Φορολογία κρυπτονομισμάτων και NFTs
Του Ευάγγελου Αηδόνη*
Oι επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα, αλλά και NFTs (Non-FungibleTokens) δεν είναι πλέον σπάνιο φαινόμενο, αλλά μία ευρέως διαδομένη πρακτική στην οποία επιδίδονται επενδυτές όλων των μεγεθών. Προσφιλείς στις νεότερες γενιές, οι εν λόγω επενδύσεις αναμφισβήτητα θα μας απασχολήσουν αισθητά τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, παρά τη δημοτικότητα και τη ραγδαία διάδοσή τους, η φορολογική αντιμετώπιση των κερδών από την πώλησή τους δεν έχει μέχρι και σήμερα ρυθμιστεί από την ελληνική φορολογική διοίκηση.
Το ασαφές φορολογικό πλαίσιο δημιουργεί διαχρονικά μέχρι και σήμερα ανασφάλεια σε επενδυτές, οι οποίοι αν και επιθυμούν να ρευστοποιήσουν τις επενδύσεις τους και να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους προς εξυπηρέτηση άλλων σκοπών, διστάζουν, φοβούμενοι τυχόν φορολογικές επιπλοκές. Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα κεφάλαια που θα μπορούσαν είτε να μεταφερθούν σε τραπεζικά ιδρύματα είτε να “πέσουν” στην πραγματική οικονομία, να παραμένουν εγκλωβισμένα σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες και σε επενδύσεις που δεν παράγουν στην πραγματικότητα καμία προστιθέμενη αξία.
Επιπροσθέτως, η έλλειψη ρητών διατάξεων έχει αφήσει περιθώριο για τη διατύπωση διαφορετικών απόψεων επί του υπό εξέταση ζητήματος.
Συγκεκριμένα, η συντριπτική πλειοψηφία των συμβούλων που έχει καταπιαστεί με τη φορολογική μεταχείριση των κρυπτονομισμάτων, θεωρεί πως η τυχόν υπεραξία από την πώλησή τους μπορεί να θεωρηθεί ως εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης τίτλων του άρθρου 42 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (“ΚΦΕ”) και, συνεπώς, να φορολογηθεί με 15%. Και τούτο διότι, κατά την άποψη αυτή, τα κρυπτονομίσματα προσιδιάζουν σε επενδυτικά προϊόντα και, ως εκ τούτου, το άρθρο που διέπει τη φορολογία του κέρδους από την πώληση επενδυτικών προϊόντων θα πρέπει να εφαρμοσθεί αναλογικά και στα κρυπτονομίσματα.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 42 του ΚΦΕ, κάθε εισόδημα που προκύπτει από υπεραξία μεταβίβασης των ακόλουθων τίτλων υπάγεται σε φόρο εισοδήματος 15%:
α) μετοχές σε εταιρεία μη εισηγμένη σε χρηματιστηριακή αγορά,
β) μετοχές και άλλες κινητές αξίες εισηγμένες σε χρηματιστηριακή αγορά, εφόσον ο μεταβιβάζων συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας με ποσοστό τουλάχιστον μισό τοις εκατό (0,5%),
γ) μερίδια ή μερίδες σε προσωπικές εταιρείες,
δ) κρατικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια ή εταιρικά ομόλογα,
ε) παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα .
Ωστόσο, κατά την άποψη του γράφοντος, η ανωτέρω ερμηνεία δεν ευσταθεί, καθώς προσκρούει σε βασικές αρχές του φορολογικού δικαίου, όπως αυτές απορρέουν από το Σύνταγμα της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Συντάγματος, η αναλογική εφαρμογή φορολογικών διατάξεων δεν είναι επιτρεπτή, καθώς κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ή εισπράττεται χωρίς ρητή διάταξη νόμου. Η απαγόρευση της αναλογικής εφαρμογής των φορολογικών διατάξεων σκοπό έχει να ενισχύσει την ασφάλεια του δικαίου και των συναλλαγών, καθώς εξασφαλίζει ότι οι φορολογούμενοι θα γνωρίζουν πάντοτε το ακριβές πλαίσιο επιβολής κάθε φορολογίας παραμένοντας προστατευμένοι από τυχόν λανθασμένες ερμηνείες των διατάξεων ή αυθαιρεσίες της εκάστοτε φορολογικής αρχής.
Όπως καθίσταται σαφές, στο άρθρο 42 του ΚΦΕ που παρατίθεται ανωτέρω, το οποίο ρυθμίζει τη φορολογία της υπεραξίας από την πώληση επενδυτικών προϊόντων, δεν συμπεριλαμβάνονται ούτε τα κρυπτονομίσματα ούτε τα NFTs. Επομένως, με δεδομένο ότι η αναλογική εφαρμογή φορολογικών διατάξεων είναι ανεπίτρεπτη, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο, ώστε η υπεραξία από των πώληση κρυπτονομισμάτων (ή NFTs)να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.
Επισημαίνεται ότι η μη εφαρμογή του άρθρου 42 στα κρυπτονομίσματα υιοθετήθηκε και από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών με πρόσφατη απόφασή της.
Εύλογα σε αυτό το σημείο διερωτάται κανείς: Εφόσον το κέρδος από την πώληση κρυπτονομισμάτων και NFTs δεν ρυθμίζεται από το άρθρο 42 του ΚΦΕ, είναι πλήρως απαλλασσόμενο της φορολογίας ή δύναται να φορολογηθεί βάσει κάποιας άλλης διάταξής του;
Την απάντηση στο εν λόγω ερώτημα μας δίνει η παρ. 3 του άρθρου 21 του ΚΦΕ σύμφωνα με την οποία κάθε μεμονωμένη πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή ή και η συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους θεωρείται “επιχειρηματική συναλλαγή”. Επιπλέον, προβλέπεται ότι κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνται συστηματική διενέργεια πράξεων.
Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι σε περίπτωση που επενδυτής προβεί σε πάνω από τρεις αγοραπωλησίες κρυπτονομισμάτων εντός έξι μηνών, τότε δύναται να θεωρηθεί “κατ’ επάγγελμα επενδυτής” και τυχόν κέρδος από την πώληση κρυπτονομισμάτων και NFTs να θεωρηθεί ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή τυχόν κέρδος από την πώληση των εν λόγω επενδύσεων θα φορολογηθεί σύμφωνα με την οικεία προοδευτική κλίμακα του ΚΦΕ με ανώτατο συντελεστή 44% και όχι με τον κατά πολύ ευνοϊκότερο συντελεστή του 15% που ισχύει για την υπεραξία από την πώληση επενδυτικών προϊόντων.
Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι υπό την εκκωφαντική σιωπή του νομοθέτη σε μία γνωστή και διαδεδομένη επενδυτική πρακτική θα πρέπει να είμαστε διστακτικοί σε ερμηνείες των φορολογικών διατάξεων, οι οποίες δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση στους φορολογούμενους. Επιπλέον, θεωρώ ότι έχει έρθει η στιγμή ο νομοθέτης να ρυθμίσει τη φορολογία των κρυπτονομισμάτων και των NFTs, ξεπερνώντας τα εμπόδια και τις επιφυλάξεις του, οι οποίες είναι εν μέρει λογικές, λαμβάνοντας υπόψη το εν γένει ασαφές νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία τους, αλλά και τους φόβους για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (οι οποίοι μπορούν να ξεπεραστούν με ένα αυστηρό σύστημα ελέγχου πόθεν έσχες των κεφαλαίων). Ένα σαφές φορολογικό πλαίσιο θα καταστήσει ξεκάθαρο το φορολογικό τοπίο και θα άρει το αίσθημα ανασφάλειας που επικρατεί, επιτρέποντας σε επενδυτές αφενός να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους σε ελληνικές τράπεζες ενισχύοντας το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αλλά και αφετέρου να τα τοποθετήσουν σε επενδύσεις που θα τονώσουν την πραγματική οικονομία.
*δικηγόρος, KBVL law firm – Deloitte legal network
πηγη: www. capital.gr