Καταβολή αποζημίωσης σε δόσεις
Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση
Λογιστής – Φοροτέχνης
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.3198/1955 το οποίο όριζε τα εξής:
«Η κατά τον Νόμον 2112/1920 ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως αποζημίωσις των υπαλλήλων, των απολυομένων άνευ της τηρήσεως των περί προμηνύσεως διατάξεων του άρθρου 1 του προειρημένου Νόμου, εφ΄ όσον δεν υπερβαίνει τα αποδοχάς εξ μηνών δι΄ έκαστον καταβάλλεται υπό του εργοδότου κατά την ημέραν της λύσεως της σχέσεως εργασίας.
Εάν η αποζημίωσις είναι μεγαλύτερα των αποδοχών εξ μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται ωσαύτως να καταβάλη κατά την απόλυσιν το μέχρι των αποδοχών εξ μηνών μέρος ταύτης, το δε υπόλοιπον επί πλέον ποσόν εις τριμηνιαίας δύσεις, εκάστη των οποίων δεν δύναται να είναι κατωτέρα των αποδοχών τριών μηνών, εκτός εάν προς εξόφλησιν του συνόλου της αποζημιώσεως υπολείπεται μικρότερον ποσόν.
Η πρώτη των δόσεων είναι καταβλητέα την επομένην της συμπληρώσεως τριμήνου από της απολύσεως».
Στην συνέχεια με τον Ν.3863/2010 και συγκεκριμένα στην παράγραφο 3 του άρθρου 74 σιωπηρώς τροποποιεί την ανωτέρω διάταξη ως εξής:
3. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.
Στην διάταξη αυτή ( παρ.3) δεν γίνεται διάκριση μεταξύ καταγγελίας χωρίς προειδοποίηση και καταγγελίας μετά από προειδοποίηση, κατά συνέπεια το σύστημα των δόσεων έχει εφαρμογή και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή τόσο για την αποζημίωση που καταβάλλεται αμέσως όσο και για την αποζημίωση που καταβάλλεται στον υπάλληλο μετά από την λήξη του χρόνου προειδοποιήσεως.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.435/1976, το οποίο αναφέρει ότι:
«Μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού, διά την χορήγησιν συντάξεως συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου να αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρώσιν είτε να απομακρύνωνται της εργασίας των παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις απάσας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι, τα 40%, οι δε μη ησφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις, διά την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότου. Διά την κατά τα ανωτέρω χορηγουμένην, εις τους αποχωρούντας ή απομακρυνομένους μισθωτούς, αποζημίωσιν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά, πάντα τα οριζόμενα υπό των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν.Δ.3198/1955 ως και των διατάξεων του Ν. 2112/1920 «περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων» ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, και του Β.Δ/τος της 16/18 Ιουλίου 1920 «περί επεκτάσεως του Ν.2112 «περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων» και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών, πλην των διατάξεων των αφορωσών την προειδοποίησιν», για την χορήγηση της μειωμένης αποζημίωσης που καταβάλλεται σε όσους συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις πλήρους συντάξεως γήρατος όταν απολύονται από τον εργοδότη (μόνο υπάλληλοι) ή όταν αποχωρούν οικειοθελώς (υπάλληλοι και εργατοτεχνίτες), έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν.Δ.3198/1955.
Με την διάταξη αυτή οι συνταξιοδοτούμενη δεν είναι υποχρεωμένοι να αποχωρήσουν από την εργασία τους και παράλληλα ο εργοδότης δεν υποχρεούται να καταγγείλει την σύμβαση όσων συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις πλήρους σύνταξης.
Συμπέρασμα, με την σιωπηρή τροποποίηση του άρθρου 2 του Ν.3198/1955 με το άρθρο 74 του Ν.3863/2010 όσον αφορά την αποζημίωση του Ν.435/76 (υπαλλήλων που πληρούν τις προϋποθέσεις λήψεως πλήρους συνταξιοδοτήσεως) έχει εφαρμογή το σύστημα των δόσεων εφόσον στο συνολικό ποσό της αποζημίωσης περιλαμβάνονται περισσότεροι από 2 μηνιαίοι μισθοί, τότε μπορεί κατά την αποχώρηση ή απόλυση να καταβληθεί το ποσό ίσο με 2 μηνιαίους μισθούς το δε υπόλοιπο σε διμηνιαίες δόσεις κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι μικρότερη των αποδοχών δύο μηνών εκτός αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο.
Αντίθετα ως προς την αποζημίωση που καταβάλλεται σε καταγγελία ή οικειοθελή αποχώρηση εργατοτεχνίτη που συμπληρώνει τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδοτήσεως βάση του Ν.435/1976, δεν έχει εφαρμογή το σύστημα των δόσεων.