Η λογιστική και φορολογική μεταχείριση των κρυπτονομισμάτων
Της Μάρθας Παπασωτηρίου
Όπως γνωρίζουμε οι περισσότεροι, τα κρυπτονομίσματα (π.χ. bitcoin, ethereum, ripple και άλλα altcoins ) αποτελούν την τάση στον κόσμο των επενδύσεων των τελευταίων τουλάχιστον 3-4 ετών. Η αύξηση που παρουσιάζουν αποτελεί ίσως από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της τελευταίας δεκαετίας και έχει ωθήσει ακόμα και τους πιο ερασιτέχνες στον χώρο των επενδύσεων να επιδίδονται, αλόγιστα πολλές φορές, σε μία κούρσα επενδυτικών κινήσεων σε κρυπτονομίσματα.
Τα κρυπτονομίσματα αποτελούν επίσης μέρος του συναλλακτικού κύκλου αρκετών ελληνικών επιχειρήσεων που δέχονται πληρωμές ή αγοράζουν προϊόντα και υπηρεσίες με κρυπτοχρήμα.
Ένα από τα θέματα που έχουν απασχολήσει την φορολογική κοινότητα είναι τόσο η φορολογική αντιμετώπιση των εσόδων όσο και η λογιστική απεικόνιση στα βιβλία της επιχείρησης.
Φορολογική μεταχείριση
Όπως είναι γνωστό, το κρυπτονόμισμα αποτελεί μέσο συναλλαγής χωρίς φυσική υπόσταση ενώ οι πράξεις γίνονται σε ψηφιακή μορφή. Δεν βασίζεται στην ισοτιμία ενός άλλου νομίσματος ούτε παρέχεται εξασφάλιση από κεντρική τράπεζα ή κράτος.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κρυπτονομίσματα έχουν τα χαρακτηριστικά επενδυτικού προϊόντος, η φορολογική τους αντιμετώπιση θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σύμφωνα με τα άρθρα 42, 43 του Ν. 4172/2013.
Τα εν λόγω άρθρα αναφέρονται σε κέρδη από κεφάλαιο και στην υπεραξία από μεταβίβαση κεφαλαίου.
Η φορολογητέα αξία του κρυπτονομίσματος είναι η υπεραξία που προκύπτει για τον κάτοχό του που προβαίνει σε πώλησή του. Ως υπεραξία νοείται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούμενος και της τιμής πώλησης που εισέπραξε. Σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 3, “…τυχόν δαπάνες που συνδέονται άμεσα με την αγορά ή την πώληση των τίτλων συμπεριλαμβάνονται στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης.”. Ο φορολογικός συντελεστής είναι 15% επί της υπεραξίας.
Για παράδειγμα σε περίπτωση που επενδυτής αγοράσει 3.000 κρυπτονομίσματα προς 0,5 ευρώ το καθένα (1.500) και έχει πληρώσει και προμήθεια 20 ευρώ, και στη συνέχεια τα πουλήσει προς 1 ευρώ το ένα (3.000), η υπεραξία υπολογίζεται ως εξής: 3.000-1.500-20=1.480. Επί του ποσού αυτού θα υπολογιστεί φόρος με συντελεστή 15%, επομένως, ο φόρος θα είναι 222 ευρώ.
Το ποσό που διατέθηκε για την αγορά κρυπτονομισμάτων θα πρέπει να δηλωθεί στον κωδικό 743 του πίνακα 5 της φορολογικής δήλωσης (δαπάνη που καταβλήθηκε για την αγορά επιχειρήσεων, εταιρικών μεριδίων και χρεογράφων γενικά) της φορολογικής δήλωσης προκειμένου να συμπεριληφθεί στον υπολογισμό των τεκμηρίων. Αντίστοιχα το κεφάλαιο από την πώληση των κρυπτονομισμάτων θα πρέπει να αναγραφεί στον κωδικό 781 του πίνακα 6 (χρηματικά ποσά που προέρχονται από διάθεση περιουσιακών στοιχείων και ειδικότερα ως επιστροφή κεφαλαίου).
Στην περίπτωση όπου κατά την πώληση των κρυπτονομισμάτων προέκυψε υπεραξία, τότε αυτή θα πρέπει να αναγραφεί στον κωδικό 865 του πίνακα 4 Ε (κέρδος από μεταβίβαση τίτλων αλλοδαπής) προκειμένου να υπολογιστεί φόρος 15%.
Περαιτέρω, αν οι επενδυτές είναι νομικά πρόσωπα, η υπεραξία που πιθανόν προκύψει, θα φορολογηθεί με τις γενικές διατάξεις ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Λογιστική μεταχείριση
Αναφορικά με τη λογιστική αντιμετώπιση του ζητήματος, το Συμβούλιο Λογιστικής Τυποποίησης (ΣΛΟΤ), εποπτικό συμβούλιο της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ), εξέδωσε την υπ’ αριθ. πρωτ.: 104 ΕΞ 27.2.2018 εγκύκλιο.
Η εγκύκλιος του ΣΛΟΤ παρέχει μία γενική κατεύθυνση για τον λογιστικό χειρισμό των κρυπτονομισμάτων, ο οποίος βασίζεται κυρίως στους σκοπούς της επιχείρησης και στα πραγματικά γεγονότα. Συνοψίζοντας, τα κρυπτονομίσματα χαρακτηρίζονται ως απόθεμα, στην περίπτωση που η εμπορία τους εμπίπτει στις συνήθεις δραστηριότητες της επιχείρησης, και ως άυλο περιουσιακό στοιχείο στις υπόλοιπες περιπτώσεις κατοχής, και κυρίως στην διακράτηση ως επένδυση.
Παρόλο που υπάρχει μία προσπάθεια τα κρυπτονομίσματα να ενταχθούν σε μία μορφή κανονιστικού πλαισίου, θεωρούμε ότι θα πρέπει να υπάρξει ένα σαφές και συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο που να ρυθμίζει όλα τα θέματα που προκύπτουν από τον τρόπο λειτουργίας των κρυπτονομισμάτων.
Αυτό θεωρούμε ότι είναι και η απαίτηση όσων θέλουν να επενδύσουν στην εν λόγω αγορά και επιθυμούν να υπάρξει κανονιστικό πλαίσιο για τα κρυπτονομίσματα που θα τα αποσυνδέει από οποιαδήποτε σχέση με παραβατικές πρακτικές (ξέπλυμα μαύρου χρήματος κλπ.) αλλά και η μέριμνα του κράτους προκειμένου να εισπράττει να ανάλογα φορολογικά έσοδα και από αυτές τις δραστηριότητες.
* Η κα Μάρθα Παπασωτηρίου είναι Partner / Head of Tax, Lawyer στην Andersen Tax, Greece.
πηγη: www.capital.gr