπουλο.

Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΙΔ με την επωνυμία “…………………………..”, που εδρεύει στον …………………………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Γεώργιο Λεβέντη, Ιωάννη Πίκουλα και Θεοδώρα Σιμιτσή.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-12-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1249/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5997/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21-10-2013 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Στυλιανή Γιαννούκου διάβασε την από 25-4-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της από 21-10-2013 αίτησης, για αναίρεση της 5997/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.

Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005).

Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες.

Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 7 παρ. 1 του ν. 2112/1920, 648, 652, 656, 349 έως 351 Α.Κ. και 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης επιχειρεί δυσμενή για τον εργαζόμενο τροποποίηση των όρων αυτών, χωρίς να έχει τέτοια ευχέρεια από τη σύμβαση ή το νόμο ή τυχόν υπάρχοντα Κανονισμό Εργασίας.

Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος έχει επιλεκτικό δικαίωμα, μεταξύ άλλου, είτε να θεωρήσει την ως άνω μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να απαιτήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, είτε να εμμείνει στη σύμβαση αξιώνοντας την τήρηση των συμφωνηθέντων όρων, αν δε ο εργοδότης αποκρούει την προσφερόμενη με τους όρους αυτούς, εργασία καθίσταται υπερήμερος και ο εργαζόμενος δικαιούται ν’ απαιτήσει την καταβολή μισθών υπερημερίας.

Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής συμβάσεως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης συμβάσεως εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ` εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.

Το δικαίωμα επισχέσεως δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής.

Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το Ν. 3514/ 1928 στράτευση αυτού, αλλά σε άλλη αιτία το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και τη χρονική διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεώς του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία αυτής (Ολ.ΑΠ 32/1988), με όλες τις δυσμενείς πλέον γι’ αυτόν επιπτώσεις.

Μόνη η αυθαίρετη απουσία από την εργασία του, η οποία συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά αυτού και παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει αυτός τη σύμβαση εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί δίχως άλλο, ως καταγγελία από την πλευρά του εργαζομένου, αλλά για να ισχύσει ως τέτοια, θα πρέπει να συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει σαφώς η βούληση του εργαζόμενου για λύση της εργασιακής του σύμβασης.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα σχετικά με τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: Ότι, στις 26-4-1989 το εναγόμενο (σημ: εδώ αναιρεσίβλητο) προσέλαβε την ενάγουσα (σημ: εδώ αναιρεσείουσα) με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και την κατέταξε στη θέση εργασίας της κατηγορίας Ε3, ως Προϊστάμενη Λογιστηρίου. Ότι, από 1-5-1989 η ενάγουσα άρχισε να παρέχει τις υπηρεσίες της στην άνω θέση, επιφορτισμένη με τη γενικότερη εποπτεία της ομαλής οικονομικής λειτουργίας του εναγομένου και ειδικότερα τη συγκέντρωση, επεξεργασία και έλεγχο των οικονομικών στοιχείων του Οργανισμού, την κατάρτιση, δημοσίευση και υπογραφή των ισολογισμών και λοιπών οικονομικών καταστάσεων, την κατάρτιση σχεδίου προϋπολογισμού που υποβάλλεται στο ΔΣ του Οργανισμού και τον έλεγχο της τήρησής του σε ημερήσια βάση, τη διενέργεια απολογιστικού ελέγχου της κίνησης του προϋπολογισμού και υποβολής αυτού στο Γεν. Διευθυντή, της εφαρμογής του λογιστικού σχεδίου, της τήρησης μηχανογραφημένων βιβλίων Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., της κατάρτισης οικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, της συγκέντρωσης των προβλέψεων και των στοιχείων όλων των Διευθύνσεων του Οργανισμού, του προελέγχου ισχύος τίτλων 12μήνου και 18μήνου, της επίβλεψης της λειτουργίας των ταμείων, της εξασφάλισης ρευστότητας του εναγομένου, της επίβλεψης διεκπεραίωσης όλων των τραπεζικών εργασιών και της μέριμνας και ευθύνης για τη χορήγηση υπηρεσιακών εξόδων καθώς και συγκεκριμένων εξόδων ταξιδιών. Ότι η ενάγουσα άσκησε με απόλυτη επιτυχία τα καθήκοντά της γι’ αυτό και έτυχε της επιβράβευσης με επαίνους και ευχαριστίες της διοίκησης του εναγομένου, οι δε Ορκωτοί Λογιστές που ήλεγχαν τα οικονομικά του εναγομένου κάθε χρόνο, απένειμαν στην ενάγουσα και το υπ’ αυτή προσωπικό του λογιστηρίου επαίνους για την καλή λογιστικοδιαχειριστική οργάνωση. Ότι η υπηρεσία Λογιστηρίου, του οποίου προΐστατο η ενάγουσα δεν υπαγόταν απευθείας στο Γενικό Διευθυντή, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αλλά στη Διεύθυνση Γενικών Υπηρεσιών/Διοικητικού του ΟΒΙ.

Ότι, με την ΥΑ 11620/ΕΦΑ/2239 (ΦΕΚ 1209 Β’/31-8-2005) εγκρίθηκε ο “Κανονισμός Οργανωτικής Διάρθρωσης του ΟΒΙ” και σύμφωνα με αυτόν δημιουργήθηκε για πρώτη φορά Οικονομική Διεύθυνση με τις εξής αρμοδιότητες: α) … β) τη συγκέντρωση, επεξεργασία και έλεγχο των οικονομικών στοιχείων, γ) την επιμέλεια της κατάρτισης και δημοσίευσης του ισολογισμού και των λοιπών οικονομικών καταστάσεων, δ) την επιμέλεια για την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού με την επιφύλαξη των διατάξεων του Οικονομικού Κανονισμού του ΟΒΙ, περιελάμβανε δε αυτή (Οικ. Δ/νση) δύο τμήματα: α) το Τμήμα Λογιστηρίου … και β) το Τμήμα Προγραμματισμού και Απολογισμού … Ότι το ΔΣ με την ΔΣ/Α/7/11-4-2005 αποφάσισε να προκηρύξει, εκτός των άλλων θέσεων και τη θέση του Οικονομικού Διευθυντή του Οργανισμού της οποίας απόφασης η ενάγουσα έλαβε γνώση και υπέβαλε την από 11-5-2005 αίτηση, μαζί με βιογραφικό και όλα τα δικαιολογητικά προκειμένου να κριθεί για τη θέση αυτή, περιελήφθη δε στον κατάλογο των πέντε επικρατέστερων υποψηφίων… Ότι δεν επελέγη η ενάγουσα αλλά το ΔΣ, ως αρμόδιο για την πρόσληψη προσωπικού βάσει του Ν. 1733/1987 και του Κανονισμού του εναγομένου, με την από 19-9-2005 (ΔΣ/ ΠΡ/16/2005) απόφασή του επέλεξε ως κατάλληλο για τη θέση αυτή τον Ν…Π… ο οποίος διέθετε τα απαιτούμενα προσόντα, ανέλαβε δε αυτός τα καθήκοντά του από 1-11-2005. Ότι η ενάγουσα ουδεμία αντίρρηση ή ένσταση υπέβαλε κατά της διαδικασίας επιλογής και της απόφασης για την επιλογή του, συνέχισε δε να παρέχει τις υπηρεσίες της από τη θέση της (Προϊσταμένη Λογιστηρίου), εισπράττοντας τον ίδιο μισθό και με τις ίδιες αρμοδιότητες και καθήκοντα, πλην της κατάρτισης του ισολογισμού και του προϋπολογισμού καθώς και των λοιπών οικονομικών καταστάσεων του Οργανισμού, καθόσον αυτές ανατέθηκαν με τον ως άνω νέο Κανονισμό Προσωπικού του ΟΒΙ στον Οικονομικό Διευθυντή. Ότι, την αφαίρεση των εν λόγω αρμοδιοτήτων, εξέλαβε αυτή ως μειωτική ηθικά (γιατί οικονομικά δεν υπέστη μείωση) για την ίδια, η οποία μέχρι τότε κατάρτιζε και υπέγραφε τα σχετικά έγγραφα, τα οποία στη συνέχεια υποβάλλονταν στο Γεν. Δ/ντή γι’ αυτό και εξέφρασε προφορικά τη δυσαρέσκειά της για την εξέλιξη αυτή στο Γεν. Δ/ντή, με τον οποίο ζήτησε και είχε κατ’ επανάληψη συνάντηση προς εξεύρεση λύσης που θα αίρει τη δυσαρέσκειά της, ενόψει του ότι η ενάγουσα ήταν υπάλληλος με ιδιαίτερα ικανοποιητική απόδοση και πολλούς επαίνους. Ότι, στην προσπάθεια αυτή συζητήθηκε μεταξύ τους η πιθανή εκδοχή της αποχώρησής της με την προσφορά σ’ αυτήν οικονομικών κινήτρων. Ότι, κατόπιν αυτού η ενάγουσα υπέβαλε εγγράφως την υπ’ αριθμ. πρωτ. 5316/23-9-2005 αίτησή της προς τον Γεν. Δ/ντή με την οποία πρότεινε στο εναγόμενο τη λύση της εθελουσίας εξόδου της. Ότι ο Γεν. Δ/ντής με την από 6-2-2009 (προφανώς 6-2-2006) επιστολή του ζήτησε από το δικηγορικό γραφείο … γνωμοδότηση αν μπορούσε, να γίνει εθελούσια έξοδος των υπαλλήλων του ΟΒΙ και με ποιές προϋποθέσεις, έλαβε δε την από 22-2-2006 γνωμοδότηση… ότι δεν ήταν εφικτή τέτοια έξοδος, έτσι ο εναγόμενος δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημά της, αυτή δε συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες της με το νέο καθεστώς. Ότι η ενάγουσα επιμένοντας απέστειλε στις 26-5-2006 νέα επιστολή στο Γεν. Δ/ντή … με την οποία πρότεινε ως λύση την οικειοθελή αποχώρησή της με την καταβολή σ’ αυτήν 346.000 ευρώ με τη μορφή αποζημίωσης. Ότι με την από 31-8-2006 επιστολή του προς την ενάγουσα ο Γεν. Δ/ντής αφού αποκρούει αιτιάσεις της περί προσβολής της υγείας και της προσωπικότητάς της από τις πράξεις ή παραλείψεις του ΟΒΙ, της δηλώνει ρητά ότι απορρίπτει τις οικονομικές απαιτήσεις της και την παραπέμπει, εφόσον επιθυμεί να αποχωρήσει στις διατάξεις του νόμου περί οικειοθελούς αποχώρησης. Ότι η ενάγουσα με την από 19-1-2007 εξώδικη δήλωση – πρόσκλησή της προς τον ΟΒΙ, επικαλούμενη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής της σύμβασης και αντισυμβατική συμπεριφορά του εναγομένου, στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης, ζήτησε την υπηρεσιακή αποκατάστασή της και την άρση της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής, άλλως δήλωσε ότι θα αναγκαστεί να λάβει κάθε μέτρο όπως αυτό της επίσχεσης εργασίας. Ότι ο εναγόμενος με την από 13-2-2007 εξώδικη απάντηση – δήλωση, αρνούμενος το περιεχόμενο της εξώδικης δήλωσής της, την κάλεσε να συνεχίσει να εργάζεται κανονικά ως Προϊσταμένη Λογιστηρίου, της δήλωσε δε ότι σε περίπτωση που προβεί σε επίσχεση εργασίας για να τον εξαναγκάσει σε αποκατάσταση ανύπαρκτης βλαπτικής μεταβολής θα θεωρήσει την επίσχεση αυτή ως οικειοθελή αποχώρηση και καταγγελία εκ μέρους της, της σύμβασης εργασίας της. Ότι η ενάγουσα με την από 20-2-2007 εξώδικη δήλωσή της απάντησε ότι δεν επιθυμεί τη λύση της σύμβασης εργασίας της και κάλεσε τον Οργανισμό να άρει τη βλαπτική μεταβολή. Ότι, μετά απ’ αυτά και αφού προηγήθηκε η από 29-3-2007 επιστολή της προς τον ΟΒΙ με παρόμοιο περιεχόμενο, ενώ ο Οργανισμός δεν προέβη σε καμία από τις ενέργειες που ζητούσε η ενάγουσα, με την από 3-5-2007 νέα επιστολή της προς το Γεν. Δ/ντή επικαλούμενη και πάλι συνεχιζόμενη υποβάθμισή της, δήλωσε ότι επιθυμεί να εργαστεί (όχι να αποχωρήσει), αλλά μέχρι να αποκατασταθεί στις αρμοδιότητές της θα απέχει από την εργασία της. Ότι στις 4-5-2007 αυτή παρέδωσε στον Οικονομικό Δ/ντή το κλειδί του χρηματοκιβωτίου του Λογιστηρίου… και έκτοτε έπαυσε να προσφέρει τις υπηρεσίες της ασκώντας το επικαλούμενο δικαίωμα επίσχεσης, ο τελευταίος δε με την από 7-5-2007 εξώδικη δήλωση – πρόσκλησή του την κάλεσε να επανέλθει στα καθήκοντά της και της επανέλαβε ότι σε περίπτωση που επιμείνει στη δήθεν “επίσχεση εργασίας”, με σκοπό τον εξαναγκασμό του ΟΒΙ … και δεν επανέλθει στη θέση της εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας η επίσχεση αυτή θα θεωρηθεί από την ημέρα έναρξής της (3-5-2007) ως οικειοθελής αποχώρησή της. Ότι η ενάγουσα με την από 11-5-2007 εξώδική της απάντηση – διαμαρτυρία απάντησε ότι εμμένει στις θέσεις της. Ότι ο εναγόμενος με την από 14-5-2007 εξώδικη δήλωση – πρόσκλησή του δήλωσε στην ενάγουσα ότι εφόσον δεν επανήλθε εντός της ταχθείσας προθεσμίας, θεωρεί την αποχή της, ως καταγγελία εκ μέρους της, της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, από την 3-5-2007, την κάλεσε να προσέλθει για να εισπράξει δεδουλευμένες αποδοχές της και με το από 15-5-2007 έγγραφό του προς τον Ο.Α.Ε.Δ., προέβη σε αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησής της.

Με βάση τα προεκτεθέντα το Εφετείο κατάληξε ότι: Ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων της ενάγουσας, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασής της, δεδομένου ότι η μεταβολή αυτή έγινε, κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου, στα πλαίσια της αλλαγής της οργάνωσης και της διάρθρωσης των υπηρεσιών του Οργανισμού με τη θεσμοθέτηση του νέου ……………………………, στον οποίο δημιουργήθηκε πρώτη φορά θέση Οικονομικού Δ/ντή, με τις προαναφερθείσες αρμοδιότητες στις οποίες περιλαμβάνεται και η κατάρτιση και δημοσίευση του ισολογισμού και των λοιπών οικονομικών καταστάσεων καθώς και η κατάρτιση και εκτέλεση του προϋπολογισμού (που) δεν μπορούσαν να παραμείνουν στην ίδια, αφού προέβλεπε τούτο ρητά ο νέος Κανονισμός. Ότι, τόσο για τη μεταβολή στη διάρθρωση των υπηρεσιών του ΟΒΙ, με την πρόβλεψη της θέσης Οικονομικού Διευθυντή, όσο και με τη διαδικασία επιλογής του προσώπου, ουδεμία διαμαρτυρία ή αντίρρηση προέβαλε η ενάγουσα, αντιθέτως έλαβε μέρος ανεπιφύλακτα σ’ αυτή, αποδεχόμενη στην πράξη όλα τα ανωτέρω. Ότι, δεν συνέτρεχε για την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης, η προϋπόθεση της ύπαρξης αξίωσης νόμιμης και ληξιπρόθεσμης και έτσι η επίσχεση δεν ήταν νόμιμη, για όσο χρόνο δε αυτή απείχε ήταν υπερήμερη ως προς την υποχρέωσή της για παροχή της εργασίας της. Ότι, ιδίως από το περιεχόμενο των εκατέρωθεν εξωδίκων δηλώσεων – απαντήσεων προκύπτει ότι ουδέποτε η ενάγουσα εκδήλωσε επιθυμία να αποχωρήσει από την εργασία της. Ότι από το σαφές περιεχόμενο των άνω εγγράφων, ιδίως δε από την επαναλαμβανόμενη δήλωσή της ότι δεν επιθυμούσε την αποχώρησή της, δεν προκύπτει οικειοθελής αποχώρηση, ήτοι από μέρους της καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, ούτε μπορεί να αποδοθεί σ’ αυτή υπαιτιότητα για το ότι άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας που εσφαλμένα υπελάμβανε ότι είχε κατά του εναγομένου. Ότι η ενέργεια του εναγομένου, με την κοινοποίηση στην ενάγουσα στις 14-5-2007 εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης, με την οποία θεωρώντας τη μη εμφάνιση της προς εργασία εντός της ταχθείσας από τον ίδιο προθεσμίας ως οικειοθελή αποχώρηση, την οποία έσπευσε να αναγγείλει στον Ο.Α.Ε.Δ., την καλεί να προσέλθει για να λάβει δεδουλευμένες αποδοχές, συνιστά εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας και επομένως η ενάγουσα δικαιούται τη μη καταβληθείσα από τον εναγόμενο νόμιμη αποζημίωση απολύσεως η οποία ανέρχεται σε 63.835,10 ευρώ.

Υπό τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών – που αναιρετικώς ανέλεγκτα έκρινε αποδεδειγμένα – στις ρηθείσες διατάξεις των άρθρων 648 επ., 325 επ. ΑΚ, 1 επ. Ν. 2112/1920 και 1 επ. Ν. 3198/1955 που εφάρμοσε, τις οποίες και δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Διέλαβε δε στον υπαγωγικό συλλογισμό του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των νομικών αυτών κανόνων και δη ως προς την αβασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών περί βλαπτικής μεταβολής των εργασιακών όρων της ενάγουσας και περί νόμιμης άσκησης δικαιώματος επισχέσεως εργασίας συνεπεία αυτής, παραθέτοντας στην προσβαλλόμενη, ως προς τα κρίσιμα αυτά ζητήματα τις παρατεθείσες αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των ρηθέντων κανόνων ουσιαστικού δικαίου και συνακόλουθα δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Και τούτο διότι, προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία εμφαίνεται ότι ο (μερικός) περιορισμός των άνω αρμοδιοτήτων της ενάγουσας έγινε σε εκτέλεση του εφαρμοσθέντος, το πρώτο, “…………………..” και κατά την παρεχόμενη απ’ αυτόν ευχέρεια στον εναγόμενο – εργοδότη, την οποία οργανωτική διάρθρωση και διαδικασία επιλογής προσώπου για τη συσταθείσα δυνάμει αυτού θέση Οικονομικού Διευθυντή αποδέχθηκε και η ίδια η ενάγουσα, χωρίς εκ τούτου να συντρέχει βλαπτική μεταβολή των εργασιακών όρων αυτής και συνακόλουθα ούτε ληξιπρόθεσμη αξίωσή της παρέχουσα σ’ αυτή νόμιμο δικαίωμα επίσχεσης εργασίας (το οποίο χωρίς υπαιτιότητά της υπέλαβε ότι είχε σε βάρος του εναγομένου), αλλά μόνο υποχρέωση του τελευταίου, λόγω καταγγελίας της ένδικης σύμβασης απ’ αυτόν, σε καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως, την οποία ζήτησε η ενάγουσα, με την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου, σ’ αυτό διαλαμβάνονται κατά λέξιν τα ακόλουθα: “Επειδή όλως επικουρικώς, αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο αντίδικος κατήγγειλε τη σύμβασή μου με την από 14-5-2007 εξώδικη δήλωση – πρόσκλησή του, τότε οφείλει αποζημίωση 14 μηνών οπότε το καταβλητέο ποσό ανέρχεται σε 63.835,10 ευρώ”, ουδόλως δε διέλαβε αίτημα, περί ακυρότητας της καταγγελίας αυτής, ούτε περιελεύσεως του εναγομένου, συνεπεία αυτής, σε κατάσταση υπερημερίας, ώστε να δικαιούται, αντί της αποζημιώσεως απολύσεως, μισθών υπερημερίας.

Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγος της αιτήσεως εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Με τις λοιπές δε διαλαμβανόμενες στους λόγους αυτούς αιτιάσεις, και υπό την επίφαση της ίδιας, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., πλημμέλειας, πλήττονται απαραδέκτως οι ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, ενώ ο πρώτος λόγος, κατά το μέρος αυτού, με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη η εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναιρετική πλημμέλεια, με τις υπό στοιχ. 1η και 2η αιτιάσεις, που αναφέρονται στα διαλαμβανόμενα στην μείζονα σκέψη της προσβαλλόμενης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις αυτές δεν ιδρύουν το ρηθέντα αναιρετικό λόγο. Κατά συνέπεια, πρέπει η κρινόμενη αίτηση ν’ απορριφθεί και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 21-10-2013 αίτηση της Λ. Κ., για αναίρεση της 5997/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και

Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Ιουνίου 2014.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ