Ζητήματα συνταξιοδοτικής φύσεως

12 Δεκεμβρίου 2014 Κλείσιμο Από Alexandros

Κατηγορία: Ασφαλιστικά – ΙΚΑ – ΤΕΒΕ – Λοιπά

Ράνια Ι. Παυλοπούλου
Δικηγόρος Αθηνών

O στόχος της κοινωνικής ασφάλισης συνδέεται με την επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το κράτος πρόνοιας συμβάλλει στην επιβίωση του κράτους δικαίου, ως θεσμική μορφή του φιλελεύθερου κράτους, μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Στο άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος, προβλέπεται ρητά η υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει θετικά μέτρα αποκατάστασης της ισότητας. Τον πυρήνα των κοινωνικών δικαιωμάτων αποτελεί η κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας. Το δικαίωμα για κοινωνική πρόνοια καλύπτει και τους ανασφάλιστους πολίτες, όπως προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 21 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος. Oι φορείς κύριας ασφάλισης, οι οποίοι έχουν κυρίως τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, συστάθηκαν με σκοπό τη βασική ασφαλιστική προστασία, ενώ οι φορείς επικουρικής ασφάλισης αποσκοπούν στην προσαύξηση των παροχών των φορέων κύριας ασφάλισης μέσω συμπληρωματικών παροχών. Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν οι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι επαγγελματίες, δεν αποτελούν φόρους κατά το άρθρο 78 του Συντάγματος και είναι δυνατόν να επιβληθούν με κανονιστικές πράξεις, βάσει εξουσιοδότησης νόμου.

Τα τελευταία έτη παρατηρήθηκαν μεταβολές, τόσο στο ασφαλιστικό σύστημα όσο και στον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης, αλλά και στα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης, λόγω ριζικών ανατροπών στο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα που επέφεραν οι νόμοι 3863/2010 για το ασφαλιστικό και 3865/2010 για το συνταξιοδοτικό του Δημοσίου. Τρείς ασφαλιστικοί νόμοι ανέτρεψαν πλήρως το υπάρχον κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα από το 2010 και έπειτα (Ν. 3863/2010, Ν. 4024/2011 και Ν. 4093/2012). Η εφαρμογή των κοινωνικοασφαλιστικών Νόμων 3863/2010 (για τον ιδιωτικό τομέα) και 3865/2010 (για τον δημόσιο τομέα), καθώς και ο πρόσφατος Νόμος 4093/2012, επέφερε ραγδαίες μεταβολές στις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης όλων των κατηγοριών ασφαλισμένων, οι οποίες συνίστανται στην αύξηση των ορίων ηλικίας και των ετών ασφάλισης. Από τις αλλαγές εξαιρούνται οι μέχρι το 1982 ασφαλισμένοι που εξέρχονται με 35ετία Χ.Ο.Η, οι μητέρες ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία τέκνων, οι χήροι πατέρες ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία τέκνων, οι ασφαλισμένοι που έχουν ενταχθεί σε καθεστώς εφεδρείας (N. 4024/2011), όσοι έχουν τις προϋποθέσεις να αποχωρήσουν έως και τις 31/12/2012, καθώς και συγκεκριμένες κατηγορίες αναπήρων.

Ειδικότερα, από την 1η Ιανουαρίου του 2013, παρατηρήθηκε αλλαγή σε όλες τις κατηγορίες των ασφαλισμένων και, ειδικότερα, μια αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης κατά δύο έτη (67ο έτος ηλικίας). Οι αλλαγές, κυρίως, αφορούν την αύξηση του ελάχιστου απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης από τα δεκαπέντε στα είκοσι έτη (δηλαδή, από 4.500 ημέρες εργασίας σε 6.000 ημέρες εργασίας) και δεν επηρεάζουν τον ασφαλισμένο που έχει έγκυρα ενημερωθεί ότι έχει θεμελιωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα και μπορεί να συνταξιοδοτηθεί άμεσα. Προβλέπεται, επίσης, η αναγνώριση της εξαγοράς των υπολειπόμενων ετών ασφάλισης. Είναι σύνηθες, πάντως, φαινόμενο, οι ασφαλισμένοι, από ελλιπή ενημέρωση, να προβαίνουν σε εσφαλμένες κινήσεις με εξαγορά πλασματικών χρόνων, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά τους συμφέροντα.

H σύνδεση των συντάξεων με τις εισφορές και τους μισθούς στο πλαίσιο του διανεμητικού συστήματος, καθώς και η απώλεια των ασφαλιστικών εσόδων εξαιτίας της ανεργίας, δημιούργησαν ελλείψεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς του χρόνου επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Ως επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ορίζεται το διάστημα, κατά το οποίο πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος για να χορηγηθούν οι ασφαλιστικές παροχές στον ασφαλισμένο. O νομοθέτης δεν περιορίζεται στο να μεταβάλει το ύψος των ασφαλιστικών παροχών, ωστόσο η χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορεί να αντλείται μόνο από τις εισφορές των ασφαλισμένων. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας από το 1987 έχει υπαγάγει την κοινωνική ασφάλιση στην αρμοδιότητα φορέων του δημοσίου τομέα, προσδίδοντας, συνεπώς, δημόσιο χαρακτήρα στο θεσμό, ο οποίος κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Από την ερμηνεία του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, διαφαίνονται ο ανταποδοτικός χαρακτήρας των ασφαλιστικών παροχών, καθώς και η κοινωνική αλληλεγγύη. Το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα της χώρας πρέπει να παρουσιάσει μεγαλύτερη σταθερότητα, δεδομένου ότι η ανασφάλιστη εργασία αποτελεί δείγμα των καιρών μας, με βάση τα πορίσματα του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας. Επίσης, παρατηρούνται διάφορες παραβάσεις, κυρίως η μη καταβολή αποδοχών, η παραβίαση ωραρίου, απολύσεις χωρίς καταβολή αποζημίωσης, αλλά και θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα. Ακόμη, είναι αξιοσημείωτο ότι, από τα διαθέσιμα στοιχεία του ΟΑΕΔ, το πρόβλημα της ανεργίας φαντάζει ανυπέρβλητο μέχρι και σήμερα. Τo ανθρώπινο δυναμικό μίας επιχείρησης συνεισφέρει, μέσω της απαραίτητης εργασίας στη βιωσιμότητά της, οπότε είναι πρωταρχική ευθύνη της Διοίκησης να αντιληφθεί τα πολλαπλά οφέλη, μέσω της διατήρησης των αρμονικών σχέσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην απαιτηθεί στο μέλλον.

Όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, αλλά και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται, είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Για την απονομή σύνταξης αναπηρίας, λόγω ατυχήματος εκτός εργασίας, απαιτείται πρωτίστως ο υποστάς το ατύχημα να είναι ασφαλισμένος του ΙΚΑ, κατά το χρόνο που επισυνέβη τούτο (ΣτΕ 2210/94ΕΔΚΑ 1995/345). Για τη συνταξιοδότηση λόγω θανάτου, αναπηρίας ή γήρατος απαιτείται πρωτίστως η υποβολή από τον ασφαλισμένο ή άλλο δικαιούχο αιτήσεως για την έναρξη της διαδικασίας διαπιστώσεως των προϋποθέσεων για συνταξιοδότηση, σύμφωνα με τις ειδικότερες διακρίσεις του νόμου, δίχως την οποία δεν δύναται να αρχίσει η καταβολή σύνταξης (ΣτΕ 117/91). Συνταγματικώς, προβλέπεται ρητώς η υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Ο νομοθέτης έχει την υποχρέωση να προβεί ελεύθερα σε οποιαδήποτε ενέργεια, με γνώμονα την προαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων. Οι απαιτήσεις για τη σύνταξη και τις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές εμπίπτουν στην έννοια της περιουσίας, η οποία προστατεύεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Στο άρθρο αυτό αντίκειται οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος της περιουσίας με αναδρομική νομοθετική ρύθμιση, εκτός και αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος. Η αναδιάρθρωση του δημοσιονομικού συστήματος φαίνεται να είναι επιτακτική ανάγκη, καθώς οι συντάξεις των ελεύθερων επαγγελματιών απειλούνται από το έλλειμμα του ΟΑΕΕ, ενώ υπάρχει δυστυχώς πιθανότητα περαιτέρω μείωσης των συντάξεων, με δεδομένο ότι ο προϋπολογισμός του Οργανισμού, κατά το έτος 2015, προβλέπει έλλειμμα ύψους 545,7 εκατομμυρίων ευρώ.

Ενώ, από το έτος 2011 έως και σήμερα, έχουν γίνει τέσσερις μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις, προβλέπεται, εντός του έτους 2015, νέα περικοπή, ύψους 10% στις επικουρικές συντάξεις για ένα περίπου εκατομμύριο συνταξιούχους του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ). Σύμφωνα με την πρόσφατη υπ’ αριθμ. 3410/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι οι περικοπές των κύριων συντάξεων δεν είναι αντίθετες με τα όσα προβλέπει το άρθρο 22, παρ. 5 του Συντάγματος, συνεπώς είναι συνταγματικές. Συγκεκριμένα «η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτή, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών». Η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών επιβάλλει, συνεπώς, τη μείωση των απονεμηθεισών παροχών και, σύμφωνα με την πλειοψηφία, δεν προσκρούει στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Από την άλλη πλευρά, η μειοψηφία αναφέρει ότι, ακόμη και όταν επικρατούν στη χώρα λίαν δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, η κρατική χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος δεν επιτρέπεται, από το Σύνταγμα, να μειωθεί σε επίπεδο που να μην εξασφαλίζεται η παροχή ικανοποιητικού επιπέδου κοινωνικής ασφαλίσεως. Το θέμα παραπέμφθηκε για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Επιπροσθέτως, προβλέπεται η ενδεχόμενη μείωση -από το έτος 2015 και μετά- των συντάξεων με 15 έτη ασφάλισης ή και λιγότερα (όπως οι αναπηρικές), καθώς και με τη χρήση βαρέων και ανθυγιεινών. Oι εισπραττόμενες από τα Ταμεία εισφορές σήμερα υπολείπονται έναντι των δαπανών για τις πληρωμές των συντάξεων, σε εποχές ανασφάλιστης εργασίας και μειωμένων μισθών. Οι συντάξεις που θα καταβάλλουν τα Tαμεία στους συνταξιοδοτούμενους -από την πρώτη Ιανουαρίου του έτους 2015- πρόκειται να είναι χαμηλότερες από εκείνες που θα ελάμβαναν, εάν είχαν τις προϋποθέσεις να συνταξιοδοτηθούν έως τα τέλη του 2014. Στα κοινωνικά δικαιώματα, παρατηρείται μια διαρκής ανάγκη διαπραγμάτευσης, προκειμένου να λειτουργήσουν εξισορροπιστικά, συμβάλλοντας στην ομαλή λειτουργία του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν, συνεπώς ,αξιώσεις για κάλυψη από το κράτος συγκεκριμένων αγαθών. Πρέπει να διερευνηθεί το ζήτημα, λοιπόν, των ορίων του δικαστικού ελέγχου, κατά πόσο δηλαδή οι κοινωνικές διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται στο δικαστικό έλεγχο ή όχι λόγω των ιδιομορφιών τους. Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου προσαρμόζει το περιεχόμενό της, ανάλογα με τις εκάστοτε νομικές και πραγματικές δυνατότητες και αποτελεί «αρχή θετικής σύνδεσης κράτους και κοινωνίας». Η συνταγματική κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων και οι διεθνείς δεσμεύσεις αποτελούν το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα αναδιοργανωθεί το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλειας.